«Ας το ελπίσουμε», έγνεψε ο πράκτορας, αποχωρώντας.
Λίγα λεπτά, αργότερα, ο αρχηγός του Τμήματος Ανθρωποκτονιών, εμφανίστηκε στο γραφείο του Τζαμάνι, κι από το ύφος που είχε, δε φαινόταν να πρόκειται για μία τυπική επίσκεψη.
«Γεια σου, Τζαμάνι, σε χρειάζομαι», είπε, χωρίς προλόγους.
«Να προετοιμαστώ για το χειρότερο;», ρώτησε ο επιθεωρητής.
«Εύχομαι να μην είναι κάτι πολύπλοκο, μα σίγουρα, θα είναι κάτι δυσάρεστο. Δεχθήκαμε ένα τηλεφώνημα από κάποια, που είπε ότι πήγε στο σπίτι της κόρης της και τη βρήκε νεκρή».
«Θα προτιμούσα να ξεκινούσε διαφορετικά η ημέρα», είπε ο Τζαμάνι. «Υπάρχουν περαιτέρω πληροφορίες; Θέλω να πω, που να προέρχονται από το άτομο που κάλεσε;»
«Η κυρία είπε ότι έφτασε στο σπίτι της κόρης της κι ότι εκείνη δεν άνοιξε, παρόλο που χτύπησε πολλές φορές το κουδούνι. Έτσι, η κυρία, που φαίνεται ότι έχει κλειδιά του διαμερίσματος, γύρισε σπίτι, πήρε τα κλειδιά και , όταν άνοιξε την πόρτα, τη βρήκε πεσμένη στο πάτωμα του σαλονιού».
«Καταλαβαίνω», είπε ο Τζαμάνι και, μετά από μία σύντομη παύση, πρόσθεσε: «Γιατί θα πρέπει να είναι δολοφονία; Δε θα μπορούσε να πέθανε από φυσιολογικά αίτια; Να είχε κάποιο ατύχημα;»
«Δεν γνωρίζω», απάντησε ο αρχηγός. «Πιστεύω, ότι το καλύτερο θα ήταν να πάμε στο σημείο και να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε περισσότερα, όσον αφορά αυτό το συμβάν. Η κυρία, που τηλεφώνησε, περιμένει να πάμε και της είπα να παραμείνει στη διάθεσή μας, για αρκετή ώρα».
«Σύμφωνοι», έγνεψε ο Τζαμάνι. «Τώρα, πάω να ελέγξω».
Η κοπέλα ήταν, ακόμη, στη θέση που την είχε βρει η μητέρα της, πεσμένη στο πάτωμα.
«Δεν έχω ακουμπήσει τίποτα, σας διαβεβαιώνω γι’ αυτό», είπε η κυρία- αφού της έδειξαν τo σήμα τους- για να απαλλαγεί, αμέσως, από την ευθύνη για κάτι που δεν έκανε.
«Ήσαστε πολύ καλή», της απάντησε ο Τζαμάνι. «Μπορώ να μάθω το όνομά σας;».
«Κιάρα. Κιάρα Μπαλτζάνι», συστήθηκε. «Κι αυτή είναι η κόρη μου», πρόσθεσε, δείχνοντας προς το πτώμα της κοπέλας, σαν να ήταν, ακόμη, ζωντανή.
«Καταλαβαίνω. Μπορείτε να μου πείτε το όνομα της κόρης σας, αν έχετε την καλοσύνη;»
«Μα...φυσικά, να με συγχωρείτε. Είμαι ακόμη σε κατάσταση σοκ, λόγω αυτού του συμβάντος. Τη λένε...την έλεγαν...Λουτσία Μιστρόνι».
«Σας ευχαριστώ», είπε ο Τζαμάνι και, στη συνέχεια, πρόσθεσε: «Θα μπορούσα να μάθω, για ποιο λόγο δεν διστάσατε να καλέσετε την αστυνομία; Θέλω να πω, ο θάνατος θα μπορούσε να οφείλεται σε έμφραγμα ή σε οποιοδήποτε άλλο φυσικό αίτιο, σωστά;». Και απευθυνόμενος στον πράκτορα Μάρκο Φινόκι, που τον συνόδευε: «Σημειώνουμε τα πάντα».
O πράκτορας συγκατένευσε.
