Από έξω, στο μεγάλο τραπέζι στο ημίφως, καθόταν η υπόλοιπη οικογένεια και συζητούσαν για την κατάσταση του κυρίου Λι χαμηλόφωνα, παρά το γεγονός ότι δεν θα τους άκουγε κανείς αν μιλούσαν δυνατά.
«Θα πεθάνει ο μπαμπούλης, μαμά;» ρώτησε η Ντιν δακρύζοντας.
«Φυσικά κι όχι, αγάπη μου», απάντησε «δεν νομίζω, τουλάχιστον».
1 2. ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΛΙ
Βάσει του τυπικού αγροτικού στυλ, όλοι κοιμόντουσαν μαζί στο μόνο εσωτερικό δωμάτιο: ο μπαμπάς κι η μαμά είχαν διπλό στρώμα, τα παιδιά από ένα μονό ο καθένας και τα τρία κρεβάτια προστατεύονταν από κουνουπιέρες, οπότε όταν ξύπνησαν το ξημέρωμα, περπατούσαν στις μύτες για να μην ξυπνήσουν τον Χενγκ.
Ήξεραν ότι κάτι έτρεχε επειδή ξυπνούσε πάντα πρώτος ακόμα και τα πιο κρύα πρωινά. Κρυφοκοίταξαν το χλωμό πρόσωπο του από την κουνουπιέρα κι ανησύχησαν μέχρι που τους έδιωξε η μητέρα τους.
«Ντιν, κάνε μου μία χάρη, παρακαλώ. Δεν μου αρέσει η όψη του πατέρα σου, οπότε κάνε ένα μπάνιο γρήγορα και πήγαινε να δεις αν έχει να μας πει κάτι η θεία, εντάξει; Καλό κορίτσι. Αν δεν είναι ακόμη έτοιμη και πήγαμε νωρίς, ρώτα την αν μπορεί να κάνει ειδική και παραπάνω προσπάθεια για τον ανιψιό της πριν είναι πολύ αργά, εντάξει;»
Η Ντιν άρχισε να κλαίει και έτρεξε να κάνει ντους. «Συγγνώμη, αγάπη μου, δεν ήθελα να σε αναστατώσω!» φώναξε στην κόρη της.
Όταν έφτασε στο σπίτι της θείας δεκαπέντε λεπτά μετά, η ηλικιωμένη σαμάνος είχε ξυπνήσει, ντυθεί και καθόταν στο μεγάλο τραπέζι μπροστά από το σπίτι τρώγοντας σούπα με ρύζι.
«Καλημέρα, Ντιν. Χαίρομαι που σε βλέπω, θέλεις ένα μπολ με σούπα; Είναι πολύ νόστιμη».
Η Ντα νοιαζόταν για τις ανιψιές της κι ειδικά για την Ντιν, αλλά όταν άκουσα τι την ήθελε, δεν αντιστάθηκε να πει ότι η μαμά της ζητούσε πολλά για μία σωστή διάγνωση μέσα σε 24 ώρες.
«Αυτή η μητέρα σου! Εντάξει, θα δούμε τι θα κάνουμε. Ο μπαμπούλης σου είναι πολύ άσχημα, σωστά;»
«Ναι, θεία Ντα, είναι λευκός σαν νεκρός, αλλά δεν νομίζουμε ότι πέθανε ακόμα. Η μαμά θα τον τρυπούσε όταν έφυγα για να δει αν αποκρίνεται, αλλά δεν περίμενα να μάθω τι έγινε. Δεν θέλω να πεθάνει ο μπαμπούλης, θεία Ντα, σε παρακαλώ σώσε τον».
«Θα κάνω ό,τι μπορώ, παιδί μου, αλλά όταν καλεί ο Βούδας, κανείς δεν μπορεί να πει όχι, αλλά θα δούμε τι μπορούμε να κάνουμε. Έλα μαζί μου».
Η Ντα κατευθύνθηκε στο άδυτο της, άναψε ένα κερί και έκλεισε την πόρτα πίσω τους.
Ήλπιζε ότι η Ντιν θα έδειχνε ενδιαφέρον για τους «παλιούς τρόπους» καθώς ήταν ακόμα νέα για να τη διδάξει, επειδή ήξερε ότι θα χρειαζόταν διάδοχο κάποια μέρα, αν το επάγγελμα έμενε στην οικογένεια Λι.
