Powell Michael - Η Μοίρα Των Τεσσάρων стр 13.

Шрифт
Фон

Το γερμανικό μέτωπο έσπασε. Οι στρατιές των Συμμάχων είχαν υψηλότερο ηθικό και ήταν πολύ καλύτερα εξοπλισμένοι από τότε που οι Αμερικανοί είχαν μπει στον πόλεμο, ενώ αυτός και οι σύντροφοί του ήταν σε απόγνωση. Η Γερμανία έχανε, και ο στρατός τους εξαναγκαζόταν συστηματικά σε υποχώρηση στο μέτωπο του Χίντεμπουργκ, – σηματοδοτώντας το τέλος της προ του πολέμου γερμανικής επικράτειας. Ο Κουρτ, αν και συνειδητοποίησε ότι η δική του συνεισφορά θα ήταν ασήμαντη από μόνη της, ήθελε απεγνωσμένα να βοηθήσει να σωθεί η αγαπημένη του χώρα από την ήττα. Όπως πολλοί από τους συντρόφους του, αισθάνθηκε ότι οι ηγέτες της Γερμανίας, έχοντας ξεκινήσει έναν ανόητο πόλεμο, είχαν αποτύχει παρά τις μεγάλες τους στρατιωτικές δυνάμεις, και τώρα ετοιμάζονταν να τους προδώσουν με μια επαίσχυντη συνθηκολόγηση.

Ο γιατρός που περιποιήθηκε την πληγή του αντιμετώπισε με κατανόηση την επιθυμία του να επιστρέψει στο μέτωπο. «Καταλαβαίνω απόλυτα πώς αισθάνεσαι Λοχία, αλλά δεν καταλαβαίνω πώς η επιστροφή σου στο μέτωπο θα βοηθήσει κάποιον. Δεν ξέρουμε καν πού βρίσκεται το μέτωπο αυτή τη στιγμή και, εκτός αυτού, αν γυρίσεις πίσω, είναι πιθανότερο να πάθεις σηψαιμία, που θα σε σκότωνε πολύ πιο αποτελεσματικά από μια βρετανική σφαίρα!».

«Τι θα μπορούσα να κάνω; Περιμένετε έτσι απλά να πάω σπίτι και να ξεχάσω τον πόλεμο;».

«Υπό αυτές τις συνθήκες, ναι. Αυτό θα ήταν πιθανόν και το καλύτερο που μπορείς να κάνεις. Πήγαινε σπίτι σου».

Ο Κουρτ «τσουβαλιάστηκε» σε ένα στρατιωτικό τρένο που μετέφερε τραυματίες πίσω στη Γερμανία. Ξεκίνησε με προβλήματα. Προχώρησε για μερικά μίλια, και μετά σταματούσε σε κάθε στάση για να δώσει τη θέση του στην παρακαμπτήριο σε κάθε τρένο που πήγαινε προς την αντίθετη κατεύθυνση μεταφέροντας τρομαγμένους νεαρούς άντρες για σφαγή. Τελικά, τον διέταξαν να βγει έξω, δίπλα στις σιδηροδρομικές γραμμές. «Θα πρέπει να περπατήσεις τώρα. Το τραίνο έχει επιταχτεί».

«Από ποιον;».

«Από το γενικό επιτελείο. Πρέπει να στήσουν ένα νέο αρχηγείο και να μεταφέρουν τα πράγματά του σε αυτό».

