Ο μπάρμαν είχε, στο μεταξύ, φέρει το τόνικ για τη Σίνθια, από το οποίο ήπιε μία γουλιά και συνέχισε:
<Το άλλο άκρο είναι ο χαμηλός κίνδυνος, δηλαδή η επένδυση σταθερής απόδοσης. Σε αυτή την περίπτωση ο χρονικός ορίζοντας είναι πολύ πιο σύντομος, μπορεί να είναι και κάτω από ένα έτος. Αυτοί οι τίτλοι, πράγματι, δίνουν μία χαμηλή, μα σίγουρη απόδοση κι έτσι είναι κατάλληλοι για όποιον δε θέλει να ρισκάρει τίποτα, είναι ευχαριστημένος με ένα μικρό κέρδος και ξέρει ότι έχει το κεφάλαιό του στη διάθεσή του, κυριολεκτικά, όποτε θέλει.
Μεταξύ των δύο άκρων, υπάρχουν οι μικτές επενδύσεις, στις οποίες επιλέγεται να επενδυθεί ένα μέρος του κεφαλαίου σε μετοχές κι ένα μέρος σε επενδύσεις σταθερής απόδοσης, σε αναλογίες που ποικίλουν, ανάλογα με το ποσοστό κινδύνου. Με αυτή τη μέθοδο, είναι λογικό να περιμένει κανείς ότι αν ένα μέρος της επένδυσης δεν πηγαίνει πολύ καλά, σε μία δεδομένη περίοδο, το άλλο αντίθετα θα είναι διασφαλισμένο, έτσι ο επενδυτής είναι πιο ήσυχος. Η δουλειά μου είναι να καθοδηγώ τον επενδυτή στην επιλογή του είδους επένδυσης, που είναι πιο κατάλληλη για εκείνον. Επειδή διακυβεύονται τα χρήματα του πελάτη, χρειάζεται ικανότητα, ευσυνειδησία και μεγάλη υπευθυνότητα, ώστε να προτείνεις μία επένδυση έναντι κάποιας άλλης. Τα λάθη δεν επιτρέπονται. Ή καλύτερα, δεν υπάρχει δεύτερη φορά για το λάθος γιατί, μετά την πρώτη, είναι σίγουρο ότι θα πρέπει να αλλάξεις δουλειά>.
Ήπιε ακόμη μία γουλιά από το τόνικ και τον κοίταξε:
<Σας κουράζω, έτσι;>
Ο ΜακΚίντοκ την άκουγε γοητευμένος για κάμποση ώρα. Αυτή η φωνή που εξέφραζε με μαεστρία άχαρα θέματα, όπως τα οικονομικά, αυτά τα πράσινα μάτια που κοιτούσαν μακριά όσο μιλούσε, τον είχαν μαγέψει ολοκληρωτικά.
<Όχι, κάθε άλλο>, απάντησε ζεστά. <Είναι πολύ ενδιαφέρον θέμα. Όπως πολλοί άλλοι, έχω κι εγώ επενδύσεις, αλλά οφείλω να πω ότι ποτέ δε γνώρισα κανέναν που να μου μίλησε γι’ αυτό το θέμα, όπως εσείς>.
Εκείνη πήρε ένα ακόμη αλμυρό και ρώτησε ευχάριστα:
<Και πώς πάνε οι επενδύσεις σας;> και ξεκίνησε να ροκανίζει το αλμυρό: ήταν με πιπεριά και αντσούγια, πολύ νόστιμο.
Ο ΜακΚίντοκ ήπιε σκεπτικός μία γουλιά από το τόνικ και μετά απάντησε:
<Πραγματικά, δε γνωρίζω. Τώρα που το σκέπτομαι, είναι αρκετό το ότι δε με προβληματίζει. Ποιος ξέρει ποια είναι η πορεία των χρημάτων μου. Θα φροντίσω να το ελέγξω, μία από αυτές τις ημέρες>.
Ναι, μία από αυτές τις ημέρες. Όπως για πολλά άλλα πράγματα, εκείνη η ημέρα δεν ήρθε ποτέ, απορροφημένος καθώς ήταν από τη δουλειά και λόγω της υποσυνείδητης απόστασης που είχε πάρει από οτιδήποτε δεν αφορούσε άμεσα το Πανεπιστήμιο. Ξαφνικά, συνειδητοποίησε ότι είχε αφήσει πολλά πράγματα στη μοίρα τους, χωρίς να τα ορίζει εκείνος. Τις φιλίες, τις επενδύσεις, τη μοναξιά του.
