Οι γονείς του χαίρονταν, πραγματικά, για εκείνον, επειδή τον έβλεπαν χαρούμενο και περηφανεύονταν γι’ αυτόν σε συγγενείς και οικογενειακούς φίλους.
Πέραν του ότι πήγε στο Πανεπιστήμιο, κάνει και κάτι χρήσιμο και προσοδοφόρο, με αυτά τα λίγα που μπορούσε να μαζεύει.
«Δεν θα είναι πολλά, μα για ένα φοιτητή, είναι σίγουρα καλύτερο από το τίποτα».
Έτσι μνημόνευαν τη δουλίτσα, που είχε βρει ο γιος τους.
«Φαίνεται ότι δεν είναι ο μόνος κι, έτσι, γνώρισε κι άλλους συνομηλίκους του, με τους οποίους έβγαινε, κάποιες φορές, για βόλτα, βρίσκονταν στο πάρκο Τζιαρντίνι Μαργκερίτα ή στην Πιάτσα Ματζόρε, το απόγευμα του Σαββάτου, διασκέδαζαν και, κάποιες φορές, έτρωγε έξω μαζί τους.
Με τα λίγα που κερδίζει, καταφέρνει να τα βγάζει πέρα, ακόμη και χωρίς να χρειαστεί να του δώσουμε χρήματα».
Ήταν εύκολη δουλειά, αφού έπρεπε, απλά, να μοιράζει φυλλάδια. Όσο για κάποιον που δεν ήξερε πώς να κάνει αυτή τη δουλειά; Αρκούσε να μοιράζει τα διαφημιστικά φυλλάδια τριγύρω. Στις πολυκατοικίες, στους δημόσιους χώρους ή ακόμη και στο δρόμο και το πρόβλημα λυνόταν. Δεν απαιτούνταν κάτι άλλο, ούτε υπήρχε κάποιου άλλου είδους υποχρέωση.
Εύκολο, παιχνιδάκι.
Κι αυτό έκανε κάθε απόγευμα, μία, το πολύ δύο ώρες την ημέρα και μόνο τις καθημερινές, όταν τελείωνε από τα μαθήματα της Σχολής. Τα Σαββατοκύριακα ξεκουραζόταν, διασκέδαζε και ξόδευε ένα μικρό μέρος των χρημάτων που είχε κερδίσει: επειδή ήταν επιμελής, είχε συμφωνήσει με τους γονείς του, να κρατούν τα μισά. Τώρα, που είχε τη δυνατότητα, ήθελε να συμβάλλει στα έξοδα του σπιτιού, στο βαθμό που μπορούσε.
Έτσι, συνέχιζε τη δουλειά, με τη φυσική αφέλεια της ηλικίας του, χωρίς καν να αναρωτιέται τι πράγμα διαφήμιζαν αυτά τα φυλλάδια.
IV
Το βράδυ της ίδιας ημέρας, στις 18:30, ο Επιθεωρητής Τζαμάνι κι ο πράκτορας Φινόκι, επέστρεψαν στην οδό Κρακοβία, για να μιλήσουν με τον Πάολο Καρνεβάλι.
Χτύπησαν το κουδούνι και, μέσα σε λίγα λεπτά, βρίσκονταν μέσα στο διαμέρισμα.
«Με ειδοποίησαν, λίγο μετά την άφιξή σας», εξήγησε ο άντρας. «Σας περίμενα. Παρακαλώ, αν θέλετε, περάστε στο σαλόνι».
Κάθισαν σε μία ροτόντα, μεσαίου μεγέθους και, μετά τις συστάσεις, ο Τζαμάνι άρχισε να μιλά.
«Μας συγχωρείτε για το ακατάλληλο της ώρας. Δεν ξέρω αν συνηθίζετε να δειπνείτε νωρίς, αλλά μάλλον θα σας βγάλουμε λίγο εκτός προγράμματος».
«Μη σας προβληματίζει», απάντησε ο Καρνεβάλι. «Κυρίως, θέλω να μάθω το λόγο της επίσκεψής σας».
«Θα θέλαμε να μιλήσουμε για τη Λουτσία Μιστρόνι».
«Τι έκανε; Της συνέβη κάτι;»
Φαινόταν να μη γνωρίζει τίποτα γι’ αυτό που είχε συμβεί στην πρώην αρραβωνιαστικιά του ή, αν το ήξερε, το έκρυβε καλά.
«Σήμερα το πρωί, η μητέρα της τη βρήκε νεκρή, μέσα στο διαμέρισμά της».