Ο Κουρτ και οι υπόλοιποι πληγωμένοι άντρες αποβιβάστηκαν και αναγκάστηκαν να πάρουν τον δρόμο του γυρισμού πεζοί αβοήθητοι, ενώ οι μισητοί στρατηγοί και το προσωπικό τους ταξίδεψαν με άνεση, μακριά από τη μάχη. Μπήκε κι εκείνος κουτσαίνοντας στην ατέλειωτη ουρά με τους άλλους αποκαρδιωμένους στρατιώτες, πεινασμένος και παγωμένος. Άντρες τυφλωμένοι από το αέριο – συχνά του δικού τους στρατού, που γυρνούσε πίσω όταν ο άνεμος άλλαζε. Τα μάτια τους ήταν καλυμμένα με βρώμικους επιδέσμους και καθοδηγούνταν από άνδρες με δεκανίκια που παραπατούσαν πάνω στα δεκανίκια τους ή που είχαν τα μπράτσα τους δεμένα στο σώμα τους. Οι λιγότερο τραυματίες που μπορούσαν να περπατήσουν, όπως ο Κουρτ, εξαναγκάζονταν να κουβαλήσουν σε φορείο βαριά πληγωμένους άνδρες που σφάδαζαν από τους πόνους. Πολλοί μάλιστα πέθαιναν αθόρυβα και οι αποθαρρημένοι τραυματιοφορείς τους θα το συνειδητοποιούσαν αργότερα, αφού είχαν κουβαλήσει τον νεκρό για μίλια. Οι σοροί τους έμεναν στο δρόμο, για να τις περιμαζέψει κάποιος, ίσως αργότερα. Όλοι ήταν βρώμικοι. Οι μπότες τους διαλύονταν και πολλοί από τους άντρες αναγκάστηκαν να περπατούν κουτσαίνοντας με γυμνά πόδια πάνω στο τραχύ έδαφος. Ο ήχος που έβγαινε από το σούρσιμο των ποδιών τους συνοδευόταν από μια υποβόσκουσα ατμόσφαιρα ανθρώπινου πόνου, καθώς οι κραυγές των τραυματιών αναμειγνύονταν σε μια διαβολική αρμονία πόνου και δυσφορίας.

Η ύπαιθρος καταστράφηκε και κάηκε από τις προηγούμενες καταστροφικές μάχες. Τότε, ο νικηφόρος γερμανικός στρατός είχε προωθηθεί προς τη Γαλλία, πιστεύοντας ότι θα έφτανε στο Παρίσι έως τα Χριστούγεννα του 1914, αλλά είχε αναχαιτιστεί και απωθήθηκε πίσω στις αμυντικές του θέσεις, γεγονός που καθόρισε την σύγχρονη κόλαση της σφαγής στα χαρακώματα.

Οι στρατιώτες που επέστρεφαν στην πατρίδα σέρνοντας τα πόδια τους, δεν είχαν κάτι να φωτίζει τον δρόμο τους, εκτός από τις μικροσκοπικές κόκκινες λάμψεις της κάφτρας των τσιγάρων που κάποιοι τυχεροί κατάφεραν να κρατήσουν στεγνά. Όταν το φως ήταν λιγοστό και δεν μπορούσαν να δουν πού τους πήγαιναν τα μπερδεμένα τους βήματα, σταματούσαν για τη νύχτα και ξάπλωναν εκεί που σταμάτησαν, προσπαθώντας απεγνωσμένα να ζεσταθούν μπροστά σε φωτιές που δεν κατάφερναν όμως να τους ζεστάνουν. Άναβαν φωτιά με τα λίγα ξερόκλαδα που έβρισκαν στο δάσος, και από τα κατεστραμμένα σπίτια απ’ όπου περνούσαν. Πολλοί από αυτούς πέθαιναν, σιωπηλά, χωρίς να το πάρει κανείς είδηση, σχεδόν ανακουφισμένοι που «δραπέτευαν» από τη εξουθένωση και τη φρίκη της οπισθοχώρησης τους.

Τελικά, διέσχισαν τα σύνορα προς τη Γερμανία και έφτασαν σε σταθμούς συγκέντρωσης στρατιωτών, όπου οι Γερμανοί πολίτες, οι συμπατριώτες τους, που φαίνονταν καλά ταϊσμένοι και ευτυχισμένοι, τρόμαξαν όταν τους είδαν σ’ αυτή την κατάσταση. Οι τυχεροί που επέζησαν, κατάφεραν επιτέλους να κάνουν μπάνιο και να καθαριστούν λίγο στους σταθμούς συγκέντρωσης που δημιουργήθηκαν στις πόλεις, όπου οι γιατροί δούλευαν ανάμεσα στην απαίσια δυσωδία των εμπύων τραυμάτων τους. Καθάρισαν τις πληγές τους και ακρωτηρίαζαν τα γαγγραινιασμένα άκρα, και οι άντρες δίσταζαν να αποφασίσουν αν είχε καμία σημασία να τους αποτελειώσουν μια ώρα αρχύτερα. Για τους λιγότερο τραυματισμένους, τα τρένα ήταν σε ετοιμότητα για να τους πάνε στα σπίτια τους. Ο Κουρτ πήρε ένα τέτοιο τραίνο. Κοίταζε από το παράθυρο του τραίνου την ύπαιθρο που προσπερνούσαν να αλλάζει σταδιακά, δίνοντας όλο και λιγότερες ενδείξεις της αγριότητας του πολέμου και των μαζικών μετακινήσεων των ανθρώπων, που συνέθλιβαν την ομορφιά της κάτω από τη λάσπη. Μακριά πια από την εμπόλεμη ζώνη, πέρασε μέσα από τα πανέμορφα δάση της κεντρικής Γερμανίας προς το σπίτι του, στη Βαυαρία. Εκεί, έφτασε σε ένα κέντρο υποδοχής, λίγο πριν το τέλος του πολέμου, τον Νοέμβριο του 1918. Είχε επισήμως αποστρατευθεί και μετά από έναν «μαραθώνιο» ξεψειρίσματος, τον συμβούλεψαν να επιστρέψει στο σπίτι του.

