Maurizio Dagradi - Κριτήριο Λάιμπνιτς стр 12.

Шрифт
Фон

Η Σίνθια ηρέμησε, ο οργασμός τελείωσε και η ανάσα επανήλθε στα κανονικά της επίπεδα. Τον κοίταξε στο πρόσωπο με μάτια που έβγαζαν αστραπές και του έδωσε ένα δυνατό χαστούκι στο αριστερό μάγουλο.

<Μαλάκα!> φώναξε, μετά απομακρύνθηκε από εκείνον, κατέβηκε στο κρεβάτι κι αποκοιμήθηκε αμέσως.

Ο ΜακΚίντοκ δεν κινήθηκε καθόλου και παρέμεινε ντροπιασμένος να κοιτά το ταβάνι, με το μάγουλό του να καίει σαν αναμμένο κάρβουνο.

Είχε εκσπερματίσει, μόλις άρχισε να επιταχύνει η Σύλβια.

Βαθιά νύχτα.

Η Σίνθια κοιμόταν ελαφριά και ξύπνησε αμέσως, όταν το κεφάλι της συνειδητοποίησε την αλλαγή του ήχου στο βάθος. Μέχρι τώρα, το δωμάτιο ήταν πολύ ήσυχο, αλλά τώρα, μία φωνή κάτι μουρμούριζε.

Γυρίζοντας αργά το κεφάλι της, η Σίνθια αναζήτησε την πηγή εκείνης της φωνής και στο φως που είχε απομείνει είδε τον ΜακΚίντοκ να μιλά στον ύπνο του. Ήταν ακόμη απλωμένος, όπως τον άφησε, φορώντας μόνο το ανοικτό μπουρνούζι και η χροιά της φωνής του όλο και πιο ιδιαίτερη με κάθε λέξη που πρόφερε:

<Ἄρτεμιν ἀείδω χρυσηλάκατον, κελαδεινήν,παρθένον αἰδοίην, ἐλαφηβόλον, ἰοχέαιραν,αὐτοκασιγνήτην χρυσαόρου Ἀπόλλωνος,ἣ κατ’ ὄρη σκιόεντα καὶ ἄκριας ἠνεμοέσσαςἄγρῃ τερπομένη παγχρύσεα τόξα τιταίνειπέμπουσα στονόεντα βέλη>.

Η Σίνθια αναγνώρισε τον ομηρικό ύμνο νούμερο 27, με τίτλο «Στην Άρτεμη» και αφιερωμένο στη Θεά.

Τον ήξερε πολύ καλά, αφού από όλους τους ύμνους που γράφτηκαν προς τιμήν της Αρτέμιδας, αυτός ήταν ο αγαπημένος της.

Ο ΜακΚίντοκ συνέχιζε απτόητος, σαν να απάγγελνε στο μάθημα:

<τρομέει δὲ κάρηνα

ὑψηλῶν ὀρέων, ἰάχει δ’ ἔπι δάσκιος ὕλη δεινὸν ὑπὸ κλαγγῆς θηρῶν, φρίσσει δέ τε γαῖα πόντος τ’ ἰχθυόεις: ἣ δ’ ἄλκιμον ἦτορ ἔχουσα πάντη ἐπιστρέφεται θηρῶν ὀλέκουσα γενέθλην>

Στην πραγματικότητα, η απαγγελία ήταν έντονη, εκφραστική κι εκείνος συμμετείχε με όλο του το είναι. Στο μυαλό του ΜακΚίντοκ εκείνο το άσμα θα πρέπει να ήταν αποτυπωμένο με όλη την επεξήγηση που του έδινε. Έτσι, όλο αυτό έβγαινε και κατά τη διάρκεια της ασυνείδητης απαγγελίας.

<Αὐτὰρ ἐπὴν τερφθῇ θηροσκόπος ἰοχέαιρα,

εὐφρήνῃ δὲ νόον, χαλάσασ’ εὐκαμπέα τόξα ἔρχεται ἐς μέγα δῶμα κασιγνήτοιο φίλοιο, Φοίβου Ἀπόλλωνος, Δελφῶν ἐς πίονα δῆμον, Μουσῶν καὶ Χαρίτων καλὸν χορὸν ἀρτυνέουσα.>

Σε αυτό το σημείο, η Σίνθια άρχισε να απαγγέλλει χαμηλόφωνα, ακολουθώντας τον ΜακΚίντοκ.

