Ο κατασκευαστής κοίταξε πέρα από τη θάλασσα. Μπορούσε κι εκείνος να ακούσει το αεροπλάνο, αλλά και πάλι δεν ήταν σίγουρος πού ήταν, μέχρι που είδε σε ποιο σημείο έδειχνε το χέρι του Τζιουζέπε. «Ποιος να το’ λεγε, έχεις δίκιο!», είπε έκπληκτος, και ικανοποιημένος που λειτούργησε τελικά.
Ο Τζιουζέπε βγήκε από το χαντάκι και ο κατασκευαστής τον χτύπησε στην πλάτη. «Εντυπωσιακό», του είπε.
Μια έκδοση πλήρους κλίμακας χτίστηκε στην κορυφή της Πατέλλας, στη θέση που επέλεξε ο Τζιουζέπε. Τις επόμενες εβδομάδες, δοκίμασε το «ακουστικό τοίχωμα» που είχε φτιάξει, χρησιμοποιώντας το για να προσδιοριστεί η κατεύθυνση προσέγγισης των αεροσκαφών και των πλοίων, όταν οι μηχανές τους θα έκαναν αρκετό θόρυβο. Λειτούργησε αρκετά καλά, αν και ο Τζιουζέπε απογοητεύτηκε όταν διαπίστωσε ότι η εμβέλεια δεν ήταν τόσο μεγάλη όσο ήλπιζε. «Αν έρθει να μας επιτεθεί ένα γρήγορο μαχητικό ή βομβαρδιστικό αεροσκάφος, θα μπορούσε να είναι από πάνω μας προτού βρούμε χρόνο να αντιδράσουμε», είπε στον Γκραμάτικα.
«Δεν πειράζει, πάρε μερικούς άνδρες να εκπαιδευτούν στη χρήση του. Έχουμε άλλους τρόπους εντοπισμού αεροπλάνων και πολλές δυνάμεις πυρός. Εκτός αυτού, δεν είμαστε καν σε πόλεμο!».
Ο Μάρκο ενθουσιάστηκε με τον νέο μηχανισμό του πατέρα του. Ήθελε να το δείξει στον Γιάννη, αλλά η περιοχή ήταν απαγορευμένη για το μη στρατιωτικό προσωπικό. Ούτε και ο Μάρκο έπρεπε να βρίσκεται εκεί.
Το 1935, η Ιταλία εισέβαλε στην Αβησσυνία και ακολούθησε η στρατιωτική κατοχή της Αιθιοπίας. Αυτό είχε καταστήσει την Ιταλία του Μουσολίνι σε «κράτος- παρία» και ώθησε τη χώρα σε συμμαχία με τη Γερμανία. Η σταθερή ροή των ιταλικών στρατιωτικών πλοίων που έρχονταν στο τεράστιο φυσικό λιμάνι της Λέρου, επιβεβαίωσε τις επεκτατικές βλέψεις της χώρας, οι οποίες ήταν εμφανείς τόσο στον Μάρκο όσο και στον Γιάννη. Ο Γιάννης ενθουσιάστηκε με την επίδειξη δύναμης, χωρίς να κατανοεί πραγματικά τις συνέπειές της, αλλά ο πατέρας του Μάρκο ήταν πιο ανήσυχος, και φοβόταν τα χειρότερα. «Είναι πολύ καλό που οι συμπατριώτες μας καμαρώνουν νιώθοντας δυνατοί και σημαντικοί, αλλά εμείς οι Ιταλοί δεν είμαστε φτιαγμένοι για πόλεμο. Και, εξάλλου, γιατί θα πρέπει να είμαστε;».
«Μα πατέρα…», πήγε να το δικαιολογήσει ο Μάρκο. «Ο Μουσολίνι υπόσχεται να ξαναχτίσει τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία! Δεν σε συναρπάζει αυτό;».
«Δηλαδή εσένα σε συναρπάζει;».
«Φυσικά!», είπε ο Μάρκο. Σήκωσε τα χέρια του για να σχηματίσει στον αέρα ένα φανταστικό τουφέκι, και στριφογύρισε κάνοντας κρότους σαν να σκότωνε φανταστικούς εχθρούς.
Ο Τζιουζέπε γέλασε και έδωσε μια παιχνιδιάρικη μπατσιά στον γιο του. «Απλά να θυμάσαι ότι όταν σκοτώνεις ανθρώπους στην πραγματική ζωή, δεν ξαναγυρίζουν», είπε, «και να περιμένεις να πυροβολήσουν και εσένα, επίσης».