Ο Πάολο Καρνεβάλι έκλεισε, για μία στιγμή, τα μάτια του και μετά τα άνοιξε πάλι και είπε:
«Λυπάμαι πάρα πολύ. Πώς έγινε; Βρήκατε κάτι; Φαντάζομαι, ότι για να είστε εδώ, είναι ακόμη νωρίς για να κατονομάσετε τον ένοχο».
«Ερευνούμε την υπόθεση», εξήγησε ο Τζαμάνι. «Για την ώρα, ξέρουμε μόνο ότι η μητέρα της πήγε στο σπίτι της κόρης της και, επειδή δεν έπαιρνε απάντηση, επέστρεψε για να πάρει τα δικά της κλειδιά για το διαμέρισμα. Όταν άνοιξε την πόρτα, η Λουτσία Μιστρόνι ήταν πεσμένη στο πάτωμα».
Τουλάχιστον, προς ώρας, δεν είπε κάτι για τα απειλητικά τηλεφωνήματα.
«Ελπίζω, να βρείτε γρήγορα τον ένοχο. Γιατί ήρθατε να μιλήσετε μαζί μου; Δεν έχω δει τη Λουτσία, από τότε που χωρίσαμε, δηλαδή εδώ και λίγους μήνες».
«Πρέπει να εξετάσουμε κάθε στοιχείο και ο πρώην αρραβωνιαστικός είναι ένα εξ αυτών».
«Όπως σας είπα, δε γνωρίζω τίποτε, γι’ αυτό το θέμα. Δεν έχω δει τη Λουτσία εδώ και κάποιους μήνες».
«Γνωρίζουμε ότι, τελευταία, μαλώνατε συχνά», είπε ο Επιθεωρητής.
«Η μητέρα της σας το είπε αυτό;»
«Μάλιστα».
«Κατάλαβα. Ωραία, τον τελευταίο καιρό του αρραβώνα μας μαλώναμε αλλά αυτό δε σημαίνει πως εγώ είμαι ο ένοχος».
«Δε θέλουμε να πούμε κάτι τέτοιο. Όπως σας είπα, πρέπει να ακολουθήσουμε κάθε στοιχείο που μπορεί να μας οδηγήσει στον ένοχο γι’ αυτό το συμβάν. Γιατί μαλώνατε;»
Υπήρξε μία σύντομη παύση, στην οποία ο Πάολο Καρνεβάλι σκέφτηκε, προτού απαντήσει: «Θα έλεγα ότι η παραμικρή πρόφαση μπορούσε να ξεκινήσει μία έντονη συζήτηση μεταξύ μας. Η σχέση μας, για κάποιο λόγο, είχε πάρει αυτή την τροπή, τους τελευταίους μήνες. Μαλώναμε, ακόμη και για τα πιο απλά πράγματα».
Ο πράκτορας Φινόκι κρατούσε σημειώσεις, καταγράφοντας το καθετί.
«Καταλαβαίνω», είπε ο Επιθεωρητής. «Εδώ και καιρό, φαίνεται ότι η δεσποινίς Μιστρόνι δεχόταν απειλητικά τηλεφωνήματα. Υποπτεύεστε ποιος μπορεί να ήταν; Απ’ όσο ξέρετε, υπάρχει κάποιος που θα μπορούσε να φτάσει σε αυτό το σημείο; Κάποιος που να γνώριζε τη Λουτσία και με τον οποίο να έγινε κάτι πολύ δυσάρεστο;»
«Λυπάμαι. Δεν γνωρίζω κάτι».
Απ’ ό, τι φαινόταν, δε θα αποκόμιζαν κάτι από τον κύριο Καρνεβάλι, τουλάχιστον για την ώρα.
«Σύμφωνοι. Σε περίπτωση που σκεφτείτε κάτι για τη δεσποινίδα Μιστρόνι, καλέστε μας και ζητήστε εμένα».
Ο άντρας συγκατένευσε.
«Α, κάτι τελευταίο», είπε ο Επιθεωρητής Τζαμάνι, αποχωρώντας, ακριβώς πριν κατέβει τις σκάλες, «Να παραμείνετε στη διάθεσή μας».
V
«Μπορώ να πληρώσω με κάρτα;», ρώτησε η γυναίκα.
«Φυσικά», απάντησε η υπάλληλος του γυμναστηρίου.
