Powell Michael - Η Μοίρα Των Τεσσάρων стр 9.

Шрифт
Фон

«Πολύ καλά, γιατρέ, σε γενικές γραμμές. Αλλά έχω ακόμα εφιάλτες».

«Ναι, το θυμάμαι. Δεν με εκπλήσσει μετά από αυτά που πέρασες».

«Νιώθω ότι έχω χάσει εντελώς το κουράγιο μου. Ξυπνάω με κρύο ιδρώτα τις περισσότερες νύχτες και δεν μπορώ να ξανακοιμηθώ. Βλέπω κάθε φορά τον ίδιο εφιάλτη, τους ναύτες να εξαφανίζονται μπροστά μου μέσα σε μια μπάλα φωτιάς. Θέλω να τους βοηθήσω, αλλά δεν μπορώ, γιατί είμαι κατατρομαγμένος».

«Όπως σου είπα, δεν με εκπλήσσει. Υπομονή, τα πας πολύ καλά. Χρειάζεσαι ακόμα τα δεκανίκια;».

Ο Έρνεστ έδειξε το δεκανίκι που είχε αφήσει δίπλα στην καρέκλα του. Όπως βλέπεις, έχω μείνει μόνο με ένα τώρα. Υποθέτω ότι δεν το χρειάζομαι πραγματικά, αλλά νιώθω σιγουριά να το έχω μαζί μου».

«Πιστεύω ότι μόλις σταματήσεις να το χρησιμοποιείς, θα νιώσεις πολύ καλύτερα».

Στις αρχές του καλοκαιριού απαλλάχτηκε από τα δεκανίκια του. Κάθε μέρα που πήγαινε στην παραλία, περιπλανιόταν βλέποντας τα σκάφη τύπου καραβέλας να σέρνονται μέσα και έξω από τη θάλασσα δεμένα με αλυσίδες σε μεγάλα βαρούλκα, αγκυροβολημένα στην παραλία. Ο ήχος των κυμάτων στα βότσαλα έγινε ο σύντροφός του και απολάμβανε να βλέπει τα γκρίζα νερά απέναντι μέχρι το Γκούντγουιν Σαντς. Μια ξάστερη μέρα μπορούσες να δεις καθαρά μέχρι και τα κατάρτια των ναυαγίων.

«Θα μπορούσα να βρίσκομαι κι εγώ μέσα σ’ ένα ναυάγιο», σκέφτηκε.

Τα ραντεβού του με τον γιατρό Φιλντ ήταν προγραμματισμένα κάθε μήνα και τον Αύγουστο του 1918 έκανε τις τελευταίες γενικές εξετάσεις.

«Πώς νιώθεις τώρα;», ρώτησε ο γιατρός.

«Σωματικά, καλά. Έκανα πολλούς περιπάτους και λίγο ελαφρύ τρέξιμο κατά μήκος της παραλίας. Δεν μπόρεσα να μπω στο νερό. Πολλές κακές αναμνήσεις».

«Λοιπόν, νομίζω ότι είσαι έτοιμος να επιστρέψεις στην ενεργό δράση. Ωστόσο, θα προτείνω να κάνεις μια δουλειά γραφείου για λίγους μήνες, μέχρι να είμαστε σίγουροι ότι είσαι σε καλή κατάσταση. Δεν μου είπες ότι δούλευες στο Ναυαρχείο στο παρελθόν;».

«Ναι, έτσι είναι. Γνωρίζω γερμανικά και μετέφραζα έγγραφα γι' αυτούς, τηλεγραφικά μηνύματα, τέτοια πράγματα».

«Ωραία. Θα σου συνιστούσα να επιστρέψεις εκεί προς το παρόν. Αν αργότερα νιώσεις αρκετά δυνατός, ίσως μπορέσεις να ξαναγυρίσεις στη θάλασσα. Αλλά τώρα που οι Αμερικανοί μπήκαν στον πόλεμο, αμφιβάλλω ότι θα διαρκέσει για πολύ ακόμα».