«Το ξέρω αυτό, αλλά θα ήταν υπέροχο, έτσι δεν είναι;».
Όταν o Γιάννης έμαθε ότι η μητέρα του Μάρκο που τον είχε γοητεύσει, η Μαρία, ήταν Γερμανίδα, και αυτό του κέντρισε το ενδιαφέρον. Μιλούσε καλά ιταλικά και ακόμη υποφερτά ελληνικά, αλλά τα ξανθά της μαλλιά, που είχε κληρονομήσει και ο Μάρκο, ήταν ασυνήθιστα. Η Γερμανία τη δεκαετία του 1930 ήταν συχνά στην επικαιρότητα. Από τότε που ο Χίτλερ είχε έρθει στην εξουσία, η χώρα έβγαινε σαφώς από την ύφεση και, αν και οι πολίτες της που ζούσαν μακριά από την πατρίδα τους ήταν επιφυλακτικοί με το νέο καθεστώς, αρχικά στους Ναζί είχαν δώσει το πλεονέκτημα της αμφιβολίας. Για τον Γιάννη, η Μαρία ήταν ένα εξωτικό πλάσμα, όμορφο και εκλεπτυσμένο, και ακόμη και ως έφηβος ήταν τσιμπημένος μαζί της. Συχνά κατεύθυνε με πιεστικό τρόπο τη συζήτηση γύρω από εκείνη, χωρίς να το συνειδητοποιεί πραγματικά αυτό.
«Η μαμά σου είναι Γερμανίδα, έτσι δεν είναι;».
«Το ξέρεις ότι είναι. Με ρώτησες το ίδιο πράγμα εχθές», είπε ο Μάρκο.
«Ναι, το ξέρω», κοκκίνισε. «Είναι που απλά…».
«Είναι που απλά είσαι ερωτευμένος μαζί της! Αηδιαστικό! Ο Γιάννης είναι ερωτευμένος με τη μαμά μου!».
Ο Γιάννης άρπαξε τον Μάρκο από το μπράτσο. «Μην φωνάζεις, δεν είναι έτσι, απλά ρωτάω. Αν είναι Γερμανίδα, εσύ γιατί δεν μιλάς γερμανικά;».
«Μιλάω, αλλά λίγο. Έχουμε συγγενείς εκεί. Τον ξάδερφο της μαμάς και την οικογένειά του. Ζουν κάπου στο νότο, κοντά στα σύνορα, νομίζω».
«Έχεις πάει ποτέ;».
«Όχι. Ο μπαμπάς δεν θα το ενέκρινε».
«Γιατί όχι;».
«Φοβάται τους Γερμανούς. Πιστεύει ότι θα προκαλέσουν προβλήματα».
«Εσύ τι νομίζεις;».
«Μπορεί να είναι αλήθεια, αλλά είναι συναρπαστικό. Τέλος πάντων, θα ήθελα να το ανακαλύψω μόνος μου».
«Ίσως θα έπρεπε να γράψεις στον ξάδερφό σου, δεύτερο εξάδελφο έστω, και να ρωτήσεις αν μπορείς να πας. Δεν έχουν πρόγραμμα ανταλλαγής μαθητών;».
«Αυτό είναι πολύ καλή ιδέα», είπε ο Μάρκο. Λίγες μέρες αργότερα μίλησε με τη μητέρα του όταν ήταν μόνη της. «Θα ήθελα να ταξιδέψω. Ίσως να επισκεφτώ κάποιες άλλες χώρες. Έχεις έναν ξάδερφο στη Γερμανία, έτσι δεν είναι; Νομίζεις ότι θα μπορούσα να τον επισκεφτώ;».
«Δεν έχω πολλές επαφές με τον Κουρτ. Είναι κάπως πικρόχολος άνθρωπος. Πήρα ένα γράμμα από αυτόν πριν μερικές εβδομάδες, και καυχιόταν ότι τα πάει πολύ καλά τώρα. Μου είπε ότι έχει νέα δουλειά. Έχει τη δική του επιχείρηση τώρα. Μάλιστα, ο γιος του πρέπει να είναι στην ηλικία σου. Τον λένε Ρολφ. Ο Κουρτ λέει ότι εκπαιδεύεται για να γίνει πιλότος».
«Πω πω, αυτό είναι υπέροχο! Θα ήθελα πολύ να τον γνωρίσω. Ίσως να πάω να τον επισκεφτώ. Τι λες;».
