Powell Michael - Η Μοίρα Των Τεσσάρων стр 5.

Шрифт
Фон

Ο Τζιουζέπε κοιμήθηκε και πάλι, αλλά ξύπνησε όταν άκουσε την πόρτα να ανοίγει. Ήταν αρκετά σκοτεινά κι εκείνη μπήκε στο διαμέρισμα στα νύχια των ποδιών της χωρίς να ανοίξει το φως. Είχε φέρει μια σακούλα με ψώνια μαζί της, που την έβαλε πάνω στο τραπέζι και άρχισε να την ψαχουλεύει. Εκείνος σάλεψε μέσα στον ύπνο του. «Συγνώμη που σε ξύπνησα, έφερα μερικά πράγματα για σένα».

«Δεν πειράζει, δεν κοιμόμουν». Προσπάθησε να σηκωθεί και τότε ο σουβλερός πόνος από το ραγισμένο του πλευρό του θύμισε απότομα τα τραύματά του. Βόγκηξε από τον πόνο, και την άφησε να βάλει το χέρι της γύρω από τους ώμους του για να τον διευκολύνει.

Εκείνη φέρθηκε σαν επαγγελματίας. Έβγαλε τις πιτζάμες του και περιποιήθηκε τις πληγές του. Μετά άπλωσε μια κίτρινη αλοιφή πάνω στις πληγές και τις μελανιές του. Όταν σιγουρεύτηκε ότι εκείνος ένιωθε άνετα, του έδωσε μια ασπιρίνη για να απαλύνει τον πόνο. «Αγόρασα μακαρόνια για το δείπνο. Θα τα καταφέρεις να φας;».

Φαινόταν να νιώθει υποχρεωμένη γι' αυτόν. Μαγείρεψε τα μακαρόνια και του σέρβιρε στο κρεβάτι, και μετά, αφού φρόντισε να είναι άνετα, σηκώθηκε για να φύγει.

«Φεύγεις κιόλας», την ρώτησε.

«Ναι, φυσικά», είπε εκείνη.

«Δεν μπορείς να μείνεις; Μπορεί να σε χρειαστώ τη νύχτα. Μπορώ να κοιμηθώ στον καναπέ αν θες».

«Δεν ξέρω. Δεν είναι πολύ σωστό. Μετά βίας γνωριζόμαστε».

«Ξέρω πως μπαίνεις στο λεωφορείο κάθε πρωί και επιστρέφεις κάθε βράδυ. Σε παρακολουθώ βδομάδες».

Φαινόταν λίγο έκπληκτη. «Τι πράγμα; Με παρακολουθείς; Γιατί;».

«Δεν ξέρω. Φαίνεσαι διαφορετική, αυτό είναι όλο. Ξεχωρίζεις».

«Ξένη», εννοείς», είπε, προσπαθώντας να μη δείξει τον εκνευρισμό της, και σηκώθηκε για να φύγει».

«Όχι, σε παρακαλώ, μην φύγεις. Ειλικρινά, σε πρόσεξα γιατί σκέφτηκα ότι είσαι όμορφη. Διαφορετική. Και είσαι, έτσι δεν είναι; Δεν εννοώ ξένη, εννοώ απλά, ξέρεις… ελκυστική». Τώρα ήταν η σειρά του να κοκκινίσει από ντροπή.

Αλλά εκείνη τον κοιτούσε τρυφερά. «Είσαι λίγο αδέξιος με τα κορίτσια, έτσι; Αυτό που είπες ήταν πολύ γλυκό. Με συγκίνησες. Και το να με υπερασπιστείς μ’ αυτό τον τρόπο, ήταν πολύ ηρωικό». Έσκυψε και τον φίλησε απαλά στα χείλη. Προσπάθησε μην αναπηδήσει από τον πόνο όταν το μελανιασμένο χείλος του πόνεσε με το άγγιγμα. «Συγγνώμη, συγγνώμη. Δεν έπρεπε να το κάνω αυτό. Δεν σκέφτηκα σωστά. Πάω τώρα, αλλά θα περάσω το πρωί να δω αν είσαι καλά».

Κάθε πρωί για τις επόμενες ημέρες, ερχόταν στο μικρό του διαμέρισμα στο δρόμο για τη σχολή της, και όταν επέστρεφε το βράδυ, του μαγείρευε το δείπνο του. Φρόντιζε τις πληγές του καθώς επουλώνονταν, και εκτός από το να φτιάχνει τα γεύματά του, τακτοποιούσε και καθάριζε το διαμέρισμα του.

