Βρήκε τη δουλειά λιγότερο χρονοβόρα από το να είναι αχθοφόρος. Οι ώρες εργασίας του ήταν σταθερές και τα απογεύματα ήταν πάντα ελεύθερα. Η Πόλα ήταν ευτυχισμένη φροντίζοντας το νέο τους νοικοκυριό και τον άφηνε στην ησυχία του. Ξεχνιόταν με τις δουλειές του σπιτιού ή διάβαζε γυναικεία περιοδικά που άφηναν οι πελάτες Έβγαινε μόνος του τα περισσότερα βράδια. Έβγαινε συχνά με άλλους στρατιώτες από το μέτωπο σε ένα από τα μπαρ της πόλης, όπου συναντιόνταν για να συζητήσουν για τους επαχθείς όρους που επέβαλαν οι νικήτριες συμμαχικές δυνάμεις στη χώρα τους και να παραπονεθούν για τις επιπτώσεις τους στην οικονομία και την κοινωνία.
Όπως και πολλοί από τους συμπολεμιστές του, ο Κουρτ ένιωθε εντελώς προδομένος. Η κοινή πεποίθηση ήταν ότι ο πόλεμος έγινε στην πραγματικότητα μεταξύ φίλων που μοιράζονταν πολύ περισσότερα από αυτά που τους χώριζαν. Δεν μπορούσαν καν να εξηγήσουν πώς είχε ξεκινήσει ο πόλεμος. «Η Αγγλίδα βασίλισσα Βικτόρια ήταν η γιαγιά του Κάιζερ μας. Ο ξάδερφός του ήταν ο Άγγλος βασιλιάς. Γιατί να θέλουμε να τους πολεμήσουμε; Ήταν όλα λάθος των καταραμένων Γάλλων, που προσπαθούσαν να πάρουν εκδίκηση εξαιτίας του τελευταίου πολέμου. Τώρα θέλουν να μας καταστρέψουν, και οι Άγγλοι και οι Αμερικανοί έχουν συνωμοτήσει μαζί τους. Είναι τραγωδία», είπε σε έναν από τους φίλους του.
«Και αυτοί οι βλάκες που έχουμε τώρα στην εξουσία, είναι τελείως δειλοί», πρόσθεσε ο φίλος του. «Έχουν καταθέσει τα όπλα και τους αφήνουν να μας καταστρέφουν. Αυτό που χρειαζόμαστε τώρα είναι ανθρώπους με ηγετική φυσιογνωμία για να αγωνιστούν για τον λαό μας. Αλλά πού είναι αυτοί;».
Κάπως έτσι ήταν πολλές από τις συζητήσεις τους, που άφηναν τον Κουρτ να νιώθει θλιμμένος και δυστυχής. Τελικά, αποφάσισε να βρει έναν καλύτερο τρόπο για να περνά τον ελεύθερο χρόνο του από το να κλαψουρίζει για πράγματα που δεν μπορούσε να αλλάξει.
Υπήρχε ένα κατάστημα επισκευής ρολογιών στην πόλη, που ανήκε σε ένα συμπαθητικό Εβραίο, τον οποίο ο Κουρτ γνώριζε πριν από τον πόλεμο. Πέρασε από το μαγαζί του μια μέρα που είχε ρεπό.
«Καλημέρα, Χερ Φίνκελμαν».
«Κουρτ Μιούλερ! Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω. Άκουσα ότι επέστρεψες και παντρεύτηκες απ’ ό,τι βλέπω. Συγχαρητήρια! Είσαι καλά;».
«Ναι, είμαι καλά, ευχαριστώ», απάντησε χαλαρά ο Κουρτ.
«Λοιπόν; Τι μπορώ να κάνω για σένα;».
«Θυμάσαι που συνήθιζα να σε βοηθάω με τις επισκευές ρολογιών;». Ο Φίνκελμαν ένευσε συγκαταβατικά. «Απλώς αναρωτιόμουν αν χρειαζόσουν κάποια βοήθεια, με μειωμένο ωράριο, φυσικά».
Ο Φίνκελμαν φαινόταν αναποφάσιστος. «Κοίτα, οι δουλειές πάνε καλά τελευταία και ίσως χρειαστώ λίγη βοήθεια, αν μπορείς να διαθέσεις χρόνο», είπε.
