Μπορούμε επίσης να μιλήσουμε για τα συστατικά του συναισθήματος για να αναφερθούμε στην ποιότητα και τα χαρακτηριστικά τους:
-Θετικά συναισθήματα ενάντια στα αρνητικά, με κυρίαρχα την αγάπη, την ελπίδα, την επιθυμία, την συμπόνια, την ευθυμία σε σχέση με τα αρνητικά, την οργή, το μίσος, την απόγνωση, την θλίψη, χωρίς αμφιβολία η ευτυχία είναι ουσιαστικά και εξ ορισμού ένα θετικό συναίσθημα.
-Συναισθήματα υψηλής και χαμηλής δραστηριοποίησης ανάμεσα στα κυρίαρχα θα ήταν η ευφορία, το μένος, η οργή την ίδια ώρα που ανάμεσα στα δευτερεύοντα θα ήταν η θλίψη, η μελαγχολία και η απάθεια. Η ευτυχία μπορεί να είναι μία από τις πιο γεμάτες εμπειρίες με ένα σημαντικό συστατικό δραστηριοποίησης παρόμοιο με αυτό της ευφορίας.
-Πρωτεύοντα συναισθήματα ενάντια σε δευτερεύοντα θα ήταν ανάμεσα στα πρωτεύοντα ο θυμός, η ευθυμία, ο φόβος και η θλίψη την ίδια ώρα που ανάμεσα στα δευτερεύοντα θα ήταν ή αγάπη, η έκπληξη, η ντροπή και η απέχθεια. Όταν κάποιος σκέφτεται την ευτυχία, μπορεί να πιστέψει ότι αναφέρεται ως κάτι «πρωτεύον» και βασικά για ένα άτομο, μα στην πραγματικότητα αναφέρεται περισσότερο σε ένα δευτερεύον συναίσθημα, όπως εκείνο της αγάπης.
Για τον Χουάν Ροφ, πατέρα της ψυχοσωματικής ιατρικής, όταν κάποιος είναι ευτυχισμένος ενεργοποιεί τμήματα τόσο σημαντικά όσο είναι η μνήμη, δημιουργώντας όμορφες, στιγμιαίες αναμνήσεις. Εκφράζεται και μοιράζεται λεκτικά με εκείνους που έχει γύρω του, βελτιώνει την μυϊκή του οξύτητα, και αισθανόμαστε με ευκολία, ικανοποιημένοι αυτή τη στιγμή.
Όμως, εάν υπάρχει μια μυϊκή ομάδα που εκφράζει το συναίσθημα και την ευτυχία με χειροπιαστές αποδείξεις, αυτή είναι του προσώπου, η οποία είναι η καλύτερη για να το εκφράσει.
Το πρόσωπο και οι εκφράσεις του μετατρέπονται σε ένα σημαντικό στοιχείο που εξυπηρετεί στο να εκφράσουμε συναισθήματα με τέτοιο τρόπο ώστε να αναγνωριστούν από τους άλλους, γι΄αυτό και τα μωρά δίνουν την περισσότερη προσοχή τους στα πρόσωπα σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο ερέθισμα, και έτσι επιβεβαιώνεται η προδιάθεσή τους να αναλύουν τα πρόσωπα.
Το πρόσωπο έχει περισσότερους από τριάντα μύες οι οποίοι χειρίζονται από τα νεύρα του κεφαλιού, όπως το προσωπικό, το οφθαλμοκινητικό, το τροχιλιακό, το τρίδυμο, από το οποίο ο εγκέφαλος λαμβάνει ιδιοδεκτικές πληροφορίες που εξυπηρετούν για να αναγνωρίσει τα συναισθήματα την ίδια στιγμή που ενεργοποιεί το μυϊκό σύστημα για να τα εκφράσει.
Παρά το γεγονός ότι έχουν αναγνωριστεί μερικά μοντέλα έκφρασης των συναισθημάτων, φαίνεται ότι υπάρχει ένα μεγάλο κομμάτι κοινωνικής εκμάθησης των ίδιων, για τον λόγο ότι βάση πολυπολιτισμικών σπουδών, σύμφωνα με τις ρίζες του καθένα μας όπου συναντάται το συναίσθημα, μπορεί να εκφραστεί με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Μα ανεξάρτητα από τα παραπάνω, σχεδόν όλοι αναγνωρίζουν αυτές τις συνδέσεις για το αίσθημα της ευτυχίας:
-Στάση του σώματος προς τα πίσω και προς τα πάνω, σηκωμένα μάγουλα, ρυτίδες στο κάτω βλέφαρο, ρυτίδες στο «πόδι της πάπιας», πτυχώσεις γύρω από τη μύτη και το στόμα.
Η σημασία του συναισθηματικού κόσμου που παίζει έναν αντικειμενικό ρόλο στο πώς αισθανόμαστε, είναι περισσότερο ένα απλό αντανακλαστικό του ίδιου μας του εαυτού, μιας που τα αρνητικά συναισθήματα όταν έρθουν, αρκούν για να μας αρρωστήσουν όταν εκείνα παραλύουν.
