Michael Powell
Η Μοίρα των Τεσσάρων
Michael Powell
Η Μοίρα των Τεσσάρων
Μια ελληνική τραγωδία εν καιρώ πολέμου
Μετάφραση Ειρήνη Μ. Πολιά
Το παρόν είναι προϊόν μυθοπλασίας. Αν και είναι βασισμένο σε πραγματικά ιστορικά γεγονότα και περιλαμβάνει ορισμένους χαρακτήρες, που έχουν πεθάνει πια, τα περισσότερα από τα ονόματα, χαρακτήρες και περιστατικά, είναι είτε προϊόντα της φαντασίας του συγγραφέα ή χρησιμοποιούνται με ένα φανταστικό τρόπο. Οποιαδήποτε ομοιότητα μεταξύ φανταστικών χαρακτήρων και πραγματικών προσώπων, ζωντανών ή νεκρών, είναι καθαρά συμπτωματική.
Copyright 2017 – 2020 από τον Μάικλ Πάουελ.
Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος
Μεταφράστηκε από: Ειρήνη Μ. Πολιά
Πρώτη αναθεώρηση: 29/11/2018 (Με χάρτη)
http://www.foursdestiny.uk
Κεντρικοί Ήρωες – Πρόσωπα του βιβλίου
Πρόλογος
Ο Ρολφ Μιούλερ, ως επικεφαλής του σμήνους των βομβαρδιστικών τύπου Ju88, οδηγούσε τη μοίρα του από το αεροδρόμιο των Μεγάρων, που βρίσκονται στην ηπειρωτική Ελλάδα και ήταν υπό γερμανικό έλεγχο, προς τα Δωδεκάνησα. «Μια διαφορετική αποστολή για σήμερα, παιδιά», είπε στο πλήρωμά του. «Τελειώσαμε με την Κω, τώρα πάμε για Λέρο. Μπορεί να είναι μικρό νησί, αλλά είναι φορτωμένο με όπλα, και αυτό πρέπει να σταματήσει».
Τα δικινητήρια αεροπλάνα βούιζαν σε όλο το Αιγαίο, περνώντας από περιοχές που ήταν ήδη υπό γερμανικό κατοχή. Ένα άλλο νησιωτικό σύμπλεγμα, που εκτείνεται με μια νοητή γραμμή από το Βορρά έως το Νότο, ξεπρόβαλε από την ομίχλη στον ανατολικό ορίζοντα, τρεμοπαίζοντας κάτω από τον λαμπρό ήλιο. Κάτω τους, η θάλασσα, που κυμάτιζε απαλά από τους ήπιους ανέμους που φυσούσαν εκείνη την εποχή του χρόνου, παρέμενε ήρεμη και γαλήνια.
«Εκεί είναι!», είπε ο Ρολφ, δείχνοντας ένα νησί που ήταν σαν να είχε στριμωχτεί ανάμεσα στα δάχτυλα ενός γίγαντα, με δύο βαθιούς κόλπους σε κάθε πλευρά του και μια στενωπό ανάμεσά τους. Κατέβασε το αεροπλάνο σε χαμηλότερο ύψος και οδήγησε τη μοίρα του στο νοτιοδυτικό κόλπο, περνώντας πάνω από ψηλούς και κακοτράχαλους λόφους, μέχρι που είδε ένα βαθύ ορμίσκο. «Είμαστε τυχεροί», φώναξε, δείχνοντας δύο πολεμικά πλοία στο αγκυροβόλι. «Βλέπω τον στόχο!».
Ανέβασε το αεροπλάνο του ψηλά, πάνω από τον κόλπο, και το έφερε σε τέτοια κλίση ώστε να αρχίσει η απότομη κατάδυση, βάζοντας στόχο ένα από τα πλοία. Καθώς το έκανε αυτό, είδε συννεφάκια καπνού να βγαίνουν από τα όπλα του άλλου πολεμικού πλοίου. Ο στόχος του δεν φαινόταν να είχε εντοπίσει ακόμα τα γερμανικά βομβαρδιστικά, και μόνο όταν πέταξε πιο χαμηλά είδε άντρες να τρέχουν στις θέσεις τους, όπως τα μυρμήγκια σε πανικό. «Πολύ αργά, φίλοι μου», σκέφτηκε με άγρια χαρά.