Έτσι, τον Σεπτέμβριο τον κάλεσαν πίσω για να συνεχίσει τα ελαφρά του καθήκοντα στο Ναυαρχείο, ακριβώς στη στιγμή για να δει την ήττα των γερμανικών δυνάμεων το Νοέμβριο του ίδιου έτους. Εκεί έμαθε ότι ήταν μόνο ένας από τους τρεις τυχερούς που επιβίωσαν από την καταστροφική βύθιση του «Indefatigable» στη μάχη του Γιούτλαντ. Κι επειδή η απόσπασή του στο πλοίο είχε γίνει μόλις λίγες μέρες πριν εκείνη την απαίσια μέρα, δεν εμφανίστηκε καν το όνομά του στον κατάλογο του πληρώματος. Παρά την τρομακτική του εμπειρία τουλάχιστον επέζησε από τον πόλεμο, σε αντίθεση με τόσους πολλούς από τους συντρόφους του.

Δεν ξαναπήγε στη θάλασσα, μέχρι εκείνη την τελευταία φορά.

****

Ο διοικητής του Έρνεστ ήρθε στο γραφείο του λίγο μετά την Ανακωχή. «Μιλάς πολύ καλά γερμανικά, έτσι δεν είναι;». Δεν περίμενε απάντηση, η ερώτηση ήταν εντελώς ρητορική, και συνέχισε: «Θέλουμε να πας στη Γαλλία. Η Επιτροπή Ανακωχής ετοιμάζεται να συζητήσει τους όρους της παράδοσης. Πρέπει να αποφασίσουμε τι θα κάνουμε με το γερμανικό Ναυτικό, και πρέπει να πάρουμε όσο περισσότερες πληροφορίες απ’ αυτούς. Είσαι έτοιμος για κάτι τέτοιο; Ξέρω ότι ήσουν στο Γιούτλαντ. Μπορείς να τα καταφέρεις;».

«Ναι, έτσι νομίζω. Έχω ξεπεράσει τα προβλήματά μου, καιρό τώρα».

Κι όμως, δεν τα είχε ξεπεράσει. Ακόμα έκανε άσχημο ύπνο, και συχνά ξυπνούσε από τον ίδιο εφιάλτη, στον οποίο άκουγε τους αρρωστημένους ήχους που έβγαιναν όταν η θάλασσα ρουφούσε το πλοίο και εκείνο εξαφανιζόταν μέσα της. Τα εγκαύματα και οι πληγές του θεραπεύτηκαν, αλλά οι ουλές που έμειναν τον πονούσαν όταν τραβούσε το δέρμα του, για να του θυμίζουν το μαρτύριό του. Είχε ανάγκη να τα αφήσει όλα αυτά πίσω του και δεν υπήρχε καλύτερος τρόπος από το να βοηθήσει στη συμφιλίωση των δύο λαών.

Το ταξίδι του στο Παρίσι από το Κρίκλγουντ, μια θλιβερή συννεφιασμένη και υγρή μέρα, ήταν η αφορμή για να μπει πρώτη φορά σε αεροπλάνο. Το βομβαρδιστικό αεροπλάνο του Χάντλεϊ Πέιτς που είχε μετατραπεί σε επιβατικό, δεν ήταν ό,τι πιο άνετο για ταξίδι. Ήταν κρύο και θορυβώδες. Είχαν βάλει αντί για καθίσματα μουσαμάδες πάνω σε μεταλλικούς σκελετούς, που τους ένιωθε να χώνονται στους μηρούς του και μπορούσε να αισθανθεί το κρύο μέταλλό τους ακόμα και μέσα από το ζεστό ναυτικό του παλτό. Οι κινητήρες είχαν ανάψει και ένιωσε το αεροπλάνο να ασκεί πίεση στα φρένα του. Στη συνέχεια, κλυδωνίστηκε για λίγο κατά μήκος του χορταριασμένου αεροδιαδρόμου, και ένιωσε την ουρά του να ανεβαίνει καθώς επιτάχυνε. Γαντζώθηκε στη θέση του καθώς το αεροσκάφος αγκομαχούσε πάνω στο έδαφος, φοβούμενος ότι αυτό θα μπορούσε να συνεχιστεί και να χτυπήσει πάνω στα κτήρια που είχε δει στο τέλος του αεροδιαδρόμου. Με τους κινητήρες να βρυχώνται, το αεροσκάφος ανυψώθηκε, -στην αρχή αρκετά αργά και διστακτικά-, και στη συνέχεια είδε τα κτήρια του αεροδρομίου να περνούν από κάτω καθώς ανέβαινε σιγά-σιγά. Πέταξαν πάνω από το δυτικό Λονδίνο και πήγαν νότια. Σε λιγότερο από μια ώρα, πέρασαν πάνω από γκρεμούς και μια παραλία με θολά νερά. Από κάτω φορτηγά πλοία περνούσαν κατά μήκος της Μάγχης προς κάθε κατεύθυνση, μεταφέροντας αγαθά από και προς τα πολυσύχναστα λιμάνια της Ολλανδίας και της Βρετανίας. Η θάλασσα ήταν μαυρισμένη και διάσπαρτη με κορυφές κυμάτων που έσκαγαν. Τον έπιασε ρίγος όταν θυμήθηκε την τελευταία φορά που είχε δει τη θάλασσα από ψηλά, όταν στεκόταν στα καταστρώματα του μοιραίου «Indefatigable». Ανακουφίστηκε όταν έφτασαν στις γαλλικές ακτές και άρχισαν να προσγειώνονται στο αεροδρόμιο του Λε Μπουρζέ. Το αεροπλάνο κατέβηκε σε έναν χορταριασμένο αεροδιάδρομο που τον προσπερνούσαν όλο πιο γρήγορα καθώς πλησίαζαν. Με ένα απαίσιο τρέκλισμα προσγειώθηκε στο έδαφος και ένιωσε την πέδηση να ενεργοποιείται και τις μηχανές να σβήνουν.