«Η ερώτησή σας είναι εύλογη αλλά φαίνεται πως, εδώ και λίγο καιρό, η κόρη μου δεχόταν απειλητικά τηλεφωνήματα. Γι’ αυτό θεώρησα, αμέσως, ότι ήταν ένας μη φυσικός θάνατος και γι’αυτό σας κάλεσα».
«Απειλητικά τηλεφωνήματα; Και ξέρετε ποιος καλούσε;»
«Όχι, αν και, πάντα, είχα την αμφιβολία, ή την πεποίθηση- αν προτιμάτε- και την ίδια είχε κι η κόρη μου, ότι αυτός που την καλούσε ήταν ένας από τους πρώην αρραβωνιαστικούς της», εξήγησε η γυναίκα. «Η σχέση τους τελείωσε με αρκετά άσχημο τρόπο, καθώς μάλωσαν πολύ έντονα. Προς το τέλος του αρραβώνα τους, μάλωναν συχνά».
«Καταλαβαίνω», συγκατένευσε ο Τζαμάνι, «Πρέπει να ξέρουμε το καθετί για την κόρη σας. Ηλικία, τι δουλειά έκανε, τις προτιμήσεις της, διευθύνσεις και ονόματα των φίλων της. Κι αυτός ο πρώην αρραβωνιαστικός; Μπορείτε να μας πείτε το όνομά του; Οποιαδήποτε πληροφορία γνωρίζετε για εκείνον. Και...κάτι ακόμη: η κόρη σας ήταν παντρεμένη; Αρραβωνιασμένη; Ελεύθερη; Ξέρετε, δεν θέλουμε να παραλείψουμε κάποιο στοιχείο».
«Απ΄όσο ξέρω, τώρα η Λουτσία ήταν ελεύθερη».
Ο Επιθεωρητής έκανε μία μικρή παύση, για να κοιτάξει λίγο τριγύρω.
Το διαμέρισμα, που βρισκόταν στον πρώτο όροφο μίας πρόσφατα κατασκευασμένης πολυκατοικίας, στην περιφέρεια της Μπολόνια, ήταν όμορφο, από εκείνα τα μοντέρνα, με μινιμαλιστική επίπλωση και συνδυασμούς, που είχαν γίνει με καλό γούστο. Στα παράθυρα δεν υπήρχαν τέντες και, κατά τη διάρκεια της ημέρας, το φως του ήλιου φώτιζε, πλήρως, κάθε του χώρο.
«Το διαμέρισμα ανήκε στην κόρη σας;», ρώτησε ο πράκτορας Φινόκι.
«Ναι, φυσικά». Φαινόταν, ότι η ερώτηση ήταν περιττή, για την κυρία Μπαλτζάνι.
Το διαμέρισμα είχε πληρωθεί εξ ολοκλήρου από την κόρη της, όπως εξήγησε η μητέρα.
Κι εξήγησε, επίσης, ότι η Λουτσία Μιστρόνι, είχε μία πολύ σημαντική θέση στην εταιρία στην οποία εργαζόταν, παρόλο που η κόρη της δεν της είχε εξηγήσει, ποτέ, καλά τι είδους θέση ήταν.
«Λοιπόν; Μπορείτε να μας πείτε το όνομα του πρώην αρραβωνιαστικού της κόρης σας;», ρώτησε ο Τζαμάνι.
«Ναι, με συγχωρείτε», είπε η κυρία Μπαλτζάνι. «Το άτομο που ψάχνετε, λέγεται Πάολο Καρνεβάλι. Αν δεν έχει μετακομίσει, έμενε στην οδό Κρακοβία, κοντά στο Πάρκο ντέι Τσέντρι, στο νούμερο...10, νομίζω».
«Τέλεια. Για την ώρα, σας ευχαριστούμε, κυρία. Να θυμάστε ότι οποιαδήποτε πληροφορία μας δοθεί, μπορεί να είναι χρήσιμη για την έρευνά μας. Και κάτι άλλο: η Επιστημονική Αστυνομία θα πρέπει να ελέγξει κάθε σπιθαμή αυτού του διαμερίσματος, με την ελπίδα ότι αυτό θα βοηθήσει στο να βρεθεί ο ένοχος, γι’ αυτό το έγκλημα. Γι’ αυτό το λόγο, για τις επόμενες ημέρες, θα είναι απολύτως αδύνατο, να μπείτε στο διαμέρισμα. Θα βάλουμε αμέσως τις ταινίες».
Η κυρία συγκατένευσε με κατανόηση.
«Θα κάνω ό,τι είναι δυνατό, για να βρεθεί ο δολοφόνος».
