Η Γουάν δεν έψαξε ποτέ εραστή, αν κι είχε προτάσεις πριν και μετά τον γάμο της. Τότε, είχε εξοργιστεί, αλλά τώρα αναπολεί αυτές τις στιγμές με τρυφερότητα. Ο Λι ήταν ο πρώτος της κι ο μοναδικός, και σίγουρα θα είναι ο τελευταίος της, αλλά δεν το μετανιώνει.
Όνειρό της είναι να δει και να φροντίσει τα εγγόνια που τα παιδιά της σίγουρα θα θέλουν με το πλήρωμα του χρόνου, παρόλο που δεν ήθελε, ειδικά η κόρη της, να βιαστεί να παντρευτεί όπως αυτή. Ήξερε ότι τα παιδιά της θα έκαναν σύντομα παιδιά, αν μπορούσαν, επειδή ήταν ο μόνος τρόπος να έχουν οικονομική ασφάλεια σε μεγάλη ηλικία και την ευκαιρία να διαμορφώσουν την οικογενειακή φήμη.
Η κυρία Λι ενδιαφερόταν για την οικογένεια, την υπόληψη και την τιμή, αλλά δεν χρειαζόταν άλλα υλικά αγαθά. Είχε μάθει χωρίς αυτά εδώ και αρκετό καιρό που δεν την ένοιαζε πλέον.
Είχε ήδη κινητό τηλέφωνο και τηλεόραση, αλλά το σήμα δεν ήταν καλό και δεν μπορούσε να κάνει κάτι παρά να περιμένει την κυβέρνηση να αναβαθμίσει το τοπικό δίκτυο, που σίγουρα θα συμβεί μία μέρα, αν όχι σύντομα. Δεν ήθελε αμάξι επειδή δεν ήθελε να πάει πουθενά κι εξάλλου, οι δρόμοι δεν ήταν πολύ καλοί.
Ωστόσο, δεν ήταν μόνο αυτό, τα άτομα της ηλικίας και της θέσης της πίστευαν ότι το αμάξι είναι άπιαστο όνειρο κι έπαψαν να το επιθυμούν εδώ και δεκαετίες. Με άλλα λόγια, ήταν ικανοποιημένη με το ποδήλατο και το παλιό μηχανάκι που ήταν τα μέσα μεταφοράς της οικογένειας.
Δεν ποθούσε ούτε χρυσό ούτε μοντέρνα ρούχα πια, καθώς το μεγάλωμα δύο παιδιών με τον μισθό ενός αγρότη το κατέστη αδύνατο χρόνια πριν. Εκτός απ' όλα αυτά, η κυρία Λι ήταν μία χαρούμενη γυναίκα που αγαπούσε την οικογένειά της κι ήθελε να μείνει εκεί πού είναι κι όπως είναι, μέχρι να την καλέσει ο Βούδας να πάει στο σπίτι.
Ο κύριος Λι έβλεπε τη γυναίκα του να πηγαίνει προς αυτόν, έφτιαχνε το σαρόνγκ της, αλλά εξωτερικά, υπέθεσε, κάτι δεν πήγαινε καλά, αλλά δεν θα ρωτούσε ποτέ. Κάθισε στην άκρη του τραπεζιού και στριφογύρισε τα πόδια της για να κάτσει σαν γοργόνα σε δανέζικο βράχο.
«Τι είπε η γριά καρακάξα;»
«Έλα, Μαντ, δεν είναι τόσο κακή! Εντάξει, εσείς οι δύο ποτέ δεν τα πηγαίνατε καλά, αλλά μερικές φορές έτσι γίνεται, σωστά; Ποτέ δεν λέει κακή κουβέντα για σένα και πριν μισή ώρα ρωτούσε για την υγεία των παιδιών και τη δική σου».
«Πόσο χαζός είσαι μερικές φορές, Χενγκ. Μιλά για μένα και σε μένα με ωραία λόγια όταν υπάρχουν άνθρωποι γύρω, αλλά όποτε είμαστε μόνες μας, μου συμπεριφέρεται σαν σκουπίδι και πάντα το έκανε. Με μισεί, αλλά είναι πολύ ύπουλη για να σε αφήσει να το δεις αυτό, διότι ξέρει ότι θα πάρεις το μέρος μου κι όχι το δικό της. Εσείς οι άντρες πιστεύετε ότι είστε σοφοί, αλλά δεν ξέρετε τι γίνεται κάτω από τη μύτη σας.