«Δεν ξέρω, καλύτερα να ρωτήσουμε τον μπαμπά».
Στον Μάρκο δεν άρεσε όταν ανέτρεχε στον πατέρα του για οτιδήποτε. Ο ίδιος είχε μεγαλώσει πια, ήταν σχεδόν δεκαέξι ετών. Αποκαλούσε τον πατέρα του “μπαμπά” ή “πατέρα”, που πίστευε ότι ήταν πολύ πιο αξιοπρεπές, αλλά η Μαρία πάντα αναφερόταν σε αυτόν ως “μπαμπάκα” και δεν ήθελε να την φωνάζει “μητέρα”, αλλά “μαμά”.
«Δεν θα με αφήσει να φύγω, το ξέρω. Πάντα επικρίνει τους Γερμανούς. Νομίζω ότι τους φοβάται για κάποιο λόγο», είπε, σκυθρωπός.
«Αυτό δεν είναι καθόλου δίκαιο. Ο μπαμπάς σου είναι ένας από τους πιο γενναίους ανθρώπους που ξέρω».
«Ναι, το ξέρω, έχω ακούσει αυτή την ιστορία. Σου έσωσε τη ζωή».
«Ναι, το έκανε, μην είσαι τόσο σαρκαστικός. Αν δεν ήταν αυτός…».
«Έλα τώρα μαμά!». Την είπε μαμά για να την καλοπιάσει. «Σε παρακαλώ, δεν θα σε πείραζε αν πήγαινα στη Γερμανία, έτσι; Δεν είναι δύσκολο να ρωτήσουμε τον θείο Κουρτ. Μπορεί απλώς να πει «όχι» μόνο αν δεν θέλει να με συναντήσει. Τι έχεις να χάσεις;».
Η Μαρία συμφώνησε να το συζητήσει με τον άντρα της και εκείνο το βράδυ, όταν ο Μάρκο ήταν έξω με τον Γιάννη, αναφέρθηκε στο θέμα.
«Ο Μάρκο λέει ότι θα ήθελε να επισκεφθεί τον εξάδελφό μου στη Γερμανία.».
«Αποκλείεται! Είναι πολύ επικίνδυνα εκεί».
«Γιατί το λες αυτό;».
«Υπήρξαν ταραχές και υπάρχουν πολλές φήμες ότι «τσουβαλιάζουν» τους Εβραίους και τους στέλνουν μακριά. Ο Χίτλερ είναι μεγάλος δημαγωγός, έτσι ακούω. Θα υπάρξει πρόβλημα εκεί σύντομα».
«Έλα τώρα, Τζιουζέπε, μιλάς για τους συμπατριώτες μου. Πήραμε το μάθημά μας στον πόλεμο. Ο Χίτλερ είναι απλά ένας πολιτικός. Μου φαίνεται αρκετά έξυπνος και εμπνέει τη χώρα. Μας κάνει να αισθανόμαστε υπερήφανοι που είμαστε πάλι Γερμανοί».
«Ναι, βέβαια! Φτιάχνει δρόμους και τα τρένα έρχονται στην ώρα τους…!». Είναι ένας φασίστας που σύντομα θα γίνει δικτάτορας. Δεν βλέπεις πού οδηγούν όλα αυτά;».
«Και πού βλέπεις το κακό που θέλει να ξανασταθεί η χώρα στα πόδια της;».
«Διασχίζει όλη τη χώρα με τα μέσα συγκοινωνίας για να εξεγείρει τους συμπατριώτες σου. Πίστεψέ με, είναι επικίνδυνος άνθρωπος»
«Εσύ, τι κάνεις; Βοηθάς να κατασκευαστούν πυροβολεία, στρατώνες και αντιαεροπορικά καταφύγια. Γι’ αυτό, να μην τον επικρίνεις τότε. Τουλάχιστον ο Χίτλερ δεν εισέβαλε πουθενά».
«Όχι ακόμα, αλλά θα το κάνει. Να θυμάσαι τα λόγια μου».
«Τότε, πριν το κάνει, νομίζω ότι πρέπει να αφήσουμε τον Μάρκο να πάει εκεί και να συναντήσει τον ξάδερφό του. Δεν έχει άλλους συγγενείς στην ηλικία του. Και είναι πολύ ενθουσιασμένος που ο Ρολφ εκπαιδεύεται για πιλότος. Ξέρεις ότι τρελαίνεται για αεροπλάνα».