Η υγεία του βελτιωνόταν σιγά-σιγά και μπορούσε πια να τα κάνει όλα μόνος του.

Πήγαινε κάθε μέρα κούτσα-κούτσα στο μαγαζί της γειτονιάς για να ψωνίσει και επέστρεφε για να ετοιμάσει το φαγητό έτσι ώστε όταν εκείνη έφτανε το βράδυ να μπορεί να μείνει για να φάνε μαζί το δείπνο που είχε ετοιμάσει. «Μου φαίνεται ότι δε με χρειάζεσαι πια», του είπε ένα βράδυ.

«Τι; Φυσικά και σε χρειάζομαι», είπε. «Πώς θα τα καταφέρω χωρίς εσένα;».

«Τα κατάφερνες και πριν, έτσι δεν είναι; Τα πας πολύ καλύτερα, και νομίζω ότι ήρθε η ώρα να επιστρέψεις στα μαθήματά σου».

«Ναι, έτσι είναι, υποθέτω. Θα ήθελες να βρεθούμε πάλι αργότερα;»

«Γιατί όχι; Ξέρω πού μένεις και εσύ ξέρεις από πού παίρνω το λεωφορείο».

Εκείνο το βράδυ πήγαν μαζί σε ένα μπαρ και μετά πήγαν στο διαμέρισμά του για να φάνε το δείπνο που εκείνη επέμενε να μαγειρέψει. «Είναι η σειρά μου αύριο», είπε ο Τζιουζέπε.

Τις εβδομάδες που ακολούθησαν συναντήθηκαν πολλές φορές. Εκείνος πήγαινε στη στάση να τη χαιρετήσει όταν έφτανε, ή όταν οι παραδόσεις των μαθημάτων του αργούσαν εκείνη τον περίμενε σε ένα μπαρ κοντά στο διαμέρισμα. Τη σύστησε σε κάποιους φίλους του από τη σχολή, αλλά είχε ο καθένας τη δική του ζωή.

Καθώς τα μαθήματα στη σχολή του τελείωναν και κόντευαν οι τελικές εξετάσεις, οι επαναλήψεις και η προετοιμασία για τις εξετάσεις τους εμπόδισαν να συναντιούνται τόσο συχνά. Πάντως δεν έχαναν ευκαιρία για να βρίσκονται. Μοιράζονταν την ίδια αγάπη για την όπερα και έκλειναν τις φθηνότερες θέσεις όρθιων στο θέατρο για να παρακολουθήσουν τις παλιές αγαπημένες όπερες των Βέρντι, Μπελίνι ή Ροσίνι, ή μία από τις καινούριες του νέου συνθέτη, του Πουτσίνι.

Την τελευταία μέρα των εξετάσεων την έβγαλε για φαγητό και είχαν ένα εορταστικό γεύμα με σαμπάνια.

«Είναι κάτι που θέλω να σε ρωτήσω», της είπε. Εκείνη τον κοίταξε, γεμάτη ανυπομονησία. «Είμαστε καλοί φίλοι;».

«Φυσικά και είμαστε! Τι σε κάνει να το ρωτάς αυτό;».

«Λοιπόν, είναι που…, ξέρεις, θα ήθελα να είμαι για σένα κάτι παραπάνω από φίλος». Έγινε κατακόκκινος από ντροπή. «Βλέπεις, σε συμπαθώ πάρα πολύ, το ξέρεις, έτσι δεν είναι; Και ελπίζω να με συμπαθείς κι εσύ!».

«Ναι, Τζιουζέπε. Φυσικά και σε συμπαθώ. Μου έσωσες τη ζωή, θυμάσαι;».

«Όχι, όχι μόνο γι’ αυτό, σταμάτησε για λίγο. «Θέλω να πω, ότι νομίζω ότι είμαι….».

«Τι;». Τον κοίταξε με προσήλωση. «Τι προσπαθείς να μου πεις;».

Και επιτέλους της μίλησε: «Τα μαθήματά μου τώρα τελείωσαν και πρέπει να φύγω, για να βρω δουλειά, οτιδήποτε. Δεν αντέχω στη σκέψη ότι δε θα σε βλέπω πια». Την κοίταξε με μάτια γεμάτα αγωνία, περιμένοντας μια απάντηση. Eκείνη σοβάρεψε και τον κοιτούσε σκεφτική.

«Αυτό ήθελες να μου πεις;», ρώτησε. «Τι θέλεις να σου πω;».

«Απλά, να… Θέλω να σε ρωτήσω, αν θα έπρεπε να φύγω από εδώ, θα μπορούσες να έρθεις μαζί μου;».

