бесшумный ἀϑόρυβος 2.
бечевка καλώδιον τό; σχοινίον τό; σπαρτίον τό.
бешенство λύσσα ἡ.
бешеный λυσσώδης 2; быть бешеным λυσσάω.
библиотека βιβλιϑήκη ή.
библия βιβλία τά.
бивень χαυλιόδων, όδοντος ὁ.
бинт τελαμών, ῶνος ὁ.
биография βίος ὁ.
битва μάχη ἡ; ἀγωνία ἡ.
бить κόπτω; παίω; ἀράττω; ϑείνω; πλήσσω; μαστίζω (хлестать); -ся ἀγωνίζομαι; μάχομαι (сражаться); σφύζω (о сердце и т.п.).
бич μάστιξ, ιγος ἡ.
благо ἀγάϑόν τό.
благовоние ϑυμίαμα, ατος τό; μύρον τό.
благодарить εὐχαριστέω; χάριν τίνω.
благодарность εὐχαριστία ἡ; χάρις, ιτος ἡ.
благодарный εὐχάριστος 2.
благодаря διά (+ gen.).
благодетель εὐεργέτης, ου ὁ.
благодеяние εὐεργεσία ἡ; εὐεργέτημα, ατος τό; εὐποιΐα ἡ.
благополучие εὐεστώ, ους ἡ; εὐδαιμονία ἡ; εὐτυχία ἡ.
благополучно εὐτυχῶς; εὐδαιμόνως; καλῶς.
благополучный ὄλβιος 3; εὐδαίμων, ονος; εὐτυχής 2.
благопристойный εὐσχήμων 2, gen. ονος.
благоприятный αἴσιος 2; δεξιός 3.
благоразумие σωφροσύνη ἡ; εὐβουλία ἡ.
благоразумный σώφρων 2; ἐπίφρων 2; εὔβουλος 2; εὐλόγιστος 2.
благородно εὐγενῶς; γενναίως.
благородный εὐγενής 2; γενναῖος 3 и e.
благородство εὐγένεια ἡ; γενναιότης, ητος ἡ.
благосклонно εὐνόως.
благосклонность εὐνοία ἡ; εὐμένεια ἡ.
благосклонный εὔνοος 2; εὐμενής 2; εὐγνώμων, ονος; εὐχάριστος 2.
благословение εὐλογία ἡ.
благословенный εὐλογητός 3; εὐλογημένος 3.
благословить, благословлять εὐλογέω.
благосостояние εὐκαιρία ἡ; εὐπορία ἡ.
благоухание εὐωδία ἡ; ὁδμή ἡ.
благоухать ὄζω.
благочестие εὐσέβεια ἡ.
благочестиво εὐσεβῶς.
благочестивый εὐσεβής 2.
блаженный μακάριος 3; μάκαρ, αρος; εὐδαίμων, ονος; εὐτυχής 2.
блаженство μακαρία ἡ; εὐδαιμονία ἡ; εὐτυχία ἡ.
бледнеть ὠχριάω.
бледность ὠχρότης, ήτος ἡ.
бледный ὠχρός 3.
блеск λαμπρότης, ητος ἡ; εὐπρέπεια ἡ; μεγαλοπρέπεια ἡ (великолепие).
блестеть λάμπω; στίλβω.
блестящий λαμπρός 3; φαεινός 3; φαιδρός 3; εὐπρεπής 2; μεγαλοπρεπής 2 (великолепный).
блеять βληχάομαι; μηκάομαι.
ближайший πλησιόχωρος 2; πλησιαίτατος 3
близкий πλησίος 3.
близко ἄγχι; σχεδόν.
близнец δίδυμος ὁ.
близость ἀγχιστεία ἡ.
блок (механизм) τροχιλία ἡ.
блоха ψύλλα ἡ.
блудница πόρνη ἡ.
блуждать πλανάομαι; περιπολέω.
блюдо δίσκος ὁ; τρύβλιον (τρυβλίον) τό; λεκάνιον τό.
блюдце λεκάνιον τό.
блюсти φυλάττω; τηρέω.
боб κύαμος ὁ.
бобр κάστωρ, ορος.
бог ϑεός ὁ; δαίμων, ονος ὁ.
богатство πλοῦτος ὁ; εὐπορία ἡ.
богатый πλούσιος 3; εὔπορος 2; быть богатым πλουτέω.
богатырь ἥρως, ἥρωος ὁ.
богиня ϑεά ἡ.
богослов θεολόγος ὁ.
богословие θεολογία ἡ.
бодать κυρίσσω.
бодро εὐϑύμως.
бодрость εὐψυχία ἡ; εὐϑυμία ἡ.
бодрствовать ἀγρυπνέω.
бодрый εὔψυχος 2; εὔϑυμος 2.
боец στρατιώτης, ου ὁ; μαχητής, οῦ ὁ (воин); πύκτης, ου ὁ; πυγμάχος ὁ (кулачный).
божественность ϑειότης, ητος ἡ.
божественный ϑεῖος 3.
божество δαιμόνιον τό; ϑεῖον τό.
