«Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό», είπε ο Γκόντφρι ήρεμα.
«Ω! Αλήθεια;», είπε ο Σμάιθ. «Και γιατί όχι; Μπορώ να μάθω τον λόγο;».
«Πρώτον, επειδή δεν επιτρέπεται να με χτυπήσεις. Μόνο ο Αρχηγός του σχολείου μπορεί να το κάνει αυτό. Δεύτερον, γιατί όσο και να με χτυπήσεις, δεν θα με αναγκάσεις να το κάνω και τρίτον, γιατί θα σε χτυπήσω κι εγώ».
«Θα με χτυπήσεις κι εσύ; Θα με χτυπήσεις κι εσύ μπόμπιρα; Έχεις μεγάλο θράσος, κωλόπαιδο!».
Στο αναγνωστήριο, εκτός από τον Σμάιθ, ήταν και μερικοί άλλοι νταήδες. Άκουγαν με ενδιαφέρον αυτή την ''ανταλλαγή απόψεων''. Ένας από αυτούς, είπε: «Φτάνει ως εδώ κακομαθημένο μυξιάρικο. Επάνω του Σμάιθ, δώσ’ του μερικές μπουνιές!».
Ο Σμάιθ στεκόταν πάνω από τον Γκόντφρι, με τα χέρια στους γοφούς. «Τελευταία ευκαιρία, σαμιαμίδι. Θα πας στο κυλικείο;».
«Όχι, δεν θα πάω», είπε ο Γκόντφρι.
Ο Σμάιθ σήκωσε τη γροθιά του για να τον χτυπήσει στο πρόσωπο, αλλά ο Γκόντφρι έκανε πίσω και απέφυγε το χτύπημα. Έπεσε όμως σε έναν από τους φίλους του Σμάιθ κι εκείνος τον έσπρωξε μπροστά και ο Σμάιθ του επιτέθηκε ξανά. Αυτή τη φορά τον χτύπησε τόσο δυνατά στο πηγούνι, που ένιωσε τη μασέλα του να φεύγει από τη θέση της και παραπάτησε. Δάκρυα γέμισαν τα μάτια του, αλλά κατάφερε να αποφύγει ένα δεύτερο χτύπημα και έριξε μια γροθιά στον καβάλο του Σμάιθ. Ο Σμάιθ έπεσε κάτω σφαδάζοντας από τους πόνους, και οι φίλοι του ήταν έτοιμοι να χτυπήσουν τον Γκόντφρι αλλά, προτού πέσουν πάνω του, η πόρτα του γραφείου άνοιξε και εμφανίστηκε ο Αρχηγός του σχολείου, ένα αγόρι που το έλεγαν Κάρτερ.
«Τι είναι όλος αυτός ο σαματάς;».
«Αυτό το πρωτάκι αρνήθηκε να πάει στο κυλικείο για τον Σμάιθι και τον χτύπησε στα παπάρια».
«Πάντως, πρέπει να παραδεχτώ ότι έχει τσαμπουκά. Αλλά και πάλι, δεν μπορούν οι πρωτοετείς να παρακούν τους τελειόφοιτους. Ποιος ξέρει σε τι θα κατέληγε αυτό;» Στράφηκε στον Γκόντφρι. «Οπότε, κάνε ό,τι σου λέει».
«Όχι», είπε ο Γκόντφρι. «Δεν είμαι σκλάβος του, δεν θα το κάνω!».
«Τι; Με παρακούς; Είμαι ο Αρχηγός του σχολείου, ξέρεις!».
«Ναι, το ξέρω. Και τι μ’ αυτό; Μπορείς να με χτυπήσεις κι εσύ αν θέλεις, αλλά δεν θα πάω».
«Αλήθεια; Λοιπόν, εντάξει. Έλα στο γραφείο μου. Αν θες να φας ξύλο, βρήκες τον κατάλληλο άνθρωπο».
Οδήγησε τον Γκόντφρι στο δωμάτιο μελέτης του, όπου οι άλλοι επόπτες του σχολείου περίμεναν στα γραφεία τους. Είχαν ακούσει τον διαπληκτισμό και ήταν ανυπόμονοι να μάθουν τι συνέβαινε.
«Αυτό το παιδί…», είπε με ειρωνικό τόνο ο Κάρτερ. «Αυτό το παιδί αρνείται να κάνει αυτό που του λένε. Νομίζω ότι του αξίζει ένα μάθημα, έτσι δεν είναι;».