Με έχει κατηγορήσει για πολλά πράγματα με την πάροδο των χρόνων: για ακατάστατο σπίτι, ότι δεν πλένω τα παιδιά και μία φορά μου είπε ότι το φαγητό μου μύριζε λες κι είχα βάλει περιττώματα κατσίκας για γεύση!
Δεν ξέρεις ούτε τα μισά, αλλά δεν πιστεύεις ούτε την ίδια σου τη γυναίκα; Ναι, μπορείς να χαμογελάς, αλλά δεν ήταν αστείο για μένα τα τελευταία τριάντα χρόνια. Τέλος πάντων, τι σου είπε;»
«Στην πραγματικότητα τίποτα, ήταν ένας ιατρικός έλεγχος, η ίδια παλιά ρουτίνα. Ξέρεις, να κατουρήσω σε λίγα βρύα, να φτύσω σε μία πέτρα και με ψέκασε με αλκοόλ με το πλατύ γέρικο στόμα της. Με ανατριχιάζει η σκέψη. Είπε ότι θα μου πει αύριο, όταν μάθει το αποτέλεσμα.
Πού είναι τα παιδιά; Δεν θα έπρεπε να πάρουν μέρος στην οικογενειακή συζήτηση;»
«Δεν νομίζω. Εξάλλου, δεν ξέρουμε τίποτα ακόμη, ξέρουμε; Έχεις καμία ιδέα;»
«Όχι. Έλεγα να πάω για μασάζ στην Κινεζούλα που ίσως βοηθήσει αν το πάει χαλαρά. Εκπαιδεύτηκε στη βόρεια Ταϊλάνδη και είναι λίγο άγρια, έτσι λένε. Ειδικά έτσι όπως είμαι μέσα μου. Ίσως βελτιωθώ με μαλακό τρίψιμο, τι πιστεύεις κι εσύ, καλή μου;»
«Ναι, ξέρω τι εννοείς με το μαλακό τρίψιμο. Αν είναι έτσι, γιατί δεν ζητάς από τον θείο σου να το κάνει; Γιατί να επιλέξεις μία νέα γυναίκα;»
«Δεν μου αρέσουν τα αντρικά χέρια πάνω μου. Στο έχω εξηγήσει ξανά πριν, αλλά αν σε αναστατώνει, δεν θα πάω για μασάζ».
«Δεν λέω ότι δεν μπορείς να πας! Για όνομα, δεν θα μπορούσα να σε εμποδίσω να πας οπουδήποτε! Παρ' όλα αυτά, όπως λες, λένε ότι είναι λίγο σκληρή και μπορεί να σου κάνει περισσότερο κακό παρά καλό. Νομίζω ότι θα ήταν καλύτερα να μην πας μέχρι να μάθουμε νέα από τη θεία σου».
«Ναι, μάλλον έχεις δίκιο. Δεν μου είπες πού είναι τα παιδιά».
«Δεν είμαι σίγουρη, νόμιζα ότι θα είχαν επιστρέψει μέχρι τώρα. Βγήκαν μαζί για να πάνε σε γενέθλια ή κάτι τέτοιο το σαββατοκύριακο».
Οι Λι είχαν δύο παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, κι ένιωθαν τυχεροί γι' αυτό, επειδή προσπαθούσαν να κάνουν παιδί για δέκα χρόνια πριν κάνουν το αγόρι. Ήταν είκοσι και δεκαέξι ετών αντίστοιχα, οπότε ο κύριος κι η κυρία Λι έχουν παραιτηθεί από την ιδέα να κάνουν κι άλλα παιδιά.
Είχαν σταματήσει να προσπαθούν εδώ και καιρό.
Ωστόσο, ήταν καλά, σεβαστά κι υπάκουα παιδιά κι έκαναν περήφανα τους γονείς τους ή τουλάχιστον, αυτά που ήξεραν οι γονείς τους έκαναν περήφανους, διότι ήταν σαν τα υπόλοιπα αξιοπρεπή παιδιά: 90% καλά, αλλά μπορούσαν να κάνουν αταξίες κι είχαν μυστικές σκέψεις που οι γονείς τους δεν θα ενέκριναν.