«Τέλεια. Τι έντυπο πρέπει να συμπληρώσω για την εγγραφή;»
«Αυτό εδώ. Συμπληρώστε το μόνη σας και, όπου έχετε απορία, ρωτήστε μας», τη συμβούλεψε η ξανθιά γυναίκα, πίσω από τον πάγκο. «Με κεφαλαία, παρακαλώ».
Η άλλη γυναίκα συμφώνησε και πήρε το στυλό, που ήταν δεμένο με ένα κορδονάκι.
«Μαριολίνα Σπατζέζι; Διαβάζω σωστά;», ρώτησε η υπάλληλος.
«Μάλιστα».
«Και μένετε στην οδό Σαν Βιτάλε, στον αριθμό 12, σωστά;»
«Ακριβώς».
«Τέλεια. Θα έλεγα πως όλα είναι ευανάγνωστα».
Μετά, της έδωσε ένα φυλλάδιο στο οποίο διευκρινιζόταν ο κανονισμός του γυμναστηρίου.
Η Μαριολίνα Σπατζέζι το δίπλωσε, το έβαλε στην τσάντα και, βγαίνοντας, χαιρέτισε την άλλη γυναίκα, προτού πάρει το δρόμο της επιστροφής για το σπίτι.
Δεν έβλεπε την ώρα να ξεκινήσει: εδώ και καιρό είχε υποσχεθεί στον εαυτό της ότι θα πήγαινε στο γυμναστήριο, ελεύθερα, χωρίς δέσμευση από ωράρια κι, επιτέλους, εκείνη την ημέρα αποφάσισε να πάει.
Περνούσε από μπροστά, σχεδόν κάθε μέρα, γιατί ήταν στη διαδρομή από το σπίτι στη δουλειά της και, συχνά, προτιμούσε να περπατά, παρά να παίρνει τη συγκοινωνία. Θεωρούσε τη συγκοινωνία φορέα ιώσεων και, στο τέλος-τέλος, το περπάτημα, όπως λένε όλοι, κάνει καλό στην υγεία.
Εκείνο το βράδυ, έφτασε σπίτι και, αφού πήρε την αλληλογραφία και έφαγε ένα γρήγορο δείπνο, μία πίτσα που παρήγγειλε, πήγε να κοιμηθεί στις 21:00: κατάκοπη, από τη δύσκολη μέρα στη δουλειά, αποκοιμήθηκε αμέσως.
Όταν ξύπνησε την επόμενη μέρα, ενώ έπαιρνε πρωινό, έλεγξε την αλληλογραφία, την οποία είχε ακουμπήσει στο τραπεζάκι του σαλονιού.
Μερικά διαφημιστικά, μία κάρτα που της είχε στείλει μία φίλη που ήταν διακοπές στη Β. Ευρώπη κι ένας λευκός φάκελος, με γραμματόσημα, που έγραφε «x Μαριολίνα Σπατζέζι» και στον οποίο η διεύθυνση ήταν γραμμένη με μικρά γράμματα.
Δεν ήξερε ποιος είναι ο αποστολέας, γιατί, προφανώς, ο ίδιος δεν ήθελε να φανερωθεί ή, ίσως, γιατί θα αποκαλυπτόταν με κάποιο τρόπο από το περιεχόμενο του φακέλου ή για κάποιον άλλο λόγο, τον οποίο η Μαριολίνα δε γνώριζε.
Ακούμπησε την κούπα με το λάτε καφέ της στο τραπεζάκι και άνοιξε το φάκελο, περίεργη να δει ποιο θα μπορούσε να είναι το περιεχόμενό του.
Επειδή ήταν ελαφρύς, ο φάκελος δε φαινόταν να έχει κάτι μέσα.
Στην πραγματικότητα, όμως, κάτι είχε μέσα και, συγκεκριμένα, μία επαγγελματική κάρτα, που έγραφε:
Μάσσιμο Τροβαϊόλι
Διευθυντής Μάρκετινγκ
Tecno Italia Ε.Π.Ε
Στο κάτω μέρος της κάρτας, υπήρχε το τηλέφωνο της εταιρίας, ένας αριθμός κινητού, εταιρικό ενδεχομένως, και η διεύθυνση ενός προσωπικού e-mail.
Με τα χέρια της να τρέμουν, η Μαριολίνα έριξε το φάκελο στο πάτωμα κι αυτός πέταξε, για λίγο, προτού ακουμπήσει κάτω. To ξαναδιάβασε και κάθισε, για να προσπαθήσει να καταλάβει τι είχε συμβεί.