Powell Michael - Η Μοίρα Των Τεσσάρων стр 10.

Шрифт
Фон

«Ναι, ναι, φυσικά». Ο Έρνεστ ένιωσε αμήχανα με αυτό που είπε ο Σμιθ. «Εσύ πού ήσουν;». «Στις μάχες του Μάρνη, της Υπρ, του Σομ. Στάθηκα πολύ τυχερός, αυτό είναι το μόνο που μπορώ να πω. Πρέπει να είχα άγιο. Είχα τραυματιστεί μερικές φορές, όχι πολύ άσχημα, δόξα τω Θεώ, και τελικά με άφησαν να γυρίσω σπίτι όταν κατάλαβαν ότι δεν θα τους ήμουν πια χρήσιμος. Ήταν, βλέπεις, δύσκολο να τραβήξω τη σκανδάλη».

Σήκωσε το δεξί του χέρι και ο Έρνεστ είδε μέσα στο κομψό του γάντι να υπάρχει μόνο μια ξύλινη γροθιά.

«Κατάλαβα ότι μιλάς γερμανικά. Άπταιστα;», ρώτησε ο Σμιθ.

«Πολύ καλά, ναι».

«Πώς κι έτσι;».

«Είχα πολλές επαφές με Γερμανούς πριν τον πόλεμο. Ζω στο Ντιλ, και συνήθιζα να κάνω ιστιοπλοΐα, έτσι είχα γνωρίσει αρκετούς στις λεμβοδρομίες. Έκανα κάποια γερμανικά στο σχολείο, κι έτσι μπόρεσα να τα τελειοποιήσω όταν βρισκόμασταν εκεί».

«Αλήθεια; Πήγες στο Κάους;».

«Και σε άλλα μέρη, αλλά, ναι, ήμουν εκεί όταν ο «Meteor» μας ξαναχτύπησε.

«Το γιοτ του Κάιζερ Μπιλ; Άκουσα ότι ήταν πολύ καλό».

Άρχισαν να συζητούν για γιοτ -που αποδείχθηκε ότι ήταν κοινό ενδιαφέρον- και αυτό διήρκησε σε όλο το δρόμο προς το Παρίσι. Το αυτοκίνητο τούς πήγε σε ένα από τα μεγάλα περίτεχνα κυβερνητικά κτήρια στην αποβάθρα Ντ' Ορσέ, όπου βρίσκονταν ορισμένα από τα γραφεία της Ειρηνευτικής Επιτροπής. Ο Σμιθ τον οδήγησε σε ένα μεγάλο δωμάτιο, γεμάτο δακτυλογράφους και υπαλλήλους, και σε ένα μικρό γραφείο.

«Αυτό είναι το γραφείο σου. Λυπάμαι που είναι κάπως μικρό. Εργαζόμαστε πολλοί εδώ μέσα».

Το γραφείο ήταν γεμάτο με αρχεία και έγγραφα και ο Σμιθ του τα έδειξε με απολογητικό ύφος. «Σου έχουν αναθέσει όλους αυτούς τους φακέλους και φοβάμαι ότι πρέπει να τους διαβάσεις όλους», του είπε. «Σου έχουμε διαθέσει μια γραμματέα. Θα της πω να έρθει να την γνωρίσεις. Θα σου δείξει πού είναι τα κατατόπια Ίσως να μπορέσουμε να δειπνήσουμε μια μέρα μαζί, μόλις τακτοποιηθείς».

Λίγα λεπτά αφότου έφυγε ο Σμιθ, ήρθε μια κοπέλα που έμοιαζε αποκαμωμένη από κούραση και συστήθηκε ως γραμματέας του, -Τζέιν την έλεγαν-, και του έδειξε πού είναι το καθετί. «Σας έχουν διαθέσει κάποια δωμάτια σε ένα διαμέρισμα στο «Βουλ Μις». Θα σας δώσω ένα χάρτη. Είναι ακριβώς στο δρόμο λίγο πιο πάνω από εδώ».