«Φυσικά και μπορώ», είπε ο Κουρτ. «Δεν θα ήθελα να ξεχάσω και την τέχνη, καταλαβαίνεις. Δουλεύω στο ξενοδοχείο, αλλά μπορώ να έρχομαι εδώ κάποια βράδια, αν είστε εντάξει μ’ αυτό. Μπορεί να σου φέρω και δουλειές από τους πελάτες μας».
«Αυτό θα ήταν πολύ καλό, και φυσικά θα σε πλήρωνα για οποιαδήποτε δουλειά μου έφερνες».
Οι δυο άντρες συμφώνησαν και ο Κουρτ ξεκίνησε να δουλεύει εκεί την επόμενη εβδομάδα. Αυτό του έδωσε ένα μικρό επιπλέον εισόδημα που βοήθησε αυτός και η Πόλα να μπορέσουν να νοικιάσουν ένα μικρό εξοχικό κοντά στο ξενοδοχείο. Το 1920 ήρθε στον κόσμο ο γιος τους, και του έδωσαν το όνομα Ρολφ, ενός θείου του Κουρτ.
Κεφάλαιο 4
Λέρος 1920 – 1935
Το νησί της Λέρου – όπως πολλά από τα περισσότερα ελληνικά νησιά που ήταν υπό την κατοχή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας για αιώνες- είχε διατηρήσει τον ελληνικό χαρακτήρα του όλα αυτά τα χρόνια. Οι περισσότεροι από τους ντόπιους κατοίκους ήταν Έλληνες, και οι Τούρκοι σε μεγάλο βαθμό, δεν τους είχαν δημιουργήσει προβλήματα. Είναι γνωστό στην Ελλάδα ως «το νησί της Αρτέμιδος», της θεάς του κυνηγιού, που ήταν γνωστή στους Ρωμαίους με το όνομα Ντιάνα.
Από τότε που οι Ιταλοί είχαν καταλάβει το νησί και άρχισαν να χτίζουν την αεροναυτική βάση στην Λέπιδα, στον μεγάλο όρμο που αποκαλούσαν Πόρτο Λάγκο, προσέλαβαν ντόπιους για να βοηθήσουν. Αυτή η εργασία ήταν ευπρόσδεκτη για τους ανθρώπους που έβγαζαν τα προς το ζην ως αλιείς ή αγρότες υπό το οθωμανικό καθεστώς.
Υπήρχαν μερικοί ειδικευμένοι τεχνίτες που είχαν εξωραΐσει τα νεοκλασικά σπίτια στην πρωτεύουσα του νησιού, τον Πλάτανο, και κάτω στην προκυμαία της Αγίας Μαρίνας στα τέλη του 19
ου
Ο Σπύρος είχε εξελιχθεί έως τότε σε κάτι παραπάνω από έναν απλό οικοδόμο. Είχε φυσικό ταλέντο στο σχέδιο και έγινε πολύ καλός στον τεχνικό σχεδιασμό δομικών έργων. Η δουλειά του ήταν να βοηθά στο σχεδιασμό των θεμελίων των τεράστιων ρυμουλκών που κατασκευάστηκαν για να στεγάσουν τα ιπτάμενα σκάφη που προσγειώνονταν στον κόλπο της Λέπιδας, απέναντι από την ολοκαίνουργια ιταλική πόλη, την οποία οι Ιταλοί ονόμασαν Πόρτο Λάγκο. Αν και ήταν ένα πολύτιμο και σεβαστό μέλος του συνεργείου, δεν τα κατάφερνε με τα ιταλικά και μπορούσε να επικοινωνήσει με τους Ιταλούς εργοδηγούς μόνο μέσω ενός διερμηνέα. Αυτό περιόρισε τη δυνατότητα αξιοποίησής του στο έργο, ιδίως αφού οι διερμηνείς τους δεν είχαν εμπειρία στον κατασκευαστικό τομέα και συχνά δυσκολεύονταν να μεταφράσουν τους τεχνικούς όρους.