Έδειξε προς το χαλί των Ερωτήσεων στο πάτωμα κι η Ντιν κάθισε, μετά περπατούσε γύρω από την καλύβα μουρμουρίζοντας προσευχές, ξόρκια κι ανάβοντας λίγα ακόμα κεριά, πριν κάτσει απέναντι από την Ντιν, η οποία κοιτούσε τις χούφτες της.
Η Ντα κοίταξα την ανιψιά της, ένιωσε ένα μικρό τρέμουλο σε όλο της το κορμί, κοίταξε τις χούφτες της για λίγο και μετά κοίταξε πάλι τη Ντιν.
«Ήρθες να ζητήσεις συμβουλή για άλλον. Παρακαλώ, κάνε την ερώτησή σου», είπε η Ντα με βαθιά, σκοτεινή και βροντερή φωνή που κανένας δεν είχε ξανακούσει έξω από την καλύβα.
Η μεταμόρφωση ξάφνιασε την Ντιν, όπως κάθε φορά που η θεία ήταν σε έκσταση και άφηνε άλλη οντότητα να ελέγχει το σώμα της.
Δεν ήταν τόσο το ότι άλλαξε το πρόσωπο της, αν κι άλλαξε, το σώμα της άλλαξε ανεπαίσθητα, όπως ένας ηθοποιός ή μίμος μπορεί να αλλάξει τη στάση του για να υποδυθεί τον ρόλο του, αλλά ήταν κάτι περισσότερο. Ήταν σαν τα εντόσθια της Ντα είχαν αντικατασταθεί με άλλου, που την έκαναν να μοιάζει και να ακούγεται διαφορετική.
Η Ντιν κοίταξε την ηλικιωμένη σαμάνο που δεν ήταν πια η θεία της.
«Σαμάνε, ο πατέρας μου είναι πολύ άρρωστος. Θα ήθελα να ρωτήσω τι έχει και τι μπορούμε να κάνουμε».
Το άτομο, η θεία της ακουγόταν σαν άντρας εκείνη τη στιγμή, έβαλε ένα χέρι στα δέματα που είχε φέρει χθες ο Χενγκ και έκλεισε τα μάτια της θείας. Η Ντιν νόμιζε ότι έγινε μεγάλη παύση και σιωπή τόσο βαθιά, που θα έλεγε ότι άκουγε τα μυρμήγκια να περπατάνε στο σκληρό πάτωμα από λάσπη.
Η Ντιν είχε παρακολουθήσει ντουζίνες από τέτοιες συνεδρίες πριν, αν και ποτέ για κάτι τόσο σοβαρό, όσο αυτό. Είχε ρωτήσει για έναν στομαχόπονο μία φορά, για τις περιόδους της πριν μερικά χρόνια και πρόσφατα ρώτησε αν θα παντρευτεί σύντομα. Δεν τη φόβιζε το σκηνικό, μόνο το αποτέλεσμα, αλλά ήξερε ότι έπρεπε να κάθεται, να περιμένει και να παρατηρεί καθώς το έβρισκε συναρπαστικό.
Η σαμάνος ξετύλιξε αργά το πρώτο δέμα που περιείχε την πέτρα, το εξέτασε προφορικά, το μύρισε και το έβαλε πάλι στο φύλλο μπανάνας, μετά πήρε το φύλλο που περιείχε βρύα και το μύρισε πριν το τοποθετήσει στο χαλί μπροστά της.
Η σαμάνος κοίταξε την Ντιν για λίγο σοβαρά και μετά μίλησε,
«Αυτός για τον οποίο ανησυχείς είναι πολύ άρρωστος. Στην πραγματικότητα, ήταν κοντά στον θάνατο πριν παράγει αυτά τα δείγματα, αλλά δεν πέθανε ακόμα. Κάποια εσωτερικά όργανά του, ειδικά αυτά που καθαρίζουν το αίμα, είναι σε κακή κατάσταση. Αυτά που αποκαλείτε νεφρά στα ταϊλανδέζικα έχουν σταματήσει να λειτουργούν και το συκώτι διαλύεται ραγδαία. Αυτό σημαίνει ότι πλησιάζει ο θάνατος.Δεν υπάρχει γιατρειά».
Η σαμάνος άρχισε ξαφνικά να τρέμει και πήρε πάλι τη μορφή της ηλικιωμένης θείας Ντα, που βλεφάρισε λίγες φορές, στριφογύρισε λίγο σαν να φορούσε ένα παλιό στενό φόρεμα και έτριψε τα μάτια της.
