Ανέβηκα δύο-δύο τα σκαλιά, με τον παράλογο φόβο ότι θα αργήσω να φτάσω. Στο διάδρομο συνάντησα τον Κάιλ, τον νοσοκόμο για όλες τις δουλειές. «Καλημέρα».
Επιβράδυνα, ντροπιασμένη για τη βιασύνη μου. Θα του φάνηκα ανασφαλής ή, ακόμη χειρότερα, τρελή.
«Καλημέρα».
«Η δεσποινίς Μπρούνο, σωστά; Να σας μιλώ στον ενικό; Βασικά είμαστε στο ίδιο «πλοίο», στη δούλεψη ενός παράφρονα». H άξεστη και άσχημη χυδαιότητα των λόγων του με άφησε κατάπληκτη.
«Το ξέρω, δείχνω ασέβεια απέναντι στον εργοδότη μου κτλ. κτλ. Σύντομα, θα μάθεις να με δικαιολογείς. Πώς σε λένε;»
«Μελισσάνθη».
Έκανε μία αδέξια υπόκλιση. «Χαίρομαι που σας γνωρίζω, Μελισσάνθη με τα κόκκινα μαλλιά. Το όνομά σου είναι, πραγματικά, παράξενο, δεν είναι σκωτσέζικο…Αν κι εσύ μοιάζεις πιο πολύ να είσαι από τη Σκωτία, σε σχέση με μένα».
Χαμογέλασα, καθαρά από ευγένεια, και προσπάθησα να ξεφύγω, φοβούμενη ακόμη ότι θα αργήσω. Αλλά εκείνος μου έκοψε το δρόμο, δυνατός, με τα πόδια ανοικτά, στο κεφαλόσκαλο. Ήταν η έγκαιρη παρέμβαση ενός τρίτου προσώπου, που ξετύλιξε το κουβάρι.
«Δεσποινίς Μπρούνο! Δεν ανέχομαι την αργοπορία!». Η φωνή ανήκε, αναμφίβολα, στον καινούργιο μου εργοδότη και έκανε να σηκωθούν οι τρίχες στο σβέρκο μου.
Ο Κάιλ μετακινήθηκε αμέσως, επιτρέποντάς μου να περάσω. «