Maurizio Dagradi - Κριτήριο Λάιμπνιτς стр 8.

Шрифт
Фон

Ο Μαρρόν, αντίθετα, αφηνόταν πλήρως στα πρωτόγονα ένστικτα, γινόταν ένα ζώο, που κυριευόταν από τις ορμόνες και συμπεριφερόταν αναλόγως. Το τέλος της συνουσίας ήταν, συχνά, εκρηκτικό, αλλά εκείνο το βράδυ έφτασε σε έναν παροξυσμό, μεγαλύτερο από όλες τις άλλες φορές.

Η Σαρλίν έφυγε για να κάνει ντους και σκεφτόταν το αγόρι.

Το τόσο παρεξηγημένο γυναικείο ένστικτο είναι, παρόλα αυτά, μία μεγάλη αλήθεια. Πράγματι, αισθανόταν ότι υπήρχε κάτι καινούργιο, σχετικά με τον αρραβωνιαστικό της. Ίσως, μπορούσε να είναι μία μεγαλύτερη έλξη για εκείνη, αλλά δε της φαινόταν πιθανό, καθώς ο Μαρρόν ήταν τόσο ερωτευμένος, που μία μεγαλύτερη έλξη δε θα ήταν δυνατή.

Το νερό κυλούσε καυτό και ευχάριστο, της έκανε ένα γενναιόδωρο μασάζ και την ανακούφιζε, μετά από όλη αυτή την κίνηση.

«Όχι, κάτι άλλο είναι», σκέφτηκε η Σαρλίν, «Πάνω από μία φορές, απόψε, ήταν έτοιμος να μου πει κάτι, μα πάντα το συγκρατούσε. Ποιος ξέρει γιατί;»

Έκλεισε το νερό του ντους και μπήκε σε ένα κίτρινο, μαλακό και αφράτο μπουρνούζι.

Σκουπίστηκε ζωηρά, τρίβοντας με ενέργεια όλο της το κορμί, ταμπονάροντας τα μαλλιά της και, στο τέλος, ξεκίνησε να τα στεγνώνει με το πιστολάκι.

«Δεν θα πρέπει να είναι δύσκολο να το ανακαλύψω», κατέληξε με ένα πονηρό χαμόγελο.

Κεφάλαιο VI

Εκείνη την ίδια βραδιά, ο Πρύτανης ΜακΚίντοκ είχε τελειώσει την πολλοστή ημέρα δουλειάς στο Πανεπιστήμιο. Ήταν, ως συνήθως, μία δύσκολη ημέρα. Η διαχείριση μίας κολοσσιαίας δομής, όπως αυτή, ήταν ένα εξαιρετικά πολύπλοκο έργο και, ταυτόχρονα, δυσάρεστο, καθώς οι αποφάσεις που λαμβάνονταν προς όφελος κάποιου, δυσαρεστούσαν κάποιον άλλον και, με ένα προσωπικό άνω των 10.000 καθηγητών, οι στατιστικές ενεργούσαν με τρόπο ακριβή και αδυσώπητο: ό,τι κι αν έκανε εκείνος, ήταν γραφτό, κάθε μέρα, να δημιουργεί κι έναν καινούργιο εχθρό. Έναν εχθρό που θα έπρεπε, στη συνέχεια, να ξανακερδίσει αποδεχόμενος, ενδεχομένως, κάθε κίνησή του, χωρίς πολλά παράπονα, πράγμα που θα του δημιουργούσε νέους εχθρούς κάπου αλλού.

Αυτή, λοιπόν, ήταν η δουλειά του και το πεπρωμένο του. Αγαπητός και σεβαστός και, ταυτόχρονα, μισητός και αντικείμενο ύβρεως. Και ποτέ από τα ίδια άτομα, για περισσότερο από δύο συνεχόμενες εβδομάδες.

Τουλάχιστον να είχε έναν εχθρό που να γνώριζε καλά ποιος είναι, από τον οποίο να μπορεί να φυλάγεται. Αντίθετα, ενώ περπατούσε στα ανθισμένα μονοπάτια που οδηγούσαν στα διάφορα κτήρια του συγκροτήματος του Πανεπιστημίου, ή ενώ διέσχιζε κάποιο γραφείο γεμάτο υπαλλήλους, ή περνώντας ακόμη και στους διαδρόμους, ανάμεσα στις αίθουσες, του φαινόταν ότι βρισκόταν σε ένα μονοπάτι που ελεγχόταν από ελεύθερους σκοπευτές έτοιμους να τον πυροβολήσουν, στην πρώτη λάθος κίνηση. Ο καθηγητής που σήμερα τον χαιρετούσε χαμογελώντας, μπορούσε να είναι ο ίδιος που μέσα σε ένα-δύο μήνες θα τον κακολογούσε και θα τον χλεύαζε με συναδέλφους.

