Όταν η λέμβος του Τζιουζέπε έφτασε στην αποβάθρα, και ήταν η πρώτη από το μικρό στολίσκο που έφτασε στην ξηρά, οι ναυτικοί μάζεψαν τα κουπιά τους και πήδηξαν έξω, δίπλα σε έναν σβέλτο ναύτη που πήρε το παλαμάρι και τράβηξε τη λέμβο στη στεριά. Οι στρατιώτες αποβιβάστηκαν, με τα τουφέκια τους έτοιμα. Τότε, ένας μικρόσωμος μελαχρινός άντρας που φορούσε μία παλιά, και μάλλον ξεθωριασμένη, τουρκική στολή, πετάχτηκε από μια ομάδα βρώμικων και ταλαιπωρημένων αντρών, με τα χέρια σηκωμένα. «Δεν θέλουμε μπελάδες, γνωρίζουμε ότι είμαστε λιγότεροι», είπε στα αγγλικά, μια γλώσσα που είχε μάθει ο Τζιουζέπε στο σχολείο. «Παρακαλώ, ελάτε μαζί μου στο σπίτι του Διοικητή».
Έδεσαν και τις άλλες λέμβους στην αποβάθρα και η διμοιρία των πεζοναυτών αποβιβάστηκε γρήγορα. Παρατάχθηκαν σε θέση μάχης στην ακτή. Ήταν μόνο πέντε Τούρκοι, που αποδείχτηκε ότι ήταν απλώς ένα μάτσο άντρες, ντυμένοι με πολύχρωμες, αλλά φθαρμένες οθωμανικές στολές. Πίσω τους στεκόταν μια μεγαλύτερη ομάδα από Έλληνες, ντόπιοι κάτοικοι που επευφημούσαν τους Ιταλούς ναύτες και κυμάτιζαν την ελληνική σημαία. «Φαίνονται αξιοθρήνητοι», είπε ένας από τους Ιταλούς στρατιώτες. «Πού είναι οι στρατιώτες τους;».
«Μην υποτιμάς τους Τούρκους», είπε ο επικεφαλής των πεζοναυτών δίπλα του, που τους εφιστούσε την προσοχή. «Μπορεί να μοιάζουν με τσούρμο, αλλά μπορεί και να είναι φοβεροί πολεμιστές, όπως αυτοί που βρήκαμε στη Βόρεια Αφρική. Ας τους δείξουμε πώς μοιάζουν οι πραγματικοί στρατιώτες».
Ο Τζiουζέπε ήταν περήφανος για τους συμπατριώτες του, που είχαν ήδη παραταχθεί με τα σύγχρονα τουφέκια τους, έτοιμοι και προετοιμασμένοι για να προελάσσουν -ή να πολεμήσουν. Οι Τούρκοι, όμως, τους έκαναν χώρο για να περάσουν, και ακολούθησαν τον άντρα που τους μίλησε στην αποβάθρα, προς το μικρό κτίριο που στέγαζε τα γραφεία.
«Πολεμάμε αυτή τη φάρα από πέρσι, στη Λιβύη», είπε ο Τζiουζέπε. «Πώς στο διάολο κατάφεραν να μας αντισταθούν τόσο καιρό, αναρωτιέμαι».
«Ήμουν ένας από τους πρώτους που βγήκα στη στεριά, στην Τρίπολη», είπε ο πεζοναύτης. «Δεν είχαν θέληση να πολεμήσουν, και σύντομα πήραμε τον έλεγχο. Πάνω που νομίζαμε ότι θα καταρρεύσουν εμφανίστηκε το αραβικό ιππικό. Θεέ μου, είχαν υπέροχα άλογα! Αλλά είναι πολύ άγρια φυλή, αυτό σας το βεβαιώνω. Δεν παίρνουν αιχμαλώτους, και δεν θέλεις να ξέρεις τι κάνουν αν πας να κάνεις ότι παραδίνεσαι». Ο άντρας ανατρίχιασε όταν το θυμήθηκε. «Τέλος πάντων, σχεδόν μας συνέτριψαν και μας εγκλώβισαν. Ξεκινήσαμε τη μάχη με 20.000 άνδρες, αλλά όταν τελείωσε η μάχη, είχαμε απομείνει μόνο 1.000 άντρες.