Η μοναξιά.
Αισθάνθηκε, στο βάθος της ψυχής του, πόσο μόνος ήταν. Και πόσο καιρό ήταν μόνος του.
Εκείνη τη στιγμή, ο ΜακΚίντοκ είδε τον εαυτό του. Είδε αυτό που είχε γίνει. Μία ισχυρή προσωπικότητα με κύρος, στα μάτια του κόσμου.
Αλλά δυστυχισμένος, ως άνθρωπος.
Την κοίταξε σταθερά στα μάτια.
<Αναρωτιόμουν…>, ξεκίνησε να λέει διστακτικά, <αναρωτιόμουν αν…> διέκοψε ξανά, <αναρωτιόμουν αν θα είχατε την ευγενή καλοσύνη να αναλάβετε τις επενδύσεις μου>, κατέληξε ξεφυσώντας.
Η Σίνθια ανταπέδωσε το βλέμμα και, ενώ εκείνος μιλούσε, διάβασε στα μάτια του αυτό που είχε μέσα του αυτός ο άνδρας. Διάβασε τη μοναξιά μα και το μέγεθος της προσωπικότητάς του.
Δε δίστασε στιγμή.
<Δε θα μου άρεσε να κοιμηθώ μόνη μου, απόψε>.
Το είπε με τόση φυσικότητα, που ο ΜακΚίντοκ δε συνειδητοποίησε αμέσως το νόημα των λέξεών της.
Μετά από λίγο, ωστόσο, το συνειδητοποίησε και τον κατέλαβε ένα πολύ δυνατό συναίσθημα. Τα μάτια του υγράνθηκαν και με τρεμάμενα χείλη, άπλωσε το χέρι του, για να πιάσει απαλά το δικό της, ενώ εκείνη χαμογελούσε με χάρη.
Πήραν μαζί τους τα ποτήρια και ανέβηκαν με το ασανσέρ, χέρι-χέρι.
Ο μπάρμαν τους κοίταζε, ενώ απομακρύνονταν.
«Ουάου, τι ταχύτητα», σκέφτηκε.
Κοίταξε μπερδεμένος, το κουτάκι που είχε σε ένα ράφι.
«Να ήταν τα αλμυρά;»
Το δωμάτιο της Σίνθια έμοιαζε πολύ με το δικό του, ευρύχωρο, με ένα ημίδιπλο κρεβάτι, μία ευμεγέθη ντουλάπα, ένα άνετο γραφείο και μία πολυθρόνα για χαλάρωση. Η δορυφορική τηλεόραση και το μίνι-μπαρ ήταν πολύτιμες ανέσεις για τον ένοικο του δωματίου. Η διακόσμηση ήταν μελετημένη, όπως άρμοζε σε ένα ξενοδοχείο Α’ Κατηγορίας, όπως εκείνο. Οι πίνακες στους τοίχους αναπαριστούσαν μονοπάτια του Γιόρκσαϊρ, με τους καταπράσινους ερεικώνες να τους σαρώνει ασταμάτητα ο άνεμος.
Το μπάνιο φαινόταν πολύ φιλόξενο, με ολοκαίνουργια είδη υγιεινής που ήταν τέλεια απολυμασμένα. Η πολυτελής ντουσιέρα με κρυστάλλινη καμπίνα, ήταν εξαιρετικά θελκτική. Πράγματι, η Σίνθια ξεκίνησε αμέσως να προετοιμάζεται. Έβγαλε το κλάμερ κι άφησε τα μαλλιά της να λυθούν, γυρίζοντας αρκετές φορές το κεφάλι της δεξιά κι αριστερά για να τα ξεμπερδέψει. Της έφταναν ως τη μέση κι αποκαλύφθηκε ένα προσεγμένο κόψιμο σε μήκη. Σήκωσε το σακάκι και το έβαλε με τάξη στην κρεμάστρα. Δεν έβγαζε αυτά τα τόσο κομψά παπούτσια. Όχι ακόμη. Όταν κατέβασε το φερμουάρ της φούστας, ο ΜακΚίντοκ ένιωσε να χάνεται και, για να καλύψει την αντίδρασή του, ρώτησε αν μπορούσε να πάει στο δωμάτιό του, για να πάρει τα προσωπικά του είδη.