Οι άλλες επόπτες συμφώνησαν με ενθουσιασμό, αν και ένας από αυτούς, ένας σχολάρχης με το όνομα Μίτσινσον, φαινόταν πιο επιφυλακτικός. «Έδειξε ότι έχει τα κότσια ότι μπορεί να τα βάλει με αυτό τον αλήτη, τον Σμάιθ. Δεν νομίζω ότι πρέπει να τον τιμωρήσεις επειδή έκανε αυτό που όλοι θα θέλαμε να κάνουμε».
«Φοβάμαι πως πρέπει να έχουμε λίγη πειθαρχία εδώ πέρα, Μιτς. Σκύψε πάνω σ’ αυτή την καρέκλα, μικρέ». Πήρε ένα μπαστούνι από το ράφι δίπλα στην πόρτα του σπουδαστηρίου, απομακρύνθηκε λίγο από τον Γκόντφρι, μετά πήρε φόρα και τον χτύπησε με το μπαστούνι δυνατά στον πισινό του. Ο Γκόντφρι μόρφασε από τον πόνο αλλά δεν έβγαλε κιχ. «Έτσι μπράβο, μικρέ. Κατέβασε το παντελόνι σου, και τώρα θα δούμε στ’ αλήθεια πόσο γενναίος είσαι». Ο Γκόντφρι υπάκουσε απρόθυμα, και ο Αρχηγός έπεσε πάνω του και του έδωσε ακόμα ένα σκληρό χτύπημα. Αλλά, ακόμα κι αν ήθελε να ουρλιάξει από τον πόνο, ο Γκόντφρι πίεσε τον εαυτό του να μη βγάλει άχνα.
Ο Αρχηγός τον χτύπησε ακόμα τέσσερις φορές, και τότε παρενέβη ο Μίτσινσον. «Έλα, αρκετά. Έξι βουρδουλιές είναι αρκετές. Δεν θα τον πεθάνεις από τα καψόνια!». Ο Κάρτερ σήκωσε και πάλι το μπαστούνι για να τον χτυπήσει, αλλά ο Μίτσινσον στάθηκε μπροστά του και του το άρπαξε. «Είπα, αρκετά!».
Ο Κάρτερ, απρόθυμα είπε στον Γκόντφρι να σηκώσει το παντελόνι του. «Αυτό για να σου γίνει μάθημα», είπε.
«Στην πραγματικότητα νομίζω ότι θα του διδάξει κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό που επιδιώκεις, έτσι δεν είναι;», είπε ο Μίτσινσον ήρεμα. «Αλήθεια, πώς σε λένε;».
«Τζένκινς», απάντησε ο Γκόντφρι, σφίγγοντας τα δόντια του καθώς σήκωνε το παντελόνι του, με τον πισινό του να τσούζει από το ξύλο.
«Λοιπόν, Τζένκινς, καλύτερα εξαφανίσου από εδώ τώρα. Φοβάμαι ότι θα πονάς για μερικές μέρες. Επί τη ευκαιρία, αν θέλεις να μπεις στο Τμήμα Εκπαιδεύσεως Αξιωματικών, έλα να με βρεις. Είμαι υπεύθυνος για το στρατιωτικό τμήμα, και ψάχνω για ζόρικα αγόρια για τη διμοιρία μου. Νομίζω ότι είσαι ακριβώς αυτό που ψάχνω».
Λίγες μέρες αργότερα, ο Γκόντφρι συνάντησε τον Μίτσινσον στον διάδρομο. «Σκέφτηκες καθόλου αυτό που σου είπα;» ρώτησε.
«Ίσως. Νομίζω ότι θα ήθελα πολύ να συμμετάσχω, αλλά ο μπαμπάς μου είναι αξιωματικός του Ναυτικού, και ξέρω ότι θέλει να μπω στο ναυτικό τμήμα».
«Κρίμα. Εσύ, όμως τι θα ήθελες;».
«Βασικά, το σκεφτόμουν. Δεν μου αρέσουν ιδιαίτερα τα παντελόνια καμπάνα. Ίσως θα πρέπει να σκεφτώ την πρότασή σας».
«Μπράβο μικρέ! Έλα να μας δεις στην παρέλαση της Τετάρτης».