бой μάχη ἡ; ἀγωνία ἡ.
бойкий ϑρασύς, εῖα, ύ.
бок πλευρά ἡ; πλευρόν τό; λαγών, όνος ὁ.
бокал κύλιξ, ικος ἡ.
боковой πλάγιος 3.
более μᾶλλον; переводится формами сравнительной степени; более страшный δεινότερος 3; более красивый καλλίων 2; более плохой κακίων 2; тем более μάλα; μάλιστα.
болезненный νοσηματικός 3; ἀλγεινός 3; ἄρρωστος 2.
болезнь νόσος ἡ; νόσημα, ατος τό.
болеть νοσέω; ἀσϑενόω (о человеке); ἀλγέω (о теле, части тела).
болотный λιμναῖος 3.
болото λίμνη ἡ; ἕλος, εος τό; τέλμα, ατος τό.
болт κλείς, κλειδός ἡ.
болтать I (взбалтывать) κινέω.
болтать II (говорить) λαλέω; διαλέγομαι; εὐρεσιλογέω; κωτίλλω.
болтливый κωτίλος 3; λάλος 3.
болтовня λάλημα, ατος τό; λαλιά ἡ; φλυαρία ἡ.
боль ἄλγος, εος τό; ἄλγημα, ατος τό.
больница ἰατρεῖον τό.
больной νοσερός 3; νοσηματικός 3.
больше μᾶλλον; μειζόνως; больше всего μάλιστα; πλεῖστον.
большой μέγας, μεγάλη, μέγα; μακρός 3.
борец ἀϑλητής, οῦ ὁ; παλαιστής, ου ὁ.
бормотать ϑρυλέω.
борода πώγων, ωνος ὁ; γενειάς, άδος ἡ.
бородатый γενειήτης, ου.
борозда ἅλοξ, οκος ἡ; αὖλαξ, ακος ἡ; ὄγμος ὁ.
бороздить χαράσσω.
борона ἄροτρον τό.
боронить ἀρόω.
бороться ἀγωνίζομαι; ἀϑλέω; δηριάω; παλαίω.
борт τοῖχος ὁ.
борьба ἀγών, ῶνος ὁ; ἆϑλος ὁ; πάλαισμα, ατος τό.
босой ἀνυπόδητος 2.
ботинок ἀρβύλη ἡ; κόϑορνος ὁ.
бочка πίϑος ὁ; πιϑάκνη ἡ.
бочонок πιϑάκνη ἡ.
боязливый δειλός 3.
боязнь φόβος ὁ; δεῖμα, ατος τό; δέος, ους τό.
бояться φοβέομαι; σεβάζομαι; δείδω; δειμαίνω; ἀποδειλιάω.
браво εὖγε.
брага μέϑυ, υος τό.
брак γάμος ὁ.
бракосочетание ὑμέναιος ὁ.
бранить ὀνειδίζω; ἐπιπλήσσω; λοιδορέω; μέμφομαι.
бранный βλάσφημος 2; λοίδορος 2.
брань λοιδορία ἡ; λοιδόρημα, ατος τό.
браслет ἕλιξ, ικος ἡ; ψέλιον τό.
брат ἀδελφός ὁ m; двоюродный брат ἀνεψιός ὁ; αὐτανέψιος ὁ.
братский ἀδελφικός 3; ἀδελφός 3.
братство ἀδελφότης, ητος ἡ.
брать λαμβάνω; αἱρέω; брать взаймы δανείζομαι; -ся ἐγχειρέω; ἐπιχειρέω (предпринимать); λαμβάνομαι.
брачный γαμήλιος νυμφεῖος 3 и 2; брачные ложе ϑάλαμος ὁ.
бревно δοκός ἡ; ξύλον τό.
бред παράνοια ἡ; μανία ἡ.
бредить παρανοέω; λυσσάω; μαίνομαι.
брезгливый ὀκνηρός 3.
брезговать ὀκνέω.
бремя ἄχϑος, εος τό; ζυγόν τό.
британец Βρεττανικός, οῦ ὁ.
британский Βρεττανικός 3.
бритва ξυρόν τό; μαχαιρίς, ίδος ἡ.
брить ξυρέω; ψιλόω.
бровь ὀφρύς, ύος ἡ.
брод πόρος ὁ; διάβασις, εως ἡ.
бродить I (странствовать) πλανάομαι; κυλίνδομαι; ἀλαίνω; περιπολέω.
бродить II (о вине, пиве) ζυμόομαι.
бродяга ἀγύρης, ου ὁ; πτωχός ὁ.
бродячий πλανητός 3.
бронза χαλκός ὁ.
бронзовый χάλκεος 3.
броня ϑώραξ, ακος ὁ.
бросать βάλλω; ῥίπτω; ἀφίημι; -ся πίπτω; ἔπειμι; ἐνάλλομαι; ἐπισεύω; ϑύνω; ὁρμάω.
бросок βολή ἡ; ῥιπή ἡ (натиск).
брус δοκός ἡ.
брызгать, брызнуть ῥαίνω.
