Amy Blankenship - Ο Χορός Του Φεγγαριού стр 6.

Шрифт
Фон

Θύμωνε όταν σκεφτόταν ότι ο Τρέβορ μπορεί να χρησιμοποιούσε την Ένβι ενώ ήταν σε μυστική αποστολή στο μπαρ. Με εκείνη να δουλεύει ως μπαργούμαν στα περισσότερα κλαμπ, είχε βρει την τέλεια ευκαιρία να τρυπώνει στα περισσότερα κτίρια πολύ πριν ανοίξουν και να μένει εκεί μέχρι και πολύ αργότερα όταν έκλειναν. Το να βρίσκεται εκεί χωρίς τα πλήθη κόσμου του επέτρεπε να ερευνά ανενόχλητος και η Ένβι δεν ήταν αρκετά παρατηρητική ώστε να το καταλάβει.

Ο Τσαντ είχε αρνηθεί να δουλέψει ως μυστικός, παρά το ότι οι μυστικές υπηρεσίες προσπαθούσαν, εδώ και καιρό, να τον προσεγγίσουν. Το περισσότερο που μπορούσε να κάνει για τώρα ήταν να είναι η αγαπημένη κλήση τους όταν χρειάζονταν κάποιον να σπάσει καμιά πόρτα ή να ακινητοποιήσει κόσμο. Και αυτό ήταν απολύτως αρκετό για εκείνον. Προτιμούσε να παλέψει σωματικά με τον οποιοδήποτε κακό, παρά να ανακατεύει χαρτιά όλη μέρα προσπαθώντας να ξεσκεπάσει τις παρανομίες κάποιου.

Από την άλλη, ο φίλος τους ο Τζέισον ήταν πολύ καλή περίπτωση για την Ένβι. Είχαν πάει σχολείο μαζί και εκεί ακριβώς ήταν το πρόβλημα. Ο Τζέισον ήταν ανέκαθεν ερωτευμένος μαζί της. Όταν πήγαιναν λύκειο ερχόταν τόσο συχνά στο σπίτι τους που η Ένβι κατέληξε να τον θεωρεί σχεδόν αδερφό και όχι πιθανό σύντροφο.

Ο Τζέισον είχε μπει στην υπηρεσία δασοφυλακής του δάσους των Αγγέλων και δεν είχε αλλάξει ποτέ δουλειά. Στην Ένβι ακόμα άρεσε να κάνει παρέα μαζί του. Είχε έτσι και την ευκαιρία να βλέπει πιο συχνά και τη φίλη της την Τάμπαθα, που πλέον ήταν μέλος της ομάδας του Τζέισον.

Ο Τσαντ σηκώθηκε από τον καναπέ και πήγε στην πόρτα του δωματίου της Ένβι. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια, από τότε που οι γονείς τους είχαν σκοτωθεί σε ατύχημα, μοιράζονταν το ίδιο σπίτι. Τα έβρισκαν απόλυτα. Εκείνος ήταν αστυνομικός και εκείνη μπαργούμαν στα περισσότερα μπαρ της πόλης.

Ο μόνος λόγος που την άφηνε να συνεχίζει και δεν της έλεγε να βρει μία «αληθινή» δουλειά ήταν γιατί εκείνη, τις περισσότερες νύχτες που δούλευε, έβγαζε πολλά περισσότερα χρήματα από ότι εκείνος. Η Ένβι πλήρωνε συνήθως το ενοίκιο και εκείνος φρόντιζε όλα τα υπόλοιπα.

«Σε ποιο κλαμπ;» ρώτησε από τη μισάνοιχτη πόρτα.

«Στο καινούργιο, στο Μούνντανς.» Η Ένβι έπιασε σε αλογοουρά τα μισά κόκκινα μαλλιά της και άφησε τα υπόλοιπα να πέφτουν στους ώμους της. «Μπορεί να μιλήσω και για δουλειά όσο είμαστε εκεί.»

