Μετά, έτρεξα στο γραφείο μου, κοντά στο μπουκάλι. Πίσω μου, ο τσιγγάνος καταριόταν, μπήκε στο αμάξι κι έφυγε.
Η συνήθεια του να πίνεις το πρωί. Πας στη δουλειά, είσαι με άλλα άτομα και δεν το χρειάζεσαι. Τώρα, το έχω ανάγκη.
Θυμωμένος άνοιξα ένα συρτάρι από το λαδωμένο γραφείο, βρήκα μία ξεθωριασμένη φωτογραφία κάτω από έναν σωρό φακέλους και κοίταξα το πρόσωπο ενός νεαρού στρατιώτη, μικρότερου από 19 ετών.
Στο κεφάλι του φορούσε το Τιτόφκα, ένα καπέλο με το κομμουνιστικό αστέρι και στο παρασκήνιο βαγόνια τρένων. Τα μάτια του είναι σοβαρά και μαύρα, τα μάγουλά του ρουφηγμένα.
Ο πατέρας μου. Η φωτογραφία τραβήχτηκε πριν γεννηθώ.
Μνήμες από την παιδική μου ηλικία ξεπηδούν:
Ο μπαμπάς γυρίζει σπίτι από τη δουλειά. Καθόμαστε σε μία κουβέρτα στον κήπο του μικρού και σεμνού σπιτιού μας και παίζουμε με τη μικρή μου αδερφή. Έρχεται μέσα από την πύλη. Το πλατύ του χαμόγελο μάς προσκαλεί να τρέξουμε κοντά του. Σηκώνει την αδερφή μου πάνω από το κεφάλι του κι αυτή γελάει χαρούμενα. Αγκαλιάζω το πόδι του καθώς ακόμη δεν φτάνω τη ζώνη από τη μαύρη στολή του ανθρακωρύχου. Η δυσωδία από το ορυχείο μάς κατακλύζει. Παίζει μαζί μας, τρέχουμε σε όλον τον κήπο βγάζοντας φωνές. Η μητέρα βγαίνει στο μπαλκόνι και μας φωνάζει για δείπνο.
Άνοιξε η πόρτα του γραφείου. Μπήκε μέσα ο Γκόραν και αναρωτιόταν αν μπορούσα να τους αφήσω να φύγουν νωρίτερα για να ετοιμαστούν για την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Συμφώνησα κι έβαλα κι άλλο αλκοόλ στο ποτήρι μου. Τα αγόρια εμφανίστηκαν, άλλαξαν τα ρούχα τους και μου ευχήθηκαν. Μπορώ να πω ότι με κοιτάνε περίεργα, αλλά είναι ευλογία που δεν μπορούν να νιώσουν τον τρόμο που με στοιχειώνει, ο τρόμος που ήρθε μία Παραμονή Πρωτοχρονιάς πριν πολύ καιρό.
Την επόμενη ώρα, τελείωσα τη δουλειά, καθάρισα το συνεργείο και χαιρέτησα τους κατόχους των αυτοκινήτων. Πλήρωσαν τους λογαριασμούς, μου ευχήθηκαν και με άφησαν να υποδεχθώ τη νέα χρονιά. Έφυγε το τελευταίο όχημα κι έμεινα επιτέλους μόνος μου.
Καθώς άλλαζα, το δωμάτιο γέμισε με τη μυρωδιά κάρβουνου και σκόνης.
Νόμιζα ότι το συνήθισα, αλλά κυρίως στο σπίτι, όχι έξω. Μόλις έφυγα από το ορφανοτροφείο πριν τρεις δεκαετίες με ένα δίπλωμα στην τσέπη μου και τη διεύθυνση του συνεργείου που θα δούλευα, ήταν πάντα στο σπίτι. Γυρίζω αργά και βλέπω την πλάτη του. Με το κεφάλι σκυμμένο, στέκεται στον τοίχο βλέποντας μία αφίσα μίας λαμπερής κόκκινης Ferrari.
«Τι κάνεις εδώ;» Δεν απαντά. Όλα αυτά τα χρόνια δεν υπήρξε ποτέ απάντηση.
Το μυαλό μου τρέχει σαν τρελό, βάζω και τρίτο ποτήρι να πιω και ανάβω τσιγάρο. Τα δάχτυλά του αρχίζουν να κάνουν κρακ κι ο ήχος αντηχεί σε όλο το γραφείο. Καμιά φορά, σταματά και τρίβει τα μάτια του. Ή τα δάκρυά του. Με κατακλύζει ο πειρασμός να τον ακουμπήσω, ποτέ δεν το τόλμησα, αλλά τώρα οι συνθήκες άλλαξαν.