брюква βουνιάς, άδος ἡ.
брюки ϑύλακοι οἱ; ἀναξυρίδες, ων αἱ.
брюхо γαστήρ, τρός ἡ.
бубен τύμπανον τό.
бугор γουνός ὁ.
будить ἐγείρω; ἐξεγείρω.
будка σκηνή ἡ.
будто ὡς; ὥσπερ; ὅπως.
будущее μέλλον, οντος τό.
будущий μέλλων, ον.
бузина ἀκτέα ἡ.
буйвол βούβαλος ὁ.
бук φηγός ἡ.
буква γράμμα, ατος τό.
буквально ἀκριβῶς.
буквальный ἀκριβής 2.
булава κορύνη ἡ; ῥόπαλον τό; σκυτάλη ἡ.
булавка περόνη ἡ; πόρπη ἡ.
булочная ἀρτοπώλιον τό.
булочник ἀρτοκόπος ὁ; σιτοποιός ὁ.
бульон ζωμός ὁ.
булыжник λίϑος ὁ.
бумага χάρτης, ου ὁ.
бумажный χάρτινος 3.
бунт στάσις, εως ἡ; στασιασμός ὁ.
бунтовать στασιάζω.
бунтовщик στασιάζων, οντος ὁ.
бурав τέρετρον τό; τρύπανον τό.
бурдюк ἀσκός ὁ.
бурлить ζέω; καχλάζω.
бурно σφόδρα.
бурный λάβρος 3; χειμέριος 3 и 2; σφοδρός 3.
бурый κνηκός 3.
буря ἄελλα ἡ; αἰγίς, ίδος ὁ; ζάλη ἡ; ϑύελλα ἡ (сильная).
бутон κάλυξ, υκος ἡ.
бутылка λήκυϑος ἡ; λάγυνος ὁ.
бухгалтер λογιστής, οῦ ὁ.
бухта κόλπος ὁ.
бы переводится формами конъюнктива и оптатива; я сказал бы λέξω; его воспитали бы παιδεύηται.
бывать εἰμί (находиться); visito 1 (посещать); ὑπάρχω (случаться).
бык βοῦς, βοός ὁ; ταῦρος ὁ.
быстро ταχέως; ταχύ.
быстрота τάχος, εος τό; ταχυτής, ῆτος ἡ; ὀξύτης, ητος ἡ.
быстрый ταχύς, εῖα, ύ; ὀξύς, εῖα, ύ; ὠκύς, ὠκεῖα, ὠκύ.
быт βίος ὁ.
бытие οὐσία ἡ; ὕπαρξις, εως ἡ.
быть εἰμί; ὑπάρχω.
бюст ἑρμῆς, οῦ ὁ.
В
в εἰς (+ acc.) (о направлении); ἐν (+ dat.) (о месте); переводится формами abl. без предлога (о времени).
важно μέγιστον.
важность σεμνόν τό; σεμνότης, ητος ἡ.
важный σεμνός 3; δεινός 3; μέγας, μεγάλη, μέγα.
ваза κάδος ὁ; ὀλκίον τό.
вакантный κενός 3.
вал I (насыпь) ἀναβολή ἡ (земляной); τεῖχος, εος τό; φράγμα, ατος τό (с частоколом).
вал II (волна) κῦμα, ατος τό.
валик κύλινδρος ὁ; τροχιλία ἡ.
валяльщик κναφεύς, έως ὁ.
валять I (шерсть) κνάπτω; πιλέω.
валять II (катать) κυλινδέω; -ся κυλινδέομαι.
ванна σκάφη ἡ; πύελος ἡ.
варвар βάρβαρος ὁ.
варварский βάρβαρος 2; βαρβαρικός 3.
варёный ἐφϑός 3.
варить ἕψω.
вассал ὕπαρχος ὁ; ὑπήκοος ὁ.
ваш ὑμέτερος 3.
ваяние ἀνδριαντοποιία ἡ.
ваятель ἀγαλματοποιός ὁ; ἀνδριαντοποιός ὁ.
ваять γλύφω.
вбегать, вбежать εἰστρέχω.
вбивать, вбить ἐμπήγνυμι; καταπήγνυμι.
вблизи ἀγχοῦ (+ gen., acc.); ἐγγύς (+ gen.); σχεδόν (+ gen., dat.).
вбрасывать, вбросить ἐμβάλλω; εἰσβάλλω.
введение εἰσαγωγή ἡ; προοίμιον τό (вступление).
ввезти εἰσάγω; εἰσκομίζω.
вверх ἄνω; ἄρδην; ὕψι.
вверху ὕπερϑε (ν); ὕψι.
ввести, вводить εἰσάγω; παράγω; ἐναρμόζω.
ввоз εἰσαγωγή ἡ.
ввозить см. ввезти.
вдавить, вдавливать ϑλίβω; σφίγγω.
вдалеке, вдали πόρρω; ἑκάς; τῆλε; вдалеке, вдали от τῆλε (+ gen.); ἄτερ (+ gen.); ἑκάς (+ gen.).