Ο άρχοντας Λι, ο γιος, Ντεν ή αλλιώς ο Νεαρός Λι, μόλις είχε γίνει είκοσι και είχε τελειώσει το σχολείο σχεδόν δύο χρόνια. Αυτός, όπως κι η αδερφή του, πέρασαν χαρούμενη παιδική ηλικία, αλλά άρχισε να συνειδητοποιεί το γεγονός ότι ο πατέρας του έχει σχεδιάσει μία δύσκολη ζωή γι' αυτόν, όχι ότι δεν είχε δουλέψει στη ζωή του πριν και μετά το σχολείο. Όμως, τότε υπήρχε χρόνος για ποδόσφαιρο, πινγκ-πονγκ και κορίτσια στους σχολικούς χορούς.
Όλα τελείωσαν τώρα όπως κι οι προοπτικές για τη σεξουαλική του ζωή, όχι ότι είχε να καυχηθεί για πολλά πράγματα; σπάνια φιλιά και ψάξιμο, αλλά τώρα δεν είχε τίποτα για σχεδόν δύο χρόνια. Ο Ντεν θα έφευγε για την πόλη αμέσως, αν γνώριζε τι θα έκανε εκεί, αλλά δεν είχε κάποια φιλοδοξία εκτός από το να κάνει συχνά σεξ.
Οι ορμόνες του είχαν φέρει τα πάνω κάτω σε βαθμό που κάποιες από τις κατσίκες του φαίνονταν ελκυστικές, κάτι που τον ανησυχούσε πολύ.
Ήξερε ότι θα έπρεπε να παντρευτεί αν ήθελε να έχει φυσιολογική σχέση με μία γυναίκα.
Ο γάμος, αν κι είχε το κόστος του να κάνεις παιδιά, φαινόταν πολύ ελκυστικός.
Η δεσποινίς Λι, γνωστή ως Ντιν, ήταν μία όμορφη δεκαεξάχρονη, που τελείωσε το σχολείο το καλοκαίρι και σπούδαζε δύο χρόνια λιγότερο από τον αδερφό της, που ήταν αρκετά φυσιολογικό στην περιοχή. Όχι επειδή ήταν λιγότερο έξυπνη, αλλά επειδή γονείς και κορίτσια υπέθεταν ότι όσο
νωρίτερα έκανε κάποιος οικογένεια, τόσο το καλύτερο. Ήταν, επίσης, πιο εύκολο να βρει σύζυγο μία κοπέλα μικρότερη των 20 ετών παρά μεγαλύτερη. Η Ντιν αποδεχόταν αυτή την παραδοσιακή σοφία αναντίρρητα, παρά τις αμφιβολίες της μητέρας της.
Δούλευε πριν και μετά το σχολείο σε όλη της τη ζωή κι ίσως πιο σκληρά από τον αδερφό της, αν και δεν θα το έβλεπε ποτέ, αφού οι γυναίκες ήταν ουσιαστικά εργατικές δούλες παντού.
Ωστόσο, η Ντιν είχε φιλοδοξίες. Ονειρευόταν ερωτικά μπερδέματα, όπου ο εραστής της θα την έπαιρνε και θα την πήγαινε στην Μπανγκόκ, όπου θα γινόταν γιατρός κι αυτή θα περνούσε τη μέρα της ψωνίζοντας με τις φίλες της. Οι ορμόνες της τη δυσκόλευαν, αλλά η τοπική τους κουλτούρα της απαγόρευε να τις ομολογήσει, ακόμη και στον εαυτό της. Ο πατέρας, ο αδερφός της, ακόμη κι η μητέρα της ίσως την τιμωρούσαν αν την έπιαναν ακόμη και να χαμογελάει σε αγόρι εκτός οικογενείας.
Το ήξερε και το αποδεχόταν αναντίρρητα.
Ήταν το σχέδιο της να αρχίσει να ψάχνει σύζυγο αμέσως κι η μαμά της προσφέρθηκε να τη διευκολύνει, καθώς κι οι δύο κυρίες Λι ήξεραν ότι έπρεπε να γίνει το συντομότερο για να μην κινδυνεύσει η υπόληψη της οικογένειάς τους.