Ο Έρνεστ άρχισε να δουλεύει, με τον δικό του σύστημα, μέσα σε στοίβες εγγράφων. Το μάλλον τυποποιημένο τους περιεχόμενο, αφορούσε στις συζητήσεις μεταξύ των Συμμάχων και των Γερμανών αντιπροσώπων, και ορισμένες σημειώσεις σχετικά με τις διαπραγματευτικές θέσεις των δύο πλευρών. Γνώριζαν σαφώς ότι οι Γάλλοι δεν ήταν πρόθυμοι να δείξουν κάποια ευελιξία, και ότι οι Βρετανοί και οι Αμερικανοί ήταν περισσότερο διατεθειμένοι να συμβιβαστούν, όπως επίσης και ότι οι Γερμανοί, κάποιοι από αυτούς τουλάχιστον, ήταν απρόθυμοι να παραδεχθούν πλήρως, είτε ότι η ευθύνη για τον πόλεμο ήταν δική τους ή είτε ότι στην πραγματικότητα είχαν χάσει.

Εξαντλημένος στο τέλος της πρώτης μέρας, ο Έρνεστ έφυγε από το κτήριο, έχοντας βεβαιωθεί ότι είχε πάσο για να μπει στο κτήριο το επόμενο πρωί. Η Τζέιν του είχε δώσει ένα χάρτη για να βρει τον δρόμο για το διαμέρισμά του. Ακολούθησε τις οδηγίες του περπατώντας κατά μήκος του δρόμου δίπλα από τον Σηκουάνα προς την Ιλ ντε λα Σιτέ και στη συνέχεια έστριψε δεξιά όταν έφτασε στο Ποντ Σεν Μισέλ, κατά μήκος της λεωφόρου Σεν Μισέλ.

Το διαμέρισμα ήταν σε ένα ψηλό κτήριο, ακριβώς δίπλα στη Σορβόννη. Ήταν μια όμορφη γειτονιά, που ζούσε ακόμη στον απόηχο του φοβερού πολέμου που παραλίγο να ισοπεδώσει την πόλη. Ο δρόμος, γεμάτος με φλαμουριές, είχε μείνει άθικτος και τα καλντερίμια του υποδεχόταν τους μαθητές που πηγαινοέρχονταν στα μαθήματά τους και στα μπαρ που ήταν ανοικτά μέρα και νύχτα. Μουσική παντού, και κυρίως τζαζ, μια νέα ξενόφερτη μόδα από την Αμερική, ξεχυνόταν στους δρόμους απ’ όπου περνούσε. Η πόρτα της εισόδου τον έβγαλε σε μια αυλή, όπου μια χαρακτηριστική Γαλλίδα θυρωρός καθόταν δίπλα στο παράθυρό της, κοιτώντας καχύποπτα όλους όσους έρχονταν. Ο Έρνεστ πήγε στην πόρτα της. «Με λένε Τζένκινς», είπε στα γαλλικά. «Νομίζω ότι έχει κρατηθεί ένα διαμέρισμα για μένα εδώ».

Η θυρωρός είπε κάτι μουγκρίζοντας για την συμφωνία που είχε κάνει, και του έδωσε ένα μπρελόκ με μεγάλα και μικρά κλειδιά. «Το μεγάλο είναι για την εξωτερική πόρτα που είναι κλειστή τη νύχτα. Το μικρότερο είναι για το διαμέρισμά σου, 3

ος

Ο Έρνεστ ήταν πολύ απασχολημένος στο Ντ' Ορσέ. Πήγαινε σε ένα από τα μπαρ που σύχναζαν φοιτητές πριν πάει στο σπίτι μετά τη δουλειά, για να βιώσει την μεθυστική μεταπολεμική ατμόσφαιρα που κυριαρχούσε στην πόλη, καθώς οι Γάλλοι ζούσαν ξέγνοιαστα για να ξεχάσουν τον πόλεμο. Εν τω μεταξύ, με τον Σμιθ είχαν γίνει καλοί φίλοι και του έδειχνε την πόλη στα ρεπό του. Καθώς η άνοιξη έδινε τη θέση της στο καλοκαίρι, έκαναν περίπατο κατά μήκος της όχθης του ποταμού και έψαχναν για κάποιο νέο βιβλίο στους χαρακτηριστικούς πάγκους των μπουκινίστ, των πωλητών μεταχειρισμένων βιβλίων. Κάθονταν σε μικρά καφέ και αντάλλαζαν τις εμπειρίες τους από τις μάχες. Ο Σμιθ είχε αποστρατευτεί λόγω τραυματισμού στη δεύτερη μάχη του Σομ, όταν η σφαίρα ενός πολυβόλου είχε κόψει τον καρπό του. Η πληγή είχε μολυνθεί και τελικά οι χειρουργοί αναγκάστηκαν να ακρωτηριάσουν το χέρι του. «Ήταν μεγάλος μπελάς. Έπρεπε να μάθω να γράφω από την αρχή με το δεξί, αν καταλαβαίνεις τι εννοώ. Και πάλι όμως, θα μπορούσε να ήταν χειρότερα. Τουλάχιστον έχω μια δικαιολογία όταν οι δικοί μου παραπονιούνται ότι δεν επικοινωνώ μαζί τους».