Τα δάχτυλα μου φτάνουν μέχρι των ώμο του πράσινου παλτό και σταματούν. Γυρίζει απότομα το κεφάλι του και το κρακ των δαχτύλων σταματά.
Μέσα σε απελπισία, φεύγω από το γραφείο, κλειδώνω το συνεργείο, μπαίνω στο αμάξι και οδηγώ με τα λάστιχα να τσιρίζουν.
Είμαι κολλημένος στην κίνηση για είκοσι λεπτά. Έγινε ατύχημα στη διασταύρωση, βλέπω τα μπλε περιστρεφόμενα φώτα στο σούρουπο. Ανάβω άλλο ένα τσιγάρο, μισανοίγω το παράθυρο και καταριέμαι τους μεθυσμένους οδηγούς που πίνουν στο γραφείο τους και μετά οδηγούν.
Στο πεζοδρόμιο στέκεται μία γυναίκα με τα δύο της παιδιά. Οι δύο κρατάνε δώρα και μπαλόνια κι έχουν σοβαρή έκφραση στα πρόσωπά τους. Πρέπει να σκέφτονται μανιωδώς τι έχουν μέσα τα κουτιά των δώρων που τους έδωσαν στο νηπιαγωγείο. Χαμογελάω με τις εκφράσεις τους και βυθίζομαι στο παρελθόν.
Οι φίλοι του μπαμπά κάθονται στον κήπο. Η μαμά σερβίρει σνακ και ο μπαμπάς βάζει μπίρα. Εμείς τα παιδιά παίζουμε ποδόσφαιρο κι είμαστε αρκετά για να φτιάξουμε δύο ομάδες.
Ο μπαμπάς κορδώνεται από περηφάνια. Μπροστά από το σπίτι βρίσκεται ένα ολοκαίνουριο Fiat που λαμπυρίζει στον ήλιο κι ο πατέρας κάνει το τραπέζι στους ανθρακωρύχους φίλους του. Κάνουν πρόποση και του εύχονται να είναι καλοτάξιδο. Καθώς περνάει η ώρα, η κουβέντα σοβαρεύει, σαν σύννεφα από γραφίτη να περιβάλλουν το τραπέζι και να γεμίζουν τα μάτια των φίλων του. Δεν κάνουν πια πρόποση, δεν γελάνε, τα πρόσωπά τους σκληραίνουν όπως οι πέτρες στα ορυχεία. Μόνο η μυρωδιά του κάρβουνου παραμένει ίδια στον κήπο μας.
Η μπάλα πέφτει στο τραπέζι κι αναποδογυρίζει ένα ποτήρι. Μπίρα χύνεται στο λευκό τραπεζομάντιλο και επιπλέει κάτω από τα πιάτα. Η καρδιά μου χτυπά δυνατά στο στήθος μου και το στομάχι μου γίνεται κόμπος. Ήσυχα, ο πατέρας μου σηκώνει την μπάλα. Τα μάτια του με καλούν.
Διστακτικά, πηγαίνω προς το τραπέζι περιμένοντας να με χαστουκίσει. Τα μαλλιά μου στο πίσω μέρος του λαιμού μου φούντωσαν από την προσδοκώμενη σφαλιάρα, η οποία, όμως, δεν ήρθε ποτέ.
Αφηρημένα, μου δίνει την μπάλα. Παραμένω μπερδεμένος και δεν κουνιέμαι καθώς ακούω τη συζήτηση:
- «Σας λέω, ο ίδιος ο διάβολος κυκλοφορεί στο Άζρα».
– «Νουσρέτ, μην είσαι χαζός. Τι σε έπιασε;»
– «Έχει δίκιο, έσκαβα κι εγώ εκεί χθες. Είναι επικίνδυνη δουλειά».
– «Είσαι τρελός, πώς γίνεται το ορυχείο να είναι διαβολικό; Μπράνκο, δούλευες εκεί, τι έχεις να πεις»;
– «Ξέρεις ακριβώς τι μου συνέβη».
– «Βλακείες!»
Τα παιδιά μού ζήτησαν να συνεχίσουμε το ποδόσφαιρο και καθώς άρχισα να φεύγω, άκουσα τον πατέρα μου να λέει:
– «Δεν ξέρω τι να πω, με έβαλαν εκεί, το έχω και γραπτώς, ορυχείο Κ-14, ονόματι Άζρα, όλον τον Δεκέμβριο και δεν έχω καλό προαίσθημα. Αλλά ας κάνουμε μία πρόποση, στον διάολο μ' αυτές τις ιστορίες!»