Μόλις βγήκε από την πόρτα, με τις στάλες τους ιδρώτα να λάμπουν πάνω στο μέτωπό του και την καρδιά του που χτυπούσε σαν τρελή, αναρωτήθηκε αν έκανε κάποια τρέλα. Καθώς προχωρούσε στον διάδρομο με μηχανικό βήμα και έπαιρνε το ασανσέρ για να κατέβει στον πρώτο όροφο, όπου βρισκόταν το δωμάτιό του, συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν πλέον παντρεμένος. Ήταν, πλέον, χρόνια χωρισμένος και έπρεπε να θεωρεί τον εαυτό του ελεύθερο να ψάχνει για νέες ευκαιρίες. Έβαλε, βιαστικά, στη βαλίτσα μία αλλαξιά εσώρουχα, ένα σιδερωμένο κοστούμι και τα είδη προσωπικής υγιεινής, μετά έκλεισε την πόρτα και ξεκίνησε, πιο ήρεμος τώρα, προς τον δεύτερο όροφο και το δωμάτιο 216.
Χτύπησε, μα δεν πήρε απάντηση. Δοκίμασε το πόμολο και ανακάλυψε ότι η Σίνθια είχε αφήσει ανοικτή την πόρτα για εκείνον. Δεν ήταν όνειρο, λοιπόν, αυτό που ζούσε.
Μπήκε και άκουσε τον ήχο από το νερό του ντους. Έβαλε τη βαλίτσα του κοντά στη ντουλάπα και μετά είδε ότι η πόρτα του μπάνιου είχε μείνει ανοικτή.
Και μέσα από την πόρτα, είδε τη Σίνθια.
Μέσα στην κρυστάλλινη καμπίνα, κάτω από το γενναιόδωρο μασάζ του καυτού νερού, εκείνη περνούσε το γεμάτο αφρόλουτρο σφουγγάρι πάνω από τον θώρακά της, κάτω από τα πλούσια στήθη της, πάνω στο στομάχι και την κοιλιά της. Ήταν γυρισμένη κατά ¾ προς την πόρτα, με το αριστερό της πόδι ελαφρά ανοικτό, από το γόνατο και πάνω. Τον είδε και δεν κινήθηκε ούτε χιλιοστό. Του χαμογέλασε και συνέχισε να σαπουνίζει τα χέρια, τις μασχάλες, τα πλευρά της..
Ο ΜακΚίντοκ θα ήθελα να βρει τη δύναμη να πάρει τα μάτια του από αυτό το θέαμα, τουλάχιστον από σεβασμό, αλλά δεν την έβρισκε.
Ήταν πανέμορφη. Θαυμάσια.
Έμεινε άφωνος να κοιτάζει το θαυμάσιο, χυμώδες και απίστευτα αισθησιακό κορμί.
Εκείνη ξεκίνησε να περνά το σαπούνι από τη βουβωνική χώρα, αργά, μεθοδικά και να τινάζει πίσω το κεφάλι της με ρυθμό.
Το βλέμμα του ΜακΚίντοκ ακολούθησε, χωρίς να μπορεί να αντισταθεί, τις κινήσεις του σφουγγαριού, με μάτια διάπλατα ανοικτά, χωρίς να μπορεί να κινηθεί.
Μέχρι που κατάλαβε ότι εκείνη τον κοιτούσε πονηρά χαμογελώντας.
Η Σίνθια γέμισε με νερό το καπάκι του αφρόλουτρου και το έριξε από την ανοικτή οροφή της ντουσιέρα.
Ο ΜακΚίντοκ ξαφνιάστηκε, σαν να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα κι έγινε κατακόκκινος από την ντροπή. Κατάλαβε πώς θα πρέπει να ένιωσε ο καημένος ο Αθέονας του γνωστού μύθου. «Ω Άρτεμις! Πόσους άνδρες κατέκτησες με την ομορφιά σου! Τώρα κι εγώ πλύθηκα με μαγικό νερό: θα γίνω ελάφι;»