Η δουλειά του Έρνεστ ήταν κυρίως να μεταφράζει γερμανικά κείμενα για την Επιτροπή. Καθώς συνέχισε να μελετά τα έγγραφα στο γραφείο του, βεβαιωνόταν όλο και περισσότερο, όπως είπε ο Σμιθ, ότι έκαναν μεγάλο λάθος να τιμωρήσουν τους Γερμανούς τόσο σκληρά. Μέχρι να έλθουν και επίσημα σε συμφωνία, οι δυο χώρες στην πραγματικότητα εξακολουθούσαν να βρίσκονται σε πόλεμο, αλλά υπό ανακωχή. Αυτό σήμαινε ότι, αν οι Γερμανοί δεν συμφωνούσαν με τους όρους παράδοσης, ο πόλεμος ίσως συνεχιζόταν, αλλά με τη Γερμανία να βρίσκεται σε ευάλωτη θέση. Αυτό ανησυχούσε πολύ τον Έρνεστ και τους συναδέλφους του. «Δεν μπορούμε να πάμε πάλι σε πόλεμο, μπορούμε;», ρώτησε τον Σμιθ.

«Όχι, είναι απλά μια μπλόφα. Οι Γάλλοι παίζουν τη «γάτα με το ποντίκι» με τους Γερμανούς, για να εκδικηθούν».

«Παίζουν; Θα αστειεύεσαι!».

«Δυστυχώς όχι. Οι Γάλλοι και εμείς, και οι Αμερικανοί σε μικρότερο βαθμό, θέλουμε πάρουμε εκδίκηση. Αλλά μην ανησυχείς, δεν θα υπάρξει άλλος πόλεμος. Έχουν εγκρίνει τώρα τους όρους μας».

«Ναι, αλλά φοβάμαι ότι θα χρεωκοπήσουν εντελώς. Ξέρω τους Γερμανούς καλά, και φοβάμαι πως αν προχωρήσουμε σε όλες αυτές τις πολεμικές αποζημιώσεις, θα δημιουργήσουμε ένα καινούριο τέρας».

«Πραγματικά, ελπίζω να κάνεις λάθος, Έρνεστ. Δεν ήταν “… αυτός ο τελικός πόλεμος —ο πόλεμος που θα τερματίσει όλους τους πολέμους”»;

Ο Έρνεστ κοίταξε τον φίλο του, θλιμμένος. «Σίγουρα το ελπίζω. Θα δούμε».

Η πρώτη του βοηθός, η Τζέιν, είχε επιστρέψει στην Αγγλία και αντικαταστάθηκε από μία όμορφη γυναίκα, πρώην αξιωματικό της Υπηρεσίας του Βασιλικού Ναυτικού, που την έλεγαν Μάργκαρετ. Είχε υπηρετήσει με τις Ρενς, -το γυναικείο τμήμα αξιωματικών του Βασιλικού Ναυτικού- κατά τη διάρκεια του πολέμου και παρέμεινε στις καταστάσεις μισθοδοσίας του κράτους ως κανονική εργαζόμενη και αφού καταργήθηκε η υπηρεσία. Είχε αποσπαστεί στην Επιτροπή Εκεχειρίας επειδή γνώριζε γαλλικά.

Ο Σμιθ του την σύστησε και εκείνος εντυπωσιάστηκε αμέσως μαζί της. Ήταν έξυπνη και είχε θετική αύρα, σε αντίθεση με την Τζέιν, που παραπονιόταν συνεχώς ότι είχε κολλήσει στο Παρίσι. Έκανε κάποιες ερωτήσεις στον φίλο του για εκείνη. «Είναι καλή κοπέλα. Δεν είναι ο τύπος μου, αλλά αρκετά όμορφη. Έχεις τσιμπηθεί μαζί της;».

Ваша оценка очень важна

0
Шрифт
Фон

Помогите Вашим друзьям узнать о библиотеке

Скачать книгу

Если нет возможности читать онлайн, скачайте книгу файлом для электронной книжки и читайте офлайн.

fb2.zip txt txt.zip rtf.zip a4.pdf a6.pdf mobi.prc epub ios.epub fb3

Популярные книги автора