Powell Michael - Η Μοίρα Των Τεσσάρων стр 3.

Шрифт
Фон

«Καφέ;», τον ρώτησε, και όταν εκείνος έγνεψε καταφατικά, φώναξε σε κάποιον στο διπλανό δωμάτιο. Μια γραμματέας ήρθε και πήρε τον δίσκο. Δεν είπαν τίποτα, μέχρι που η κοπέλα επέστρεψε με τον δίσκο και τρία φλιτζάνια δυνατού γλυκού καφέ, αγαπημένου, τόσο των Ελλήνων, όσο και των Τούρκων. Όλοι πήραν από ένα φλιτζάνι. Ο Τζιουζέπε ήπιε μια μεγάλη γουλιά. Συνηθισμένος στον δυνατό ιταλικό εσπρέσο, έμεινε έκπληκτος από τη γλυκύτητα του καφέ και το ότι γέμισε το στόμα του με κατακάθια από τον πάτο του φλιτζανιού. Τα κατάπιε, προσπαθώντας να μην δείξει την δυσφορία του.

Ο δήμαρχος είπε κάτι και ο γέρος μετέφρασε: «Λοιπόν;».

Ο Τζιουζέπε επανέλαβε αυτά που του είχε πει ο διοικητής του. Οι Έλληνες πρέπει να βρουν στέγη για τους Ιταλούς και δεν θα πρέπει να περιμένουν να τους καταβληθεί ενοίκιο. Το νησί τώρα τελούσε υπό τον έλεγχο ιταλικής διοίκησης και ο Ιταλός διοικητής του υποσχέθηκε ότι θα βελτιωνόταν η κατάσταση για τους Έλληνες, αλλά απαιτούσε την πλήρη συνεργασία τους.

Οι Ιταλοί ξεκαθάρισαν τη θέση τους. Ο δήμαρχος αναστέναξε, και φάνηκε τρομερά εκνευρισμένος. «Πολύ καλά, δεν μπορούμε να σας πολεμήσουμε, ούτε και θέλουμε», μετέφρασε ο γέρος. «Θα βρούμε κατοικίες για τους άντρες σας και ελπίζουμε ότι θα μας σεβαστείτε και θα μας επιτρέψετε να συνεχίσουμε τη ζωή μας όπως ήταν πριν «μας απελευθερώσετε». Τόνισε με σαρκασμό τη λέξη.

Συμφώνησαν με βαριά καρδιά. Οι Ιταλοί που θα παρέμεναν στο νησί θα φιλοξενούνταν αρχικά σε ξενοίκιαστες κατοικίες. Ο δήμαρχος πρόσφερε στον Τζιουζέπε ένα δεύτερο φλιτζάνι καφέ. Δέχτηκε, ανακουφισμένος που η αρχική "παγωμάρα" είχε περάσει. Αυτή τη φορά σιγουρεύτηκε ότι ήπιε μόνο λίγο, από το χείλος του φλιτζανιού. Χαιρετίστηκαν φιλικά και έφυγε από το γραφείο για να επιστρέψει στους άντρες του.

Ο Γκραμάτικα ζήτησε από τους άντρες να χαλαρώσουν και να ξεκουραστούν. Κάθισαν έξω από ένα μικρό μπαρ. Βολεύτηκαν κάτω από καλάμια μπαμπού που κρατούσαν τη σκιά, δεμένα σε ένα ξύλινο σκελετό. O Γκραμάτικα φώναξε τον Τζiουζέπε να καθίσει δίπλα του σε ένα μικρό τραπέζι. «Πώς τα πήγες μ’ αυτούς;». «Καλά», είπε ο Τζιουζέπε. «Συμφώνησαν να μας στεγάσουν σε σπίτια τώρα που ηρέμησαν τα πράγματα. Δεν χαίρονται ιδιαίτερα που ξεφορτωνόμαστε τους Τούρκους, όμως».

«Όχι, το κατάλαβα αυτό. Ο διερμηνέας μας επέστρεψε πριν από λίγα λεπτά και μου είπε ότι θεωρούν ότι η «απελευθερωτική» μας δύναμη μοιάζει περισσότερο με δύναμη κατοχής. Θες μια μπύρα;».