<ἔνθα κατακρεμάσασα παλίντονα τόξα καὶ ἰοὺς

ἡγεῖται χαρίεντα περὶ χροὶ̈ κόσμον ἔχουσα, ἐξάρχουσα χορούς: αἳ δ’ ἀμβροσίην ὄπ’ ἰεῖσαι ὑμνεῦσιν Λητὼ καλλίσφυρον, ὡς τέκε παῖδας ἀθανάτων βουλῇ τε καὶ ἔργμασιν ἔξοχ’ ἀρίστους. χαίρετε, τέκνα Διὸς καὶ Λητοῦς ἠυκόμοιο: αὐτὰρ ἐγὼν ὑμέων τε καὶ ἄλλης μνήσομ’ ἀοιδῆς..>

Ο ύμνος είχε τελειώσει και ήταν γεμάτος αίγλη, θαυμάσιος, αφήνοντάς βαθιά ικανοποιημένη.

Πολλά χρόνια πριν, είχε αναζητήσει την προέλευση του ονόματός της και είχε πέσει πάνω στην Αρτέμιδα. Είχε μεγάλο πάθος με τον μύθο που της έφερνε στη μνήμη όλα όσα αφορούσε και την ευχαριστούσε που ο ΜακΚίντοκ τον επαινούσε ακόμη και στον ύπνο του.

Ανακάθισε στο κρεβάτι, γυμνή όπως ήταν και χαμογέλασε με μητρικό ύφος, κοιτώντας τον άντρα που κοιμόταν. Πήρε την κουβέρτα που ήταν ακουμπισμένη κοντά στο μαξιλάρι, την ξεδίπλωσε και την άπλωσε απαλά, στον κορμό και τα πόδια του ΜακΚίντοκ, καλύπτοντάς τον, μετά μπήκε κάτω από τα σκεπάσματα, έσβησε το φως, γύρισε στο πλάι και ξανακοιμήθηκε αμέσως.

Εκείνη την πρώτη συνάντησή τους σκεφτόταν ο ΜακΚίντοκ, ενώ έκλεινε πίσω του την πόρτα του γραφείου του, εκείνο το βράδυ.

Η Σίνθια του είχε αλλάξει τη ζωή και, εδώ κι έναν χρόνο, σε αυτόν τον τομέα αισθανόταν πιο ολοκληρωμένος ως άνδρας, πιο ευτυχισμένος. Κατά μέσο όρο, μία φορά την εβδομάδα, πήγαινε να μείνει στο σπίτι της, στο Λίβερπουλ. Και όταν έφτανε η καθορισμένη μέρα, οι υποχρεώσεις της ημέρας του φαίνονταν λιγότερο φορτικές, κατάφερνε ακόμη και να δει κάποια πράγματα με φιλοσοφική διάθεση. Συνήθως, όλα τα προβλήματα, μεγάλα και μικρά, για εκείνον ήταν εμπόδια με την ίδια σπουδαιότητα, που έπρεπε να τα διώξει το συντομότερο δυνατόν και τον απασχολούσαν τόσο, που του γίνονταν εμμονή. Αλλά, όταν ήξερε ότι το βράδυ θα πήγαινε στη Σίνθια, η οπτική του άλλαζε λίγο, ήταν πιο χαλαρός και τα εμπόδια, λιγότερο δύσκολα, περνούσαν σε δεύτερη μοίρα κι, επιπλέον, κάποιες φορές τα άφηνε για την επόμενη μέρα.

Βγήκε από το κτίριο και πήρε το αυτοκίνητο. Μπήκε στην οδό Όξφορντ, που περνούσε κάθετα μέσα από το πανεπιστημιακό συγκρότημα και κατευθυνόταν βόρεια. Έστριψε αριστερά στην Μπουθ Στριτ Ηστ και μετά από λίγο προχώρησε στη ράμπα πρόσβασης προς την υπέργεια Λεωφόρο Μανκούνιαν. Η κίνηση ήταν μέτρια εκείνη την ώρα και μία ελαφριά κι επίμονη βροχούλα έβρεχε το παρμπρίζ του αυτοκινήτου. Ο υαλοκαθαριστήρας διατηρούσε με ευκολία άψογη ορατότητα.

Από την Μανκούνιαν μπορούσε να δει λίγο από το Μάντσεστέρ του, την πόλη όπου είχε γεννηθεί και την οποία αγαπούσε περισσότερο από κάθε άλλη. Δεν μπορούσε να απορροφηθεί πολύ, όμως, γιατί αυτός ο δρόμος ήταν γνωστός για το υψηλό ποσοστό ατυχημάτων.

Η μηχανή ήταν πολύ ζεστή και ο κλιματισμός άρχισε να βγάζει θερμό αέρα στο όχημα.