Χαμογέλασε ευγενικά. «Γιατί το θέλεις αυτό; Δεν χρειάζεσαι πια νοσοκόμα, έτσι δεν είναι;».

«Όχι, όχι. Φυσικά και όχι. Μου το κάνεις πολύ δύσκολο. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι…», σταμάτησε για μια στιγμή. «Αυτό που σε ρωτάω είναι αν νομίζεις, ξέρεις…, θα μπορούσες να… Αχ, τα έκανα μαντάρα! Αυτό που θέλω να πω είναι, ότι νομίζω… όχι, δε νομίζω. Το ξέρω ότι σ’ αγαπώ και θέλω να είσαι μαζί μου, στο μέλλον. Αν καταλαβαίνεις τι εννοώ».

«Λοιπόν, νομίζω ότι καταλαβαίνω. Δεν ξέρω πώς συνέβη, αλλά ούτε κι εγώ μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς εσένα». Οπότε… Ναι, θέλω να είμαι μαζί σου. Αλλά οι δικοί μου…».

«Οι δικοί σου; Τι συμβαίνει με τους δικούς σου;».

«Είναι αρκετά αυστηροί. Οι γονείς μου έχουν πεθάνει. Με μεγάλωσε ο θείος μου. Είναι πολύ στενόμυαλος. Ο γιος του, ο ξάδελφός μου ο Κουρτ, μόλις επέστρεψε από τον πόλεμο. Ο θείος λέει ότι πρέπει να γυρίσω πίσω για να τον φροντίζω».

«Ω! Είναι τραυματισμένος;».

«Όχι, δεν το νομίζω. Αλλά έχει πάθει κατάθλιψη. Πιστεύει ότι αυτός και οι συμπολεμιστές του προδόθηκαν, ότι θα μπορούσαν να νικήσουν τον πόλεμο».

«Εσύ θες να γυρίσεις;».

«Όχι, φυσικά και όχι. Πρέπει να αποδεχθεί τι έγινε και να ξεχάσει τον πόλεμο. Χάσαμε, και ό,τι έγινε, έγινε. Και ειλικρινά, πιστεύω ότι είναι τυχερός που γύρισε πίσω σώος και αβλαβής. Έπρεπε να το δεχτεί αυτό και να συνεχίσει τη ζωή του. Είναι από τους τυχερούς. Αλλά ο θείος μου…».

«Τότε εξαρτάται από σένα. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι θα είμαι δυστυχισμένος αν φύγεις, και νομίζω κι εσύ το ίδιο». «Σου ζητώ…», έκανε μια παύση. «Ναι, για την ακρίβεια, σε ρωτάω…», έκανε πάλι μια παύση, «αν δέχεσαι να με παντρευτείς;».

Αυτό αρκούσε για τηn Μαρία. Έσκυψε πάνω από το τραπέζι και τον φίλησε. «Φυσικά και θέλω! Μόνο που θα πρέπει να πω στον θείο μου ότι δεν θα μπορέσω να πάω τελικά».

Λίγες εβδομάδες αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 1919, παντρεύτηκαν με πολιτικό γάμο, στον οποίο παρευρέθηκαν μόνο μερικοί φίλοι του Τζιουζέπε από το Ναυτικό, ο πατέρας του και η μητέρα του. Κουμπάρος του ήταν ο υποπλοίαρχος Γκραμάτικα. Από την οικογένεια της Μαρίας δεν ήρθε κανείς. Ο θείος της ισχυρίστηκε ότι ήταν πολύ απασχολημένος. Της έστειλε ένα μάλλον σκληρό γράμμα, όπου της ευχόταν καλή τύχη, αλλά την επέκρινε που απογοήτευσε την οικογένειά της. Ο Κουρτ, αντίθετα, ήταν πιο ευγενικός. Στο γράμμα του τη συνεχάρη για το γάμο της και της ευχήθηκε καλή τύχη: «Μην σε νοιάζει για τον πατέρα. Θα είμαι εντάξει. Πρέπει μονάχα να σταθώ στα πόδια μου. Ελπίζω να μπορέσουμε να είμαστε σε επαφή, και σου εύχομαι καλή τύχη».

Ваша оценка очень важна

0
Шрифт
Фон

Помогите Вашим друзьям узнать о библиотеке

Скачать книгу

Если нет возможности читать онлайн, скачайте книгу файлом для электронной книжки и читайте офлайн.

fb2.zip txt txt.zip rtf.zip a4.pdf a6.pdf mobi.prc epub ios.epub fb3

Популярные книги автора