«Ευτυχώς, εμείς…», έδειξε πίσω στο «Σαν Μάρκο», «…το Ναυτικό, είμαστε πολύ δυνατοί γι’ αυτούς. Δεν έχουν σύγχρονα πλοία για να τα βάλουν μαζί μας».
Ο Γκραμάτικα συνοδευόμενος από μια μικρή φρουρά πεζοναυτών, ακολούθησε τον Τούρκο αξιωματούχο μέσα στο κτήριο για να συναντήσει τον Διοικητή του νησιού. Μετά από μερικά λεπτά βγήκε μαζί με έναν άθλιο στην όψη Τούρκο που μίλησε στους αξιοθρήνητους συντρόφους του. Ο Ιταλός Διοικητής περίμενε ήρεμα μέχρι να τελειώσει. Στη συνέχεια απευθύνθηκε στο πλήθος. Τα λόγια του μεταφράστηκαν στα ελληνικά από έναν διερμηνέα που είχε έρθει με την ομάδα ξηράς από το «Σαν Μάρκο».
«Διεκδικήσαμε αυτό το νησί στο όνομα της ιταλικής κυβέρνησης. Η τουρκική διοίκηση θα φύγει. Θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με σεβασμό, και θα τους δοθεί κάθε βοήθεια που χρειάζεται για να φύγουν. Θα προβούμε αμέσως στη σύσταση νέας διοίκησης και η τάξη θα διατηρηθεί στο νησί».
Οι Έλληνες ακούγοντας τα λόγια του, ζητωκραύγασαν τους Ιταλούς και γιούχαραν τους Οθωμανούς, που τους έβλεπαν να το σκάνε με μια βάρκα που περίμενε να τους πάει στα γειτονικά τουρκικά παράλια.
Ο Γκραμάτικα γύρισε πίσω στο κτήριο και κάλεσε τους αξιωματικούς του να μπουν μέσα. «Υπάρχει πολλή δουλειά που πρέπει να γίνει εδώ και θέλω να σεβαστούμε τους Έλληνες κατοίκους που απελευθερώνουμε από τους Οθωμανούς. Θα αφήσουμε εδώ μια ομάδα ξηράς για να αναλάβει τη διοίκηση και να διατηρήσει την ειρήνη. Η προτεραιότητά μας, αφού βεβαιωθούμε ότι έχουν αποχωρήσει όλοι οι Οθωμανοί, θα είναι η διατήρηση της τάξης. Εν τω μεταξύ θέλω να βρείτε καταλύματα για τους άντρες».
Ο Τζιουζέπε βγήκε έξω με τον Γκραμάτικα και τον διερμηνέα. Η μικρή του ομάδα στρατιωτών ήταν ακόμα παραταγμένη και περίμενε διαταγές. Ο διερμηνέας επέστρεψε στο πλοίο για να αναφέρει στον κυβερνήτη του. «Υπάρχει κανείς που να μιλάει ελληνικά;» ρώτησε ο Γκραμάτικα τους άντρες του. Κανείς δεν απάντησε.
«Πώς θα βρούμε κατάλυμα αν δεν μπορούμε να μιλήσουμε στους ντόπιους;», ρώτησε τον φίλο του. Τότε, ένας ηλικιωμένος Έλληνας ήρθε κοντά του. «Με συγχωρείτε, κύριε», είπε στα αγγλικά.
«Ναι;», ρώτησε ο Τζιουζέπε.
«Μιλάς αγγλικά», ο Έλληνας έδειξε ανακουφισμένος. «Είμαι δάσκαλος. Οι φίλοι μου θέλουν να μάθουν τι συμβαίνει εδώ».
«Όπως εξηγήσαμε, ελευθερώνουμε αυτά τα νησιά από τους Τούρκους».
«Μα δεν χρειαζόμαστε απελευθερωτές», είπε ο άνθρωπος. Φάνηκε μπερδεμένος από τα λόγια του και έδειξε τους Τούρκους που αποχωρούσαν. «Μας είχαν αφήσει ήσυχους και δεν μπερδευόταν στα πόδια μας. Δεν ήταν πάρα πολλοί».
Ο Τζιουζέπε ήταν μπερδεμένος. «Αλλά κυβερνούσαν το νησί, έτσι δεν είναι; Παίρνουμε εμείς τον έλεγχο και σας ελευθερώνουμε.
«Από τι μας ελευθερώνετε; Δεν είμαστε φυλακισμένοι!».