Η Μανκούνιαν έγινε Οδός Ντόσον κι από εκεί ο ΜακΚίντοκ έστριψε αριστερά στην Οδό Ρίτζεντ. Στην κυκλική διασταύρωση συνέχισε ευθεία στον M602, που ξεκινούσε σε εκείνο το σημείο, κι άρχισε να χαλαρώνει.

Άναψε το ραδιόφωνο και συντονίστηκε στον σταθμό που εκείνη την ώρα έλεγε τις ειδήσεις.

<... πορείες των φοιτητών στην Πλατεία Τιεν Αν Μεν παραμένουν αμείωτες. Τρίτη μέρα κινητοποιήσεων κι έχουν σημειωθεί πολλές συμπλοκές και συλλήψεις από την αστυνομία. Έχουν συλληφθεί πολλοί φοιτητές, ενώ οι δημοσιογράφοι κρατούν τις απαραίτητες αποστάσεις. Απαγορεύονται καθ’όλες τις ώρες οι φωτογραφίες και οι τηλεοπτικές λήψεις. Η πιεστική απαίτηση για Δημοκρατία φαίνεται να μην προσπερνά το «τείχος» που έχει υψώσει η Κυβέρνηση, ενώ η καταστολή φαίνεται ακόμη να είναι η μόνη απάντηση στις ειρηνικές πορείες, κατά μήκος της πλατείας…>

«Οι καημένοι», σκέφτηκε ο ΜακΚίντοκ, «περνούν, πραγματικά, άσχημα. Θα ήθελαν λίγη ελευθερία και αντί γι’αυτό τους χτυπούν και τα κλομπ. Και οι στρατιώτες πρέπει να χτυπούν, αλλιώς δεν θα φάνε ή θα τους χτυπήσουν και τους ίδιους, ή και ακόμη χειρότερα. Είναι μακριά από εμάς η Κίνα, από όλες τις απόψεις…»

Εκείνη τη στιγμή, θυμήθηκε τη συνάντηση με τον Ντρου.

Πράγματι, ο Ντρου, που από το πουθενά έβγαλε από το καπέλο του εκείνη την ανακάλυψη, μαζί με εκείνον τον έγχρωμο φοιτητή του. Πώς τον έλεγαν; Δεν θυμόταν. Θυμόταν, όμως, όσα υποστήριζαν. Αν, πράγματι, υπήρχε εμπορική εφαρμογή αυτής της ανακάλυψης, θα ήταν πολύ χρήσιμο για το Πανεπιστήμιο. Από τη στιγμή που η κυβέρνηση Χάουαρντ είχε αποφασίσει να μειώσει τα κονδύλια του Πανεπιστημίου του Μάντσεστερ, για να δώσει μεγαλύτερο μέρος αυτών στα άλλα Πανεπιστήμια, εκείνος έψαχνε λύση για να κρατήσει το Πανεπιστήμιο στο επίπεδο που είχε πριν, αλλά ήταν πρακτικά αδύνατον. Κάθε δραστηριότητα είχε ένα κόστος και, αν το κόστος δεν καλυπτόταν, η δραστηριότητα δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί. Καμία συζήτηση. Καμία ένσταση. Έπρεπε να παραιτηθεί. Και το στολίδι του βρετανικού πανεπιστημιακού συστήματος, περνούσε σε δεύτερη μοίρα. Ήταν κάτι το ανήκουστο, το παράλογο. Ωστόσο, έτσι ήταν.

«Ισονομία και ισότητα», αυτό ήταν το σλόγκαν του Χάουαρντ και το εφάρμοσε μία χαρά, ο μπάσταρδος.

Τα φώτα του Σάλφορντ περνούσαν από το πλάι του δρόμου, ενώ η βροχούλα είχε μειωθεί σε λίγες σποραδικές ψιχάλες πάνω στο τζάμι.

Μία αξιοσημείωτη κίνηση ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση. Ήταν εκείνοι που έμπαιναν ξανά στην πόλη, εκείνοι που δούλευαν εκτός πόλης.

Ο αριθμός των αυτοκινήτων μειωνόταν σταδιακά και, όταν έφτασε στο ύψος του δάσους Άλντερ και ο M602 έγινε M62, βρέθηκε και πάλι στην εξοχή.

Ваша оценка очень важна

0
Шрифт
Фон

Помогите Вашим друзьям узнать о библиотеке

Скачать книгу

Если нет возможности читать онлайн, скачайте книгу файлом для электронной книжки и читайте офлайн.

fb2.zip txt txt.zip rtf.zip a4.pdf a6.pdf mobi.prc epub ios.epub fb3

Популярные книги автора