Ο Τσαντ συνοφρυώθηκε. «Είναι εκείνο στο τέρμα της πόλης, ε;» Επέστρεψε στο δωμάτιο του χωρίς να περιμένει την απάντησή της. Τελευταία, η κατάσταση είχε γίνει λίγο ζόρικη εκεί κάτω. Είχαν συμβεί διάφορα περιστατικά. Οι εξαφανίσεις ήταν πια στην ημερήσια διάταξη, ενώ αρκετά πτώματα είχαν βρεθεί μόλις ένα τετράγωνο από το κλαμπ.

Μέχρι στιγμής δεν υπήρχε κανένα στοιχείο που να συνδέει το κλαμπ με όλα αυτά , παρά μόνο το ότι όλα τα θύματα ήταν πελάτες του Μούνντανς. Ήταν το χρονικό πλαίσιο που ο Τσαντ, αλλά και πολλοί άλλοι, έβρισκαν ύποπτο. Στην ατμόσφαιρα αιωρούταν η άποψη ότι ίσως να υπήρχε ένας κατά συρροή δολοφόνος που σύχναζε στο μπαρ. Την τελευταία φορά που κάποιος είχε δει ζωντανό κάποιο από τα θύματα ήταν μέσα στο κλαμπ. Η ιδιότητα του ως αστυνομικός δεν του επέτρεπε να αγνοήσει την πιθανή σύνδεση των γεγονότων.

Μιας και το σήμα και το όπλο του βρίσκονταν ήδη στο αυτοκίνητο, ο Τσαντ άρπαξε τη μικρή συσκευή ηλεκτροσόκ και την έχωσε πίσω από τη ζώνη του. Με όλα αυτά που συνέβαιναν στην περιοχή ένιωθε πιο ασφαλής να το έχει μαζί της η Ένβι, σε περίπτωση που κάτι πήγαινε στραβά όσο βρίσκονταν στο κλαμπ.

Βγαίνοντας από το δωμάτιό του κοίταξε προς το διάδρομο και έμεινε στήλη άλατος όταν είδε την αδερφή του. Φορούσε μαύρη δερμάτινη φούστα με δαντέλα στις άκρες και ένα μικροσκοπικό μπλουζάκι που άφηνε ακάλυπτη την κοιλιά της. Η μπλούζα της είχε τόσα δερμάτινα μπαλώματα, όσα χρειάζονταν για να καλύψουν το στήθος της αλλά και να αφήσουν σε κοινή θέα τον αφαλό της.

Είχε συνδυάσει το ντύσιμο με ένα ζευγάρι μαύρες μπότες, που σταματούσαν ακριβώς πάνω από το γόνατο και ήταν διακοσμημένες με αλυσίδες στους αστραγάλους. Στο λαιμό της είχε ένα μενταγιόν με πέτρα αμέθυστου, που της είχε χαρίσει η μητέρα τους πολλά χρόνια πριν. Τα μισά μαλλιά της ήταν πιασμένα σε αλογοουρά και τα υπόλοιπα κυμάτιζαν στους ώμους της.

Είχε βαφτεί πολύ κομψά, με μαύρο αϊλάινερ, μαύρη σκιά και σκουρόχρωμο κραγιόν. Έμοιαζε με ντομινατρίξ.

« Έλα, είμαστε έτοιμοι να πιούμε αίμα;» Ο Τσαντ έγνεψε καταφατικά συνοφρυωμένος. Σκεφτόταν να ακυρώσει την έξοδο και να την κρατήσει σπίτι για λόγους ασφαλείας.

«Λοιπόν, το αποφάσισα», είπε η Ένβι υψώνοντας το φρύδι της. «Αφού κανονίσω τον Τρέβορ, θα διασκεδάσω! Από δω και στο εξής θα σταματήσω να είμαι η κοπέλα κάποιου. Δε θέλω να έχω μόνο ένα φίλο… θέλω ΠΟΛΛΟΥΣ! Έτσι, όταν κάποιος θα φέρεται σα γαϊδούρι δε θα με νοιάζει γιατί θα έχω όλους τους άλλους, πάντα, έτοιμους να με υπερασπιστούν.»