Τα αντιτορπιλικά ήταν το ελληνικό πλοίο «Όλγα», που ήταν εκεί για να βοηθήσει το βρετανικό στόλο της Μεσογείου, και το βρετανικό πλοίο «Intrepid». Οι Βρετανοί πυροβολητές βρίσκονταν ήδη στις θέσεις τους όταν τα γερμανικά αεροπλάνα εμφανίστηκαν, και κατάλαβαν ότι θα τους επιτίθονταν, πριν οι Έλληνες βρουν χρόνο να αντιδράσουν.
Πάνω στο «Όλγα», ένας Βρετανός αξιωματικός, ο Γκόντφρι Τζέκινς, μιλούσε με έναν Έλληνα ναυτικό. Συζητούσαν για το σχέδιο μεταφοράς των συμπολεμιστών του της ομάδας της ερήμου Long Range Desert Group από τη βάση τους στη Χάιφα, που θα έρχονταν στη Λέρο για να ενισχύσουν την άμυνα του νησιού. Ο ναυτικός, ο Γιάννης Ραφτόπουλος, είχε γεννηθεί στο νησί και το γνώριζε καλά, παρόλο που είχε λείψει για μερικά χρόνια.
Ο Γιάννης, κοίταξε ψηλά ανήσυχος μόλις ακούστηκε η σειρήνα του πλοίου. «Βομβαρδιστικά», φώναξε. «Άντρες, τα όπλα σας»! Έτρεξε στο αντιαεροπορικό πολυβόλο του, αφήνοντας τον Γκόντφρι να κοιτάζει με τρόμο καθώς το προπορευόμενο μαχητικό αεροπλάνο της μοίρας μείωσε ταχύτητα κι ερχόταν καταπάνω τους.
Ψηλά στο λόφο, στα βόρεια του κόλπου, σε μια ιταλική αντιαεροπορική πυροβολαρχία, βρίσκονταν απογοητευμένοι Ιταλοί στρατιώτες. Ο κόσμος τους είχε αναποδογυρίσει δυο βδομάδες πριν, όταν η κυβέρνησή τους υπέγραψε ανακωχή με τους πάλαι ποτέ αντιπάλους τους, εναντίον των Γερμανών Ναζί, και ένιωθαν εξαπατημένοι.
Ένας από αυτούς, ο Μάρκο Μαλπάιζο, είχε γεννηθεί στο νησί. Το προηγούμενο βράδυ είχε συναντήσει τον παιδικό του φίλο, Γιάννη, τον οποίο δεν είχε δει για πολλά χρόνια. Αυτό σκεφτόταν τη στιγμή που ακούστηκε ο συναγερμός και κατάλαβε ότι το νησί ήταν υπό επίθεση.
Μια δυνατή έκρηξη ακολούθησε και ένα τεράστιο σύννεφο μαύρου καπνού σηκώθηκε πάνω από την κορυφογραμμή μπροστά του, που συνοδεύτηκε από την μανιασμένη αντεπίθεση από τα πλοία στον κόλπο. Ένα μεγάλο δικινητήριο αεροπλάνο εμφανίστηκε, πετώντας πολύ χαμηλά πάνω από το ύψωμα, με χτυπημένο τον ένα κινητήρα του και καπνό να βγαίνει από ένα φτερό. Ο Μάρκο, μόνος του ανάμεσα στους συμπολεμιστές του που είχαν παγώσει και δεν ήξεραν τι να κάνουν, προσπάθησε να στρέψει το όπλο του προς το χτυπημένο αεροσκάφος, που παρέπαιε όταν περνούσε από πάνω του και δεν είχε σταματήσει να πυροβολεί πηγαίνοντας προς τον διπλανό όρμο.