Ήταν μία άσχημη ζωή, αλλά ήταν εκείνη που είχε επιλέξει και για την οποία είχε επιλεγεί, οκτώ χρόνια πριν. Η ανταμοιβή, όμως, ήταν μεγάλη. Διοικούσε το πιο μεγάλο Πανεπιστήμιο της χώρας κι αυτό του έδινε πολύ μεγάλο κύρος, μία προσωπική επιβεβαίωση, που λίγοι μπορούσαν να νιώσουν και, για την οποία, πολλοί τον ζήλευαν.

Και γι’αυτό ήταν μόνος.

Μόνος σαν αδέσποτο σκυλί. Από την κορυφή του βάθρου της δύναμής του, η απόσταση με τους ανθρώπους που τον περιέβαλλαν ήταν τόση που οι ανθρώπινες σχέσεις ήταν αδύνατες.

Η γυναίκα του είχε ήδη φύγει εδώ και χρόνια, μνημονεύοντάς τον ως έναν ελαττωματικό οργανισμό, που λειτουργούσε μόνο στον εργασιακό χώρο, ο οποίος τροφοδοτούνταν από την έπαρση και την αυταρέσκεια, ενώ στο σπίτι, ως σύζυγος, ήταν εντελώς άχρηστος και ανίκανος. Δεν ήξερε να την κατανοεί, δεν ήξερε ούτε να σκέφτεται μία γυναίκα, πάντα αφοσιωμένος στη δική του εξέλιξη, σε υποχρεώσεις πιο σημαντικές και με μεγαλύτερο κύρος αλλά, στο μεταξύ, στείρες και απομακρυσμένες από συναισθήματα. Δεν είχαν παιδιά, έτσι όταν εκείνη βαρέθηκε να ζει σαν μία γνωστή του, απλώς άλλαξε διεύθυνση και ξεκίνησε όλες τις διαδικασίες για το διαζύγιο, με μία φίλη της δικηγόρο. Ούτε μιλούσαν, πια, μεταξύ τους.

Αρχικά, ο ΜακΚίντοκ δεν είχε αντιληφθεί το συμβάν. Δεν περνούσε πολύ χρόνο στο σπίτι κι, όταν ήταν εκεί, δεν είχε μεγάλη έφεση στις οικογενειακές σχέσεις. Το άγχος της δουλειάς τον βάραινε, εκείνη την εποχή, και το να έχει και τη γυναίκα του μέσα στα πόδια του τον εκνεύριζε πολύ. Προτιμούσε να είναι μόνος του, στον κήπο ή τη βιβλιοθήκη.

Μετά από μία εβδομάδα, από την αναχώρησή της, ωστόσο, ο ΜακΚίντοκ επιστρέφοντας στο σπίτι είχε βρει την υπηρέτρια, η οποία άφηνε κάποιες βαλίτσες κοντά στην πόρτα. Όταν τη ρώτησε σχετικά, εκείνη πήρε ένα ύφος ντροπής και τον ενημέρωσε ότι η γυναίκα του είχε κανονίσει την αποστολή των προσωπικών της αντικειμένων, στην καινούργια της διεύθυνση.

Σαν να ξύπνησε από όνειρο που έβλεπε ενώ ήταν ξύπνιος, κοίταξε μέσα, ψάχνοντας ενστικτωδώς τη γυναίκα του και, μόνο τότε, κατάλαβε την πραγματική κατάσταση.

Κλείστηκε στον εαυτό του, γεμάτος ενοχή αλλά, ταυτόχρονα, ανίκανος να ξεπεράσει το εμπόδιο που ο ίδιος είχε δημιουργήσει, μέσα σε πολλά χρόνια στείρας συζυγικής ζωής.

Και ξεκίνησε τη ζωή του ως ένας μοναχικός άνδρας. Μόνο, λίγο πιο μόνος από ότι ήταν πριν.