Πήρε τη σιωπή του Τζιουζέπε για συγκατάθεση και κάλεσε μια σερβιτόρα: «Δύο μπίρες». Εκείνη κούνησε το κεφάλι, κοιτάζοντας απορημένα. Πήγε στο πίσω μέρος του μπαρ και επέστρεψε με δύο μπύρες. Κοίταξε καχύποπτα τα χρήματα που της έδωσε και είπε κάτι στα ελληνικά.

«Αυτά είναι ιταλικά χρήματα», της είπε. «Ιταλική λίρα. Κατάλαβες; Capisci;».

Κούνησε το κεφάλι της, είπε κάτι ακόμα και άφησε πάλι τα χρήματα στο τραπέζι. Εκείνη τη στιγμή μπήκε ο γέρος στο μαγαζί και ο Τζιουζέπε τον φώναξε. «Μπορείς να εξηγήσεις σ’ αυτό το κορίτσι ότι αυτά είναι ιταλικά χρήματα; Περνάνε κι εδώ».

Ο γέρος μίλησε στο κορίτσι στα ελληνικά. Εκείνη τα έπιασε από το τραπέζι και εξέτασε προσεκτικά τα νομίσματα, διαβάζοντας τα τυπωμένα στοιχεία. Ο γέρος μετέφρασε την απάντησή της: «Δεν ξέρω πόσο αξίζουν αυτά. Τα παίρνω, αλλά εάν με κλέψατε, θα παραπονεθώ στον δήμαρχο».

«Δεν το θέλουμε αυτό, έτσι δεν είναι;», είπε ο Γκραμάτικα. Της έδωσε ακόμα μερικά νομίσματα. «Αυτά πρέπει να είναι αρκετά».

Τους κοίταξε καχύποπτα και πάλι. Πήγε στο πίσω μέρος του μπαρ και τοποθέτησε προσεκτικά τα νομίσματα στο ταμείο.

«Να και κάτι άλλο που πρέπει να διευθετήσουμε… Τα χρήματα», είπε ο Γκραμάτικα, με έναν αναστεναγμό.

Αφού βοήθησε να τακτοποιηθούν οι άντρες στις κατοικίες, ο Τζιουζέπε ανακουφίστηκε όταν τον διέταξαν να επιστρέψει στο πλοίο για να αναφέρει στον καπετάνιο.

«Λοιπόν, Μαλπάιζο, τι θα κάνουμε τώρα με σένα; Χρειαζόμαστε αξιωματικούς στην ξηρά για να μετατρέψουμε αυτό τον τόπο σε ναυτική βάση για τον στόλο μας. Και αυτό σημαίνει ότι χρειαζόμαστε καλούς μηχανικούς. Είναι μια καλή ευκαιρία για σένα να εξασκήσεις το επάγγελμα που θες να σπουδάσεις», είπε ο λοχαγός. «Θες να μείνεις εδώ, ή θα συνεχίσεις μαζί μας;».

«Είναι τιμή μου μου να είμαι στις διαταγές σας κύριε, αλλά θα προτιμούσα να μείνω στο πλοίο. Έχω πολλά ακόμα να μάθω».

Αφήνοντας τον Γκραμάτικα και ένα απόσπασμα πεζοναυτών στο νησί, το «Σαν Μάρκο» απέπλευσε για να ενωθεί με τον υπόλοιπο ιταλικό στόλο. Όλα τα Δωδεκάνησα είχαν καταληφθεί με πολύ μικρή αντίσταση, και η ιταλική σημαία σύντομα κυμάτιζε στην πρωτεύουσα κάθε νησιού.

Ταξίδεψαν βόρεια μέχρι τα Δαρδανέλια, τον στενό πορθμό που οδηγεί από το βορειοανατολικό Αιγαίο στην τότε τουρκική πρωτεύουσα, την Κωνσταντινούπολη. Εκεί ενίσχυσαν μια μάλλον αδιάφορη επίθεση ιταλικών τορπιλακάτων εναντίων τουρκικών στρατιωτικών θέσεων. Αποσύρθηκαν σύντομα και επέστρεψαν στο ιταλικό λιμάνι του Μπρίντεζι.

Για τον Τζιουζέπε, οι τελευταίες εβδομάδες του πολέμου ήταν σκέτη απογοήτευση και αναρωτιόταν αν θα ήταν καλύτερα να είχε μείνει στη Λέρο με τον φίλο του, τον Γκραμάτικα.