Μελετώντας τα σχεδιαγράμματα, ο Σπύρος είχε παρατηρήσει ένα ελάττωμα στοn κατασκευαστικό σχεδιασμό. Έλεγξε και επανέλεγξε τους υπολογισμούς του για να είναι απόλυτα βέβαιος, αλλά διέκρινε ότι υπήρχε ένα ενδεχόμενο σφάλμα στις προδιαγραφές. Πήγε σπίτι εκείνο το βράδυ προβληματισμένος. Δεν μπορούσε να αποφασίσει αν μπορούσε να επισημάνει το σφάλμα στους ανωτέρους του. Δεν ήταν αποκλειστικά δικό του τμήμα, αλλά θα ένιωθε ανεύθυνος αν δεν τους είχε μιλήσει για το λάθος. Αποφάσισε να βρει την ευκαιρία το επόμενο πρωί.
Ο Τζιουζέπε δούλευε στο γραφείο του εργοταξίου όταν ο Σπύρος ήρθε να του αναφέρει τις ανησυχίες του για τον σχεδιασμό του υπόστεγου. Κοίταξε τριγύρω για να δει τον διερμηνέα και όταν είδε ότι δεν ήταν εκεί, έχασε το κουράγιο του και ξεκίνησε να φύγει.
«Καλημέρα», είπε ο Τζιουζέπε, στα ελληνικά. «Μπορώ να σας βοηθήσω;».
«Όχι, δεν είναι τίποτα». Έκανε να φύγει, αλλά ξαφνικά γύρισε πίσω. «Μιλάτε ελληνικά;».
«Λίγο. Προσπαθώ να μάθω περισσότερα. Τι θα θέλατε;».
«Δουλεύω στα θεμέλια του υπόστεγου. Δεν μου πέφτει λόγος, το ξέρω, αλλά φοβάμαι ότι μπορεί να υπάρχει πρόβλημα με το μέγεθος των υποστηριγμάτων στέγασης. Μάλλον κάνω λάθος, όμως. Δεν πειράζει».
Γύρισε πάλι προς την πόρτα, αλλά ο Τζιουζέπε τον φώναξε πίσω. «Πώς σε λένε;».
«Σπύρο Ραφτόπουλο. Δουλεύω στα θεμέλια που θα μπουν τα στηρίγματα. Μάλλον κάνω λάθος. Δεν πειράζει».
«Εγώ τα σχεδίασα. Ποιο είναι το πρόβλημα;», ρώτησε με σκεπτικισμό ο Τζιουζέπε. «Δείξε μου».
Ο Σπύρος πήγε κοντά του και ξεδίπλωσε το σχέδιο που κουβαλούσε πάνω σε ένα γραφείο. Έδειξε τις τεράστιες δοκούς που θα κρατούσαν την οροφή. «Βλέπεις, αυτά δεν είναι αρκετά δυνατά για να σηκώσουν τόσο μεγάλο βάρους. Οι προδιαγραφές που έχετε καθορίσει είναι εβδομήντα πέντε χιλιοστά, αλλά για αυτό το άνοιγμα νομίζω ότι θα πρέπει να έχουμε εκατόν πενήντα χιλιοστά».
Ο Τζιουζέπε κοίταξε το σχέδιο για πολλή ώρα, παίρνοντας τον υπολογιστικό του κανόνα για να κάνει τον υπολογισμό. Έκανε πίσω και χτύπησε το χέρι στο κούτελο. «Ω, κατάλαβα. Έχεις δίκιο, έχω σημειώσει λάθος μέγεθος!», είπε, νιώθοντας αμηχανία.
«Δεν υπάρχει πρόβλημα. Ακόμη μπορούμε να τα αλλάξουμε», δήλωσε ο Σπύρος. «Οι χάλυβες δεν έχουν παραδοθεί ακόμα. Θα μπορούσαμε απλώς να αλλάξουμε την παραγγελία».
«Σ’ ευχαριστώ». Ο Τζιουζέπε, φανερά ανακουφισμένος, χτύπησε φιλικά στον ώμο τον Σπύρο με ευγνωμοσύνη. «Παρακαλώ να μου το πείτε αν βρείτε άλλα προβλήματα».
«Ελπίζω να μην σας πειράζει που έρχομαι σε σένα».
«Φυσικά και όχι», είπε ο Τζιουζέπε. «Δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα!».