Πριν από τον πόλεμο, ζούσε στο σπίτι των γονιών του, στην πόλη Nόϊμπόϊρεν, στη Βαυαρία, και δίδασκε αγγλικά στο τοπικό σχολείο. Δυστυχώς, είχαν πεθάνει κατά τη διάρκεια του πολέμου και το ενοικιαστήριο του σπιτιού είχε λήξει. Όταν γύρισε πίσω, όχι μόνο δεν είχε χρήματα για το ενοίκιο, αλλά όταν τηλεφώνησε στο γραφείο του ιδιοκτήτη, εκείνος, χωρίς ίχνος ντροπής, τον ενημέρωσε ότι το σπίτι είχε πλέον ενοικιαστεί σε άλλη οικογένεια.

«Μα πάντα ζούσαμε σ ' αυτό το σπίτι!», διαμαρτυρήθηκε.

«Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Δεν πλήρωσες ενοίκιο για πάνω από ένα χρόνο και δεν τρέχουν τα λεφτά από τα μπατζάκια μου».

«Μα ήμουν μακριά, είχα φύγει για τον πόλεμο. Σίγουρα δεν μπορούσες να περιμένεις. Γιατί δεν μου έγραψες για να μου πεις τι συνέβη;».

«Έγραψα. Δεν φταίω εγώ που το γράμμα δεν έφτασε σε σένα. Υπέθεσα ότι είχες σκοτωθεί».

Ο Κουρτ τον έβρισε, αλλά δεν μπόρεσε να αλλάξει γνώμη στον ιδιοκτήτη. «Το παράκανες!», είπε. «Το μόνο που θέλεις είναι να μην χάνεις λεφτά. Αναθεματισμένοι Εβραίοι! Θα σου δείξω εγώ!».

Ο σπιτονοικοκύρης γέλασε. «Αλήθεια; Και τι θα μου κάνεις; Ξεκουμπίσου από δω κι άσε με ήσυχο». Πήγε να του κλείσει την πόρτα στα μούτρα, αλλά ο Κουρτ έβαλε το πόδι του για να μην κλείσει. «Τι θα γίνει με τα υπάρχοντά μας; Τόσα έπιπλα και πράγματα! Τι απέγιναν αυτά;».

«Πάνε αυτά, πουλήθηκαν για να πληρωθεί το νοίκι». Κλώτσησε το πόδι του Κουρτ και του κοπάνησε την πόρτα στα μούτρα.

Ο Κουρτ έφυγε, κι έβριζε μόνος του. Καθώς περνούσε από το ξενοδοχείο της περιοχής, παρατήρησε μια αγγελία στο παράθυρό του για μια θέση υποδιευθυντή. Μπήκε στο ξενοδοχείο και πήγε στη ρεσεψιόν. Εκεί ήταν μια νεαρή γυναίκα που φαινόταν βαριεστημένη. Τον κοίταξε από πάνω έως κάτω, παρατηρώντας την φθαρμένη στολή του και την γενικά απεριποίητη εμφάνισή του. Δεν είχε ξυριστεί για πολλές ημέρες, ούτε είχε κάνει μπάνιο από τότε που είχε φθάσει στο κέντρο υποδοχής της Βαυαρίας.

Ваша оценка очень важна

0
Шрифт
Фон

Помогите Вашим друзьям узнать о библиотеке

Скачать книгу

Если нет возможности читать онлайн, скачайте книгу файлом для электронной книжки и читайте офлайн.

fb2.zip txt txt.zip rtf.zip a4.pdf a6.pdf mobi.prc epub ios.epub fb3

Популярные книги автора