Κεφάλαιο 1
Λέρος 1912
Ο ήλιος έλαμπε στο γαλάζιο Αιγαίο ένα λαμπρό μαγιάτικο πρωινό του 1912. Το ιταλικό θωρηκτό «Σαν Μάρκο», κινούνταν προς την ανατολική ακτή της Καλύμνου, νησιού των Δωδεκανήσων, περνώντας από τον στενό πορθμό ανάμεσα σε αυτό και του νησιού της Λέρου. Ένας νεαρός δόκιμος αξιωματικός, ο Τζιουζέπε Μαλπάιζο, που είχε μόλις μετατεθεί στο μεγάλο πλοίο, ήταν στο κατάστρωμα και ατένιζε τη θάλασσα, καθώς περνούσαν δίπλα από δύο βραχονησίδες και έμπαιναν στον πλατύ όρμο της Αγίας Μαρίνας. Στην ακτή, είδε μια συστάδα πλούσιων νεοκλασικών σπιτιών, που εκτεινόταν κατά μήκος της ακτής, σε μια ρηχή κοιλάδα του νησιού. Από πίσω τους, υψωνόταν ένας απόκρημνος λόφος και ένα μεγαλοπρεπές βενετσιάνικο κάστρο στεκόταν από κάτω με μια σειρά στρογγυλών πυργίσκων. Στον καθένα από αυτούς έβλεπες να ανεμίζουν καραβόπανα..
«Θεέ μου, κοίτα εκεί!», είπε ο Τζιουζέπε, «Τι φανταστικό μέρος!».
Το πολεμικό πλοίο έστριψε στον κόλπο και κατευθύνθηκε προς τα κτίρια ,ακριβώς πέρα από την είσοδό του. Ο καπετάνιος απευθύνθηκε στον Τζιουζέπε και τους συντρόφους του.
«Ετοιμαστείτε να επανδρώσετε τις λέμβους του πλοίου. Κάθε αξιωματικός θα συνοδεύεται από ένα απόσπασμα πεζοναυτών. Μόλις ρίξουμε άγκυρα θέλω τα σκάφη να καθελκυστούν και να επανδρωθούν».
Ένας από τους αξιωματικούς ρώτησε: «Αναμένουμε προβλήματα;».
«Ειλικρινά, ελπίζω πως όχι. Μας είπαν ότι υπάρχει μόνο μια μικρή διοικητική δύναμη εδώ, αλλά μπορεί να υπάρχουν και στρατιώτες. Καταλαμβάνουμε όλες τις Νότιες Σποράδες και δεν φαίνεται να υπάρχει μεγάλη δυσκολία, εκτός από τη Ρόδο. Οι Τούρκοι έχουν παραδοθεί χωρίς καμία αντίσταση. Εκτός αν δημιουργήσουν προβλήματα, θέλω να τους φέρεστε σαν ανεπιθύμητους επισκέπτες και να τους προτρέψετε να φύγουν!».
Το καταδρομικό πλοίο έριξε άγκυρα στον κόλπο. Ο Τζιουζέπε και οι σύντροφοί του ήταν έτοιμοι και περίμεναν, και όταν τα σκάφη του πλοίου αναχώρησαν, πήδηξαν γρήγορα και μπήκαν μέσα. Οι ναυτικοί κωπηλάτησαν με ταχύτητα προς την αποβάθρα.
Ο Τζιουζέπε, που δεν είχε βρεθεί ξανά στο πεδίο της μάχης, ένιωσε ένα νευρικό σφίξιμο στο στομάχι του καθώς απομακρυνόταν μακριά από την ασφάλεια του πλοίου. Αν και θεωρητικά ήταν επικεφαλής της λέμβου, γνώριζε ότι οι ναυτικοί που κωπηλατούσαν στην πραγματικότητα έπαιρναν διαταγές από τον έμπειρο λοστρόμο που είχε μαζί του. Καθώς πλησίαζαν στην ακτή μπορούσε να δει μια μικρή ομάδα αντρών παραταγμένη στην αποβάθρα. Οι πεζοναύτες που ήταν στη λέμβο είχαν το δάκτυλο στη σκανδάλη, εν αναμονή μιας πιθανής επίθεσης.
«Ήρεμα, παιδιά, να είστε ψύχραιμοι. Δεν θέλω λάθη. Όχι πυροβολισμούς αν δεν το διατάξω», φώναξε από μια άλλη βάρκα ο Γκραμάτικα, ο διοικητής τους.