****

Μετά τη λήξη του Ιταλοτουρκικού πολέμου, ο Τζιουζέπε δέχτηκε μια θέση στο πανεπιστήμιο για να σπουδάσει μηχανικός, και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος του Α' Παγκοσμίου πολέμου μελετώντας στην Πίζα, κοντά στην ιταλική ναυτική βάση της Λα Σπέτσια. Δεν υπηρετούσε πια στο Ναυτικό, αλλά κράτησε επαφή με κάποιους συναδέλφους του από το «Σαν Μάρκο».

Το Πανεπιστήμιο της Πίζας ήταν πολύ γνωστό για τις σπουδές γλωσσολογικής κατεύθυνσης. Λόγω της πολεμικής εμπειρίας που είχε στο Αιγαίο, ο Τζιουζέπε είχε ενδιαφερθεί για τον ελληνικό πολιτισμό και αποφάσισε να παρακολουθήσει μαθήματα ελληνικών, ως επικουρικό μάθημα στις βασικές σπουδές του. Αυτό περιλάμβανε την μελέτη αρχαίων ελληνικών, αλλά ο καθηγητής του που γνώριζε ελληνικά, επέμεινε ότι οι μαθητές του θα πρέπει να μάθουν να συνομιλούν στα Νέα Ελληνικά.

Είχε νοικιάσει ένα δωμάτιο σε μια φτωχογειτονιά της Πίζας, που έβλεπε σε έναν πολυσύχναστο δρόμο. Όταν μελετούσε παρακολουθούσε από το παράθυρό του τους διαβάτες στο δρόμο να βαδίζουν προς και από την στάση του τοπικού λεωφορείου. Ένα συγκεκριμένο κορίτσι του τράβηξε την προσοχή. Τα ξανθά της μαλλιά και η ψηλόλιγνη φιγούρα της την έκαναν να ξεχωρίζει από τις συνήθως μελαχρινές Ιταλίδες. Κάθε μέρα την έβλεπε να πηγαίνει στη στάση και να περιμένει το λεωφορείο, και τα βράδια περίμενε να την δει να επιστρέφει. Ήταν ψηλή και λεπτή και περπατούσε με χάρη.

Ένα βράδυ, όταν εκείνη έβγαινε από το λεωφορείο, είδε μια συντροφιά νεαρών αντρών να περιφέρονται στον δρόμο και να πηγαίνουν κοντά της. Το παράθυρό του ήταν ανοιχτό και τους άκουσε να της φωνάζουν: “Ciao, cara, comé sta?”; Τους αγνόησε και συνέχισε να περπατά, αλλά έτρεξαν και στάθηκαν μπροστά της. Καθώς προσπαθούσε να περάσει ανάμεσά τους, την εμπόδισαν να τους προσπεράσει, και ένας από αυτούς την άρπαξε από το μπράτσο: «Έλα μωρό μου, τι έπαθες;».

Δεν απάντησε, και προσπάθησε να απελευθερώσει το χέρι της από τη λαβή του, αλλά εκείνος δεν την άφηνε. «Άσε με ήσυχη!».

«Όχι, μην κάνεις έτσι. Απλώς θέλουμε να σου μιλήσουμε, αυτό είναι όλο», είπε ο βασανιστής της. Ένας άλλος νεαρός χαμογέλασε ειρωνικά.

«Άφησέ με να φύγω», είπε εκείνη προσπαθώντας να ξεφύγει.

«Μα απλώς θέλουμε να σε γνωρίσουμε καλύτερα», είπε, και την έσπρωξε σε ένα κτήριο. Οι άλλοι την περικύκλωσαν όταν εκείνος προσπάθησε να την φιλήσει. Και τότε εκείνη άρχισε να παλεύει σκληρά, σπρώχνοντάς τον όσο πιο δυνατά μπορούσε πάνω στο τείχος που είχαν σχηματίσει οι φίλοι του.

Ο Τζιουζέπε δεν μπορούσε να το αφήσει άλλο αυτό να συνεχιστεί. Έτρεξε έξω από το διαμέρισμα, κατέβηκε τις σκάλες και βγήκε στον δρόμο. «Έι, αφήστε την ήσυχη!», φώναξε.

Ваша оценка очень важна

0
Шрифт
Фон

Помогите Вашим друзьям узнать о библиотеке

Скачать книгу

Если нет возможности читать онлайн, скачайте книгу файлом для электронной книжки и читайте офлайн.

fb2.zip txt txt.zip rtf.zip a4.pdf a6.pdf mobi.prc epub ios.epub fb3

Популярные книги автора