«Δεν ήταν καλά τα νέα, σωστά, παιδί μου; Ξέρεις ότι όταν είμαι σε έκσταση, δεν μπορώ πάντα να τα ακούσω όλα, αλλά άκουσα κάποια και καταλαβαίνω από το πρόσωπό σου ότι ο πατέρας σου δεν είναι καλά».
«Το πνεύμα είπε ότι ο μπαμπούλης σίγουρα θα πεθάνει σύντομα, καθώς δεν υπάρχει γιατρειά για διαλυμένα νεφρά και συκώτι»,
«Λυπάμαι, Ντιν. Ξέρεις ότι θαυμάζω τον πατέρα σου. Ξέρεις, έχω μάθει κάποια κόλπα μόνη μου όλα αυτά τα χρόνια εκτός της ύπνωσης. Ας ρίξουμε μία ματιά τώρα. Ναι, η πέτρα. Βλέπεις πού έφτυσε ο πατέρας σου; Δεν υπάρχουν σημάδια! Σημαίνει ότι δεν υπάρχει αλάτι στο σάλιο του, ούτε αλάτι, ούτε ιχνοστοιχεία, ούτε βιταμίνες, ούτε τίποτα, μόνο νερό.
Τώρα, τα βρύα», τα μύρισε από μακριά και μετά τα έφερε πιο κοντά στη μύτη της. «Το ίδιο! Μύρισε τα!» Τα έδωσε στην Ντιν να τα μυρίσει, αλλά η Ντιν δίσταζε να μυρίσει τα ούρα τους πατέρα της.
«Έλα, δεν δαγκώνουν!» είπε η Ντα. Η Ντιν υπάκουσε.
«Δεν έχει οσμή, μόνο μία οσμή από βρύα».
«Ακριβώς! Τα ούρα των ανδρών μυρίζουν σαν της γάτας αν τα έχεις τυλιγμένα, αλλά του μπαμπά σου όχι. Έτσι, δεν υπάρχει κρέας να σαπίσει. Συνεπώς, το αίμα του μπαμπά σου είναι νερό. Δεν μπορείς να ζήσεις για πολύ έχοντας νερό ως αίμα, μπορείς; Δεν έχει λογική, σωστά; Το αίμα μεταφέρει τα καλά στοιχεία στο σώμα, και στον πατέρα σου δεν υπάρχει, οπότε γι' αυτό είναι αδύναμος συνεχώς!
Πήγαινε σπίτι τώρα, δες αν είναι αργά, κι αν είναι ακόμα ζωντανός, γύρνα να με πάρεις με το σκούτερ σου. Πήγαινε και βιάσου!».
Η Ντιν βγήκε γρήγορα και έτρεξε για το σπίτι.
Όσο η Ντιν έλειπε για να δει τον πατέρα της, η Ντα ετοιμαζόταν να φύγει, καθώς ήξερε μέσα της ότι ο Χενγκ της δεν είχε πεθάνει ακόμα, όχι εντελώς, τέλος πάντων.
Επέλεξε μερικά βότανα, τα έβαλε στην τσάντα της, έριξε νερό στο πρόσωπό της έδεσε τα μαλλιά της με ένα μαντίλι λόγω του ρεύματος από την επερχόμενη βόλτα με το μηχανάκι. Έπειτα, βγήκε έξω να περιμένει την ανιψιά της.
Η Ντιν έφτασε λίγα λεπτά αργότερα μέσα σε ένα σύννεφο σκόνης.
«Γρήγορα, θεία. Η μαμά λέεινα έρθεις γρήγορα γιατί είναι έτοιμος να πεθάνει».
Η Ντα ανέβηκε πλάγια στο σκούτερ, όπως μία κυρία, κι έφυγαν με τα μακριά μαλλιά της Ντιν να μαστιγώνουν το ρυτιδιασμένο πρόσωπό της επίπονα και προσπάθησε να τα αποφύγει.
Καθώς έφταναν, η Ντα κατέβηκε καθώς ήταν σβέλτη για την ηλικία της και έτρεξε να μπει στο σπίτι.
«Ευχαριστούμε που ήρθες τόσο γρήγορα, θεία Ντα. Είναι ξύπνιος στο κρεβάτι».