Όλα τα αγόρια στο Κινγκς, εκτός αν ήταν αντιρρησίες συνείδησης, αναμενόταν να ενταχθούν σε ένα από τα Τμήματα Εκπαιδεύσεως Αξιωματικών του Στρατού, του Ναυτικού ή της νεοσύστατης Ραφ, της Βρετανικής Βασιλικής Αεροπορίας. Τους έδωσαν στολές, και τις περισσότερες από τις επόμενες διδακτικές περιόδους μάθαιναν να κάνουν στρατιωτικό βηματισμό και παρελάσεις, αφού πρώτα υποβλήθηκαν σε δοκιμασίες επάρκειας. Αν τον περνούσαν αυτό, είχαν δύο επιλογές. Είτε να σταματήσουν την εκπαίδευση στο τμήμα Εκπαιδεύσεως Αξιωματικών, είτε να προχωρήσουν σε πιο εξειδικευμένη εκπαίδευση. Ήταν γνωστό ότι ο Μίτσινσον επέλεγε ο ίδιος τους πιο κατάλληλους ανάμεσα στους μαθητές που ήθελε για τη διμοιρία του, γεγονός που του έδωσε επάξια το δικαίωμα να έχει την αποκλειστικότητα στην επιλογή τους. Το να κληθεί να ενταχθεί στο Τμήμα Εκπαιδεύσεως Αξιωματικών του Στρατού, ήταν κάτι σαν διάκριση για ένα νέο μαθητή.
Στην αρχή, το πρόγραμμα είχε πολλές πορείες, παρελάσεις και παραγγέλματα, που εκφωνούνταν από έναν τελειόφοιτο. Οποιοδήποτε λάθος ή παράβαση συνοδευόταν από αυστηρή επίπληξη. Το «Άθλιο, μικρό ανθρωπάκι» ήταν η πιο κοινή προσβολή, είτε λόγω του ότι ένα αγόρι άθελά του έστριψε αριστερά όταν έπρεπε να πάει δεξιά, ή επειδή εμφανίστηκε στην παρέλαση με κακογυαλισμένο το διακριτικό του σήμα στον μπερέ. Ο κακομοίρης ο μικρός «εγκληματίας» διαταζόταν να τρέξει γύρω από τον χώρο των παρελάσεων, κουβαλώντας την βαριά επαναληπτική καραμπίνα Lee Enfield πάνω από το κεφάλι του, μέχρι που ο βασανιστής του να θεωρήσει ότι είχε υποφέρει αρκετά.
Η βασική εκπαίδευση φαινόταν εντελώς άσκοπη για τον Γκόντφρι. Το καλύτερό του ήταν όταν είχαν νυχτερινή άσκηση. Δεν συνέβαινε τίποτα, απλά κάθονταν σε ένα χωράφι γύρω από μια μικρή φωτιά και τους έδιναν ένα κουτί που περιείχε κονσέρβες φαγητού, που τους μοίραζαν με το δελτίο. Οι κονσέρβες φαίνονταν όλες ίδιες, αλλά κάποιες από αυτές είχαν στιφάδο με ένα περίεργο γκρι χρώμα και κάποιες άλλες άγευστη σούπα, και μόνο μία είχε μια πλάκα με την περιζήτητη σοκολάτα. Ένα από τα αγόρια στη διμοιρία του Γκόντφρι είχε καταφέρει να βρει ένα μικρό μπουκάλι ρούμι που το μοιράστηκαν όλοι, προτού προσπαθήσουν να κοιμηθούν στο βρεγμένο έδαφος. Είχαν δώσει στον καθένα πέντε κενές σφαίρες για τα πανάρχαια τουφέκια τους, με την προειδοποίηση να μην γίνει άσκοπη χρήση τους.
Στις δύο το πρωί, ο Μίτσινσον ήρθε για να τους πει ότι θα λάμβαναν μέρος σε μια προσομοίωση επίθεσης. «Η διμοιρία του Σμάιθ θα προσπαθήσει να σας αιφνιδιάσει. Να είστε σε εγρήγορση και να μείνετε εδώ», είπε, κοιτάζοντας κατάματα τον Γκόντφρι.
Όταν έφυγε, ο Γκόντφρι συγκέντρωσε τη διμοιρία. «Δε νομίζω ότι πρέπει απλώς να καθόμαστε να τους περιμένουμε. Ας πάμε και να τους επιτεθούμε εμείς πρώτοι».