«Λυπάμαι. Στ’ αλήθεια, δεν μπορώ να σας εξηγήσω, είμαι απλά ένας ναύτης. Θα προσπαθήσω να φέρω έναν από τους αξιωματικούς μας να σας μιλήσει. Παρεμπιπτόντως, μου έχει ζητηθεί να βρω κατάλυμα για τους άντρες μου. Μπορείτε να βοηθήσετε;».
«Κατάλυμα;».
«Στέγη, δωμάτια για να μείνουν».
«Εννοείτε ξενοδοχεία; Δεν έχουμε κάτι τέτοιο εδώ πέρα». Χαμήλωσε το βλέμμα του και σκέφτηκε για λίγο και μετά τους κοίταξε από την κορφή μέχρι τα νύχια. «Οι Τούρκοι είχαν κάποια σπίτια. Εάν έφυγαν στ’ αλήθεια, θα μπορούσες να βάλεις εκεί τους άντρες σου. Αλλά δε νομίζω ότι υπάρχουν αρκετά δωμάτια για όλους σας».
«Τότε θα πρέπει κάποιοι άντρες να φιλοξενηθούν σε σπίτια ιδιωτών».
«Θα πληρώσετε ενοίκιο;».
«Δεν το γνωρίζω αυτό. Δε νομίζω».
Ο άντρας έδειξε ενοχλημένος. «Ισχυρίζεσαι ότι μας απελευθερώνεις, αλλά σε εμένα φαίνεται ότι εσείς είστε χειρότεροι από τους Τούρκους». Στράφηκε πίσω στους Έλληνες που περίμεναν ανυπόμονα, και τους μίλησε πολύ γρήγορα στη γλώσσα τους. Γυρνώντας πίσω, είπε: «Θα σε πάμε στον δήμαρχο. Θα πρέπει να τα εξηγήσεις όλα σ’ αυτόν».
Ο Γκραμάτικα διέταξε τον Τζιουζέπε να πάει μαζί με τον γέρο. Εκείνος οδήγησε τον Ιταλό σε ένα άλλο γραφείο, όπου ένας παχουλός ντόπιος αξιωματούχος, καθισμένος και ιδρωμένος πίσω από ένα γραφείο, του συστήθηκε ως δήμαρχος του νησιού. «Ναι;», είπε.
Από τη συζήτηση που ακολούθησε, ο δήμαρχος φάνηκε να αναστατώνεται όσο ο γέρος του έλεγε τι είχε ακούσει από τον Τζιουζέπε. Ο γέρος στράφηκε πίσω για να μιλήσει στους Ιταλούς! «Είναι όπως σας τα είπα. Δεν έχουμε ανάγκη από απελευθερωτές και δεν έχουμε δωμάτια για τους άντρες σου, εκτός κι αν είστε διατεθειμένοι να πληρώσετε».
Ο Τζιουζέπε έμεινε αποσβολωμένος. «Καταλαβαίνω. Θα πρέπει να το συζητήσω με τον διοικητή μου. Σας ευχαριστώ». Έφυγε με την ουρά στα σκέλια, τρέχοντας έξω, και πήγε για να αναφέρει όσα ειπώθηκαν.
«Δεν θέλουν να απελευθερωθούν;». Ο Γκραμάτικα έμεινε κατάπληκτος. «Λοιπόν, δεν εξαρτάται από αυτούς να αποφασίσουν τι θέλουν». Και συνέχισε, κόντρα σε κάθε λογική: «Τους απελευθερώνουμε όπως και να έχει. Να τους γίνει κατανοητό, και πες τους να μας διαθέσουν στρατιωτικές κατοικίες. Αν δεν θέλουν να συνεργαστούν, θα πρέπει να τους αναγκάσουμε».
Ο Τζιουζέπε πήγε πίσω στο γραφείο του δημάρχου. Ο γέρος Έλληνας ήταν ακόμα εκεί. Στο γραφείο τώρα υπήρχε ένας στρογγυλός μπρούτζινος δίσκος πάνω σε ένα τρίποδο με ένα μεγάλο δίσκο πάνω του. Στον δίσκο υπήρχαν δύο μικρά άδεια φλιτζάνια. Ο δήμαρχος υποδέχτηκε τον Τζιουζέπε, δείχνοντάς του μια ελεύθερη καρέκλα, και ο Ιταλός κάθισε.