«Ακόμα θυμάμαι πόσο καλά τα πήγαινα στο λύκειο.» Ο Τσαντ κούνησε το κεφάλι του, γνωρίζοντας ότι η αδερφή του ήταν ακόμα πιο αθώα από ότι παρίστανε. «Ας πάρουμε το αυτοκίνητό μου, μήπως και με χρειαστεί η υπηρεσία.»

«Εντάξει, αλλά μόνο αν με αφήσεις να παίξω με τα φώτα.» Η Ένβι χαμογέλασε γιατί ήξερε ότι θα την άφηνε. Ο Τσαντ μόρφασε και άρχισε να περπατά προς το αυτοκίνητο. «Πραγματικά είσαι χειρότερη από μικρό παιδί σε μαγαζί με παιχνίδια, που ζουλάει όλα τα αρκουδάκια και τρελαίνει τον κόσμο με τους ήχους που κάνουν.

«Γιατί;», γέλασε. «Μ’ αρέσουν τα μπλε φώτα. Ο κόσμος κάνει στην άκρη όταν τα ανάβω.»

«Όπως έκανες όταν μας τελείωσε ο καφές;», ρώτησε. Έχεις υπόψη σου ότι είναι σπατάλη των χρημάτων των φορολογούμενων έτσι;»

«Άμα δεν το βουλώσεις θα οδηγήσω εγώ. Και μετά θα έχεις να τα βγάλεις πέρα με τα κόκκινα φώτα και τις σειρήνες,» τον προειδοποίησε πειραχτικά.

Ο Τσαντ σταμάτησε αμέσως, μόλις θυμήθηκε την τελευταία φορά που κάτι τέτοιο είχε συμβεί. Εκείνη είχε αργήσει για τη δουλειά κι εκείνος ήταν πολύ άρρωστος για να οδηγήσει. Έτσι, της παραχώρησε το τιμόνι, κάθισε στη θέση του συνοδηγού και αποκοιμήθηκε. Ο αρχηγός ακόμα τον αποδοκίμαζε.

Η Ένβι έσβησε τα μπλε φώτα ένα τετράγωνο πριν το κλαμπ και κοίταξε τα φωτορυθμικά που χόρευαν στο συννεφιασμένο ουρανό. Τώρα το διώροφο κτίριο φαινόταν καλά. Τελευταία δούλευε πολύ και δεν της είχε δοθεί ακόμα η ευκαιρία να τσεκάρει το Μούνντανς. Ήξερε μόνο όσα είχε ακούσει από τους πελάτες της. Εντάξει, εξωτερικά δεν έλεγε και πολλά. Ήταν απλώς μια παλιά αποθήκη από τούβλα, λίγα παράθυρα και μία μεγάλη επιγραφή από μωβ νέον στον μπροστινό τοίχο.

Καλοντυμένοι άνθρωποι που μιλούσαν ζωηρά σχημάτιζαν ουρά, που έφτανε μέχρι το παρκινγκ, για να μπουν μέσα. Το γεγονός ότι, περασμένες δέκα, υπήρχε ακόμα κόσμος που περίμενε, την έκανε να σκεφτεί ότι η δουλειά εκεί θα ήταν πολύ προσοδοφόρα.

«Ναι, σίγουρα θα κάνω αίτηση,» σκέφτηκε χαμογελώντας.

«Τουλάχιστον η ουρά κινείται γρήγορα,» είπε σχεδόν σαρκαστικά ο Τσαντ , μη μπορώντας να περιμένει άλλο για να δει την αδρεναλίνη της αδερφής του να ξεσπά πάνω στον Τρέβορ.

Ваша оценка очень важна

0
Шрифт
Фон

Помогите Вашим друзьям узнать о библиотеке

Скачать книгу

Если нет возможности читать онлайн, скачайте книгу файлом для электронной книжки и читайте офлайн.

fb2.zip txt txt.zip rtf.zip a4.pdf a6.pdf mobi.prc epub ios.epub fb3

Популярные книги автора