Η σημασία του συναισθηματικού κόσμου που παίζει έναν αντικειμενικό ρόλο στο πώς αισθανόμαστε, είναι περισσότερο ένα απλό αντανακλαστικό του ίδιου μας του εαυτού, μιας που τα αρνητικά συναισθήματα όταν έρθουν, αρκούν για να μας αρρωστήσουν όταν εκείνα παραλύουν.
Τα εσωτερικά συναισθήματα ενεργοποίησης όπως εκείνο της ευφορίας, της οργής διεγείρουν πολύ τον οργανισμό, τροποποιώντας το βασικό επίπεδό χαλάρωσής του, κάνοντάς τον να σκέφτεται και να συμπεριφέρεται με διαφορετικό τρόπο απ΄ ότι θα έκανε συνήθως. Με τον ίδιο τρόπο τα αισθήματα της απενεργοποίησης όπως ο πόνος ή η θλίψη μειώνουν την δραστηριότητα του οργανισμού, τροποποιώντας τις σκέψεις και την συμπεριφορά.
Τροποποιήσεις στην ενεργητικότητα ή την παθητικότητα μπορούν να προκαλέσουν αλλαγές στα επίπεδα του άγχους, της αναπνοής, του φόβου και της μυϊκής οξύτητας, τα οποία με τη σειρά τους έχουν επίδραση στον κύκλο του ύπνου ή στο ανοσοποιητικό σύστημα, μεταξύ άλλων. Γι΄αυτό, όσον αφορά κάτι με παροδική διάρκεια δεν θα έχει μεγάλες συνέπειες, όμως εάν αυτά τα συναισθήματα παραμείνουν για μεγαλύτερο διάστημα μπορούν να προκαλέσουν ψυχοσωματικά προβλήματα.
Έτσι, μια κατάσταση ψυχολογικού πόνου ή κατάθλιψης, μπορεί να αποτελέσει έναυσμα για τυπικές αγχώδης καταστάσεις, που φυσιολογικά θα χαρακτηρίζονταν από μια κατάσταση πτώσης, πολύ κοντά σε αυτή της μελαγχολίας με αναπνοή βιαστική και αργή, υπερευαισθησία στα εξωτερικά ερεθίσματα, όπως το φως, οι ήχοι αλλά και ο πόνος, κάνοντάς μας να τα αισθανόμαστε πιο έντονα, δηλαδή πιο ευαίσθητους σε οποιοδήποτε πιο επιθετικό εξωτερικό ερέθισμα. Χάνεται επίσης το ενδιαφέρον για οποιαδήποτε φυσική δραστηριότητα, προβάλλοντας ένα μυϊκό τόνο παρηκμασμένο και υποτονικό.
Ο ύπνος αναισθητοποιείται από τα αισθήματα της ενοχής και της ματαιότητας που συνοδεύουν τέτοιες καταστάσεις, με αναμνήσεις που αφορούν τις καταστάσεις που ενεργοποίησαν αυτόν τον πόνο ή την κατάθλιψη, με μια «νοητική επανάληψη», επαναλαμβάνουν, δηλαδή, ξανά και ξανά τις ίδιες αρνητικές σκέψεις. Όλο αυτό δεν επιτρέπει σε κάποιον να κοιμηθεί καλά, επηρεάζοντας την ποσότητα και την ποιότητα του ύπνου και εκτός των άλλων μειώνει την λειτουργεία του ανοσοποιητικού συστήματος το οποίο δεν μπορεί να αντιληφθεί τις λειτουργίες του κατά τη διάρκεια της νύχτας. Σε περιπτώσεις έχει πολύ μεγάλη διάρκεια, θα εμπλέξει όλα τα μέρη του οργανισμού αρχίζοντας από το ανοσοποιητικό σύστημα. Ένα συναίσθημα ενεργοποίησης όπως αυτό της ευφορίας ή της οργής θα εκφραστεί με υψηλά ποσοστά άγχους, το οποίο θα μετασχηματιστεί σε μια λανθάνουσα πνευματική διαύγεια, η οποία μεταφράζεται σε «τώρα καταλαβαίνω τα πάντα» και που κάνει το άτομο να πάρει οποιαδήποτε απόφαση χωρίς να κάνει λάθος. Σε αυτές τις καταστάσεις δημιουργείται υπεραερισμός, αυξάνονται τα ποσοστά του οξυγόνου στο αίμα, με μια συνεχώς αυξανόμενη και βιαστική αναπνοή και τότε είναι που πρέπει να δοθεί μεγάλη προσοχή: χάνονται πολλές πληροφορίες οι οποίες υπό φυσιολογικές ψυχικές συνθήκες μπορούν να αποδειχτούν ενδιαφέρουσες. Απομακρύνεται όλο αυτό που δεν είναι ο «πραγματικός στόχος» με ελάττωση της ευαισθησίας στον πόνο, τόσο σωματικό όσο και ψυχολογικό και μια υπερδιέγερση στην μυϊκή οξύτητα, εκείνη που δίνει χώρο στο να μην «ακινητοποιείται» και πρέπει συνεπώς να είναι σε θέση να κινείται από το ένα μέρος στο άλλο.