Χαιρέτησαν και, βγαίνοντανς και πάλι στο δρόμο, ο επιθεωρητής Τζαμάνι κι ο πράκτορας Φινόκι, επέστρεψαν προς το Αρχηγείο.
III
Δεν ήταν κάτι σπουδαίο, μα ίσως, τώρα, είχαν βρει ένα δρόμο να ακολουθήσουν, ενόσω περίμεναν τα αποτελέσματα των αναλύσεων από το διαμέρισμα της Λουτσία Μιστρόνι.
Κοντά στην ώρα του μεσημεριανού, ο Επιθεωρητής Τζαμάνι, συνοδευόμενος από το Μάρκο Φινόκι, βρισκόταν στον αριθμό 10 της οδού Κρακοβία, για να μιλήσουν με τον Πάολο Καρνεβάλι.
Χτύπησαν το κουδούνι, χωρίς να πάρουν απάντηση, περίμεναν για λίγο και κατάφεραν να μπουν στο κτίριο, όταν έφτασε μία ηλικιωμένη κυρία, η οποία επέστρεφε από έναν περίπατο με τοn σκύλο της.
«Μπορούμε να μπούμε, κυρία;», ρώτησε ο Τζαμάνι..
«Λυπάμαι, δεν επιτρέπουμε την είσοδο σε πλανόδιους μικροπωλητές. Γι’ αυτό, αν είστε από αυτούς, μπορείτε να με βγάλετε από τον κόπο και να αλλάξετε προορισμό».
«Ψάχνουμε τον κύριο Καρνεβάλι. Τον γνωρίζετε;»
«Ποιος τον ψάχνει;» θέλησε να μάθει η γυναίκα, επιφυλακτική σε ό,τι είχε να κάνει με τους ξένους.
«Πρέπει να του μιλήσουμε. Δεν έχουμε πρόθεση να τον ενοχλήσουμε, ούτε να τον βλάψουμε σωματικά», εξήγησε ο Επιθεωρητής, δείχνοντας το σήμα του.
«Ω, συμφορά μου...», αναφώνησε η ηλικιωμένη. «Τι έκανε το παιδί; Μου φαίνεται καλός άνθρωπος».
«Μην ανησυχείτε», την καθησύχασε ο πράκτορας Φινόκι. «Θέλουμε, απλά, να του μιλήσουμε».
«Παρόλα αυτά, νομίζω ότι τέτοια ώρα είναι στη δουλειά», εξήγησε η γυναίκα.
«Και πότε μπορούμε να τον βρούμε; Ξέρετε τι ώρα επιστρέφει;»
«Αν δεν έχει κάποια υποχρέωση μετά τη δουλειά, συνήθως, τον συναντώ τις καθημερινές, μεταξύ 18:00-18:15. Βγαίνω με τον Τόμπι, για τη βόλτα του, νωρίς το βράδυ και, όταν γυρίζω, εκείνος παρκάρει ή ανεβαίνει τα σκαλιά».
«Ξέρετε να μας πείτε, τι αυτοκίνητο έχει ο κύριος Καρνεβάλι;»
Η γυναίκα εξήγησε ότι την έπιαναν κάπως απροετοίμαστη, γιατί δεν ήταν και ειδικός, όσον αφορούσε στα αυτοκίνητα. Τα μοναδικά μέσα μεταφοράς που γνώριζε καλά ήταν τα λεωφορεία, που τα χρησιμοποιούσε για να πηγαίνει από το σπίτι ως το κέντρο της πόλης, την Κυριακή το απόγευμα.
«Σας ευχαριστούμε για τη βοήθειά σας, κυρία», είπε ο Τζαμάνι, «Θα ξαναπεράσουμε απόψε».
Οι δυο άνδρες χαιρέτισαν την κυρία και τον Τόμπι, που δεν θα την ακολουθούσε αν, τουλάχιστον, ένας από τους δύο δεν τον χάιδευε κι επέστρεψαν στο αυτοκίνητο με το οποίο είχαν πάει εκεί.
Δεν είχε νόημα να περιμένουν τόσες ώρες, μέχρι να φτάσει ο Πάολο Καρνεβάλι, έτσι αποφάσισαν να πάνε στο Αρχηγείο, όπου ο Τζαμάνι θα επωφελούνταν, ακούγοντας οτιδήποτε νεότερο από την Επιστημονική Αστυνομία κι από τον παθολογοανατόμο που θα αναλάμβανε να διεξάγει τη νεκροψία.