Μέχει να γνωρίσει τη Σίνθια.

Περίπου πριν ένα χρόνο, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει μία εβδομάδα διακοπών, για να συμμετάσχει σε ένα συνέδριο στο Μπέρμιγχαμ και, αφού αυτό θα διαρκούσε για τρεις συνεχόμενες ημέρες, έκλεισε ένα δωμάτιο σε ξενοδοχείο.

Ένα βράδυ ήταν στο μπαρ, μετά από μία ημέρα την οποία πέρασε ακούγοντας κάποιες σπουδαίες προσωπικότητες της ελληνικής μυθολογίας σε έναν πολύ ζωντανό, δημόσιο διάλογο, σχετικά με τις διάφορες δυνατές μεταφράσεις των επιγραφών που ήταν χαραγμένες στο κάλυμμα μίας λάρνακας, η οποία είχε ανακαλυφθεί, πρόσφατα, στην Κόρινθο.

Ήταν το στοιχείο του, το αντικείμενο στο οποίο είχε φυσική κλίση και πάνω στο οποίο έκανε την πρώτη του ειδικότητα, διδάσκοντάς το για πολλά χρόνια, επιβλέποντας σημαντικά ερευνητικά προγράμματα και παρέχοντας συμβουλές στα μεγαλύτερα ιδρύματα του κόσμου, τα οποία είχαν αναλάβει τη διατήρηση του Κλασσικού πολιτισμού.

Όλα αυτά, προτού το καθήκον του Πρύτανη του προβάλλει μία νέα διάσταση, πολύ διοικητική και λίγο πολιτιστική κι, επιπλέον, με τη συγγενή έννοια της κολακευτικής εξουσίας. Έκτοτε, τον ικανοποιούσε να ακολουθεί τις έρευνες των άλλων, να παρέχει συμβουλές στις νέες εκδόσεις, πάνω στο αντικείμενο, να συμμετέχει σε σεμινάρια, όταν μπορούσε.

Εκείνο το βράδυ δεν είχε ύπνο και καθόταν στον πάγκο του μπαρ του ξενοδοχείου, πίνοντας σκεπτικός ένα ουίσκι pure malt, πολύ παλαιωμένο. Ήταν ο μόνος εναπομείνας πελάτης, παρόλο που η ώρα δεν ήταν πολύ περασμένη. Ο μπάρμαν γυάλιζε, για τρίτη φορά, τα κρυστάλλινα ποτήρια. Τα φώτα ήταν χαμηλά και οι αποχρώσεις του πολύτιμου ξύλου, που χαρακτήριζε τη διακόσμηση, εξέπεμπαν ηρεμία, κάνοντάς τον να νιώθει άνετα.

Ετοιμαζόταν να πιει κάποιο άλλο είδος λικέρ, όταν, απρόσμενη και αόρατη, η μυρωδιά ενός απίστευτα θηλυκού αρώματος τον τύλιξε, πιάνοντάς τον εντελώς απροετοίμαστο και κάνοντάς τον να γυρίσει το κεφάλι, για μία στιγμή. Έμεινε ακίνητος στη θέση του, σαν να είχε πετρώσει, πλήρως βυθισμένος στο άρωμα. Στα αριστερά του εμφανίστηκε μία γυναίκα, πολύ καλά ντυμένη, με πολύ σίγουρη και κομψή στάση, η οποία ενώ στεκόταν όρθια, λίγο απομακρυσμένη από τον πάγκο, έκανε την παραγγελία της:

<Σερί. Ευχαριστώ>.

Η φωνή ήταν ζεστή, κοντράλτο, τέλεια ελεγχόμενη, σαν ανθρώπου συνηθισμένου να μιλά σε κοινό, σε ένα κοινό μορφωμένο και προσηλωμένο.

Ο ΜακΚίντοκ την παρατήρησε με την άκρη του ματιού του, προσπαθώντας να μη δείξει ενδιαφέρον.

Ваша оценка очень важна

0
Шрифт
Фон

Помогите Вашим друзьям узнать о библиотеке

Скачать книгу

Если нет возможности читать онлайн, скачайте книгу файлом для электронной книжки и читайте офлайн.

fb2.zip txt txt.zip rtf.zip a4.pdf a6.pdf mobi.prc epub ios.epub fb3

Популярные книги автора