Ένα ανυπόμονο αμάξι κορνάρει πίσω μου. Αφήνω τις αναμνήσεις, βάζω μπρος το αμάξι, οδηγώ στη στολισμένη πόλη και αναπνέω καθαρό αέρα από τη χαρούμενη ατμόσφαιρα. Όλοι τρέχουν βιαστικά να πάνε κάπου, με χαμόγελα και γεμάτες τσάντες. Σταματώ μπροστά από ένα σούπερ μάρκετ. Είμαι πολύ τυχερός που βρίσκω διαθέσιμο πάρκινγκ.
Η ζεστασιά κι η γλυκιά μουσική δεν με χαλαρώνει κι αναρωτιέμαι για χιλιοστή φορά αν ο διάβολος στο ορυχείο Άζρα, μακριά στη Σερβία, ευθύνεται για τον τρόμο που σημάδεψε τη ζωή μου και πήρε μακριά όλους όσους νοιαζόμουν. Ή ήταν ιστορίες για ματαιόδοξους ανθρακωρύχους; Απελπισμένα προσπαθώ να καταλάβω τα ακατανόητα. Είναι εκεί και με περιμένει, πρώτη φορά που αφήνει το διαμέρισμα. Δεν είμαι τρελός, είμαι σίγουρος γι' αυτό όσο σίγουρος είμαι ότι αύριο είναι μία καινούρια μέρα.
Συμπεραίνω ότι η ξαφνική εμφάνιση του παλιού μας αυτοκινήτου πυροδότησε αυτές τις σκέψεις.
Και τον ανάγκασε να βγει από το διαμέρισμα.
Χτυπάει το κινητό μου. Αυτή θα είναι, είμαι σίγουρος.
– «Έλα απόψε. Είναι παραμονή Πρωτοχρονιάς».
Θέλω να είμαι μαζί της, την παραμέλησα και εκπλήσσομαι που μου τηλεφώνησε.
– «Δεν θα είμαι καλή παρέα, όχι απόψε, απάντησα». Έβαλα τα λαχανικά στο καρότσι. Δεν ξεχνώ και το αλκοόλ.
– «Το καταλαβαίνω, αλλά και πάλι έλα. Είναι καιρός να ξεφορτωθείς τις άσχημες αναμνήσεις, για τον Θεό, πέρασαν τόσα χρόνια!»
Στη σιωπή, ακούω την αναπνοή της. Ξέρει ότι αμφιβάλλω κι ότι είναι αχρείαστο να προσπαθεί να με πείσει. Με κάνει να παλέψω μεταξύ επιθυμίας και τόλμης. Μία χαμένη μάχη.
– «Όχι, γλυκιά μου, δεν μπορώ, συγγνώμη».
– «Το ήξερα, άλλα είπα να προσπαθήσω. Θα έρθεις για μεσημεριανό αύριο;»
– «Φυσικά. Σου εύχομαι τα καλύτερα. Σ' αγαπώ».
Το έκλεισα, πήγα στο ταμείο κι αναρωτιόμουν για την επιμονή της. Είναι μόνη της με το παιδί της και δεν θέλω να είμαι περιτριγυρισμένος από παιδιά. Όχι απόψε. Αυτό λέγεται αγάπη. Τυφλή αγάπη, γυναικεία υπόθεση.
Απόψε αποφεύγω το μπαρ. Ένα μεθυσμένο γέλιο από το εσωτερικό με απωθεί στο να εισέλθω, αλλά δεν θέλω να πάω σπίτι γι' αυτό που με περιμένει εκεί και αυτό που προκαλεί αυτό το κάτι.
Ωστόσο, πάω κατευθείαν σπίτι. Σκέφτομαι τα αγόρια για μία στιγμή. Πρέπει να ετοιμάζονται να πάνε στο πάρτι. Ξέγνοιαστα και χαρούμενα, μακριά από το σκοτάδι που αποπνέει το Άζρα. Αν υπήρχε κέντρο συγκέντρωσης ευχών για τη νέα χρονιά, θα είχα στείλει μία με τον τίτλο «Επείγον». Αφήστε το ορυχείο Άζρα Κ-14 να καταρρεύσει με όλους τους ζωντανούς και τους νεκρούς.