Το αεροπλάνο τροχοδρόμησε και σταμάτησε στο γρασίδι, κοντά σε ένα σκέπαστρο. Ένας άντρας στεκόταν ακριβώς στην είσοδο της σκηνής, κομψός και καλά ντυμένος με ένα μοδάτο σκούρο παλτό, μεταξωτό κασκόλ γύρω από το λαιμό του, δερμάτινα γάντια και ένα καπέλο ρεπούμπλικα. Ο Έρνεστ παρατήρησε ότι παρά τον υγρό καιρό τα παπούτσια του άστραφταν. Περίμενε να σταματήσουν σιγά-σιγά οι μηχανές του αεροπλάνου και μετά περπάτησε έως την πόρτα του για να υποδεχτεί τον Έρνεστ. Δεν έδωσε το χέρι του, απλά υποκλίθηκε ελαφρά και είπε: «Διοικητά Τζένκινς; Χαίρομαι που σας γνωρίζω. Το όνομά μου είναι Τζον Σμιθ, και δεν είναι ψευδώνυμο, σας διαβεβαιώνω».

Ο Τζον Σμιθ είχε ανοικτό, φιλικό χαρακτήρα και ο Έρνεστ συμπάθησε αμέσως τον νεαρό άντρα. Στον δρόμο για το Παρίσι ο Σμιθ τον ενημέρωσε για το σχέδιο να υποβαθμίσει το γερμανικό πολεμικό Ναυτικό σε μια αμιγώς αμυντική δύναμη. «Το πρόβλημά μας είναι οι "Βάτραχοι" (οι Άγγλοι αποκαλούν «Βάτραχους» τους Γάλλους γιατί τους αρέσει να τρώνε βατραχοπόδαρα). Θέλουν το μερτικό τους από τον πόλεμο και πολλά περισσότερα. Η Γερμανία θα χρεωκοπήσει εντελώς αν καταφέρουν να γίνει το δικό τους».

«Δεν μπορώ να πω ότι με νοιάζει και ιδιαίτερα», είπε ο Έρνεστ. «Αν με ρωτάς, αυτοί ξεκίνησαν αυτό το κακό και παίρνουν αυτό που τους αξίζει».

«Ίσως. Μου είπαν ότι ήσουν στο Γιούτλαντ».

«Ναι, και ήταν κι αυτό ένα καταραμένο χάος, επίσης».

«Ελπίζω να μην σε πειράζει που το λέω αυτό, αλλά θα ήθελα, αν μπορείς, να προσπαθήσεις να το βγάλεις από το μυαλό σου. Όλοι φάγαμε τα μούτρα μας πολύ άσχημα, και οι δύο πλευρές. Αυτό που θέλουμε να κάνουμε τώρα είναι να προχωρήσουμε μπροστά, έτσι ώστε αυτός ο πόλεμος που μόλις κάναμε να είναι ο τελευταίος, εντάξει;».

Ваша оценка очень важна

0
Шрифт
Фон

Помогите Вашим друзьям узнать о библиотеке

Скачать книгу

Если нет возможности читать онлайн, скачайте книгу файлом для электронной книжки и читайте офлайн.

fb2.zip txt txt.zip rtf.zip a4.pdf a6.pdf mobi.prc epub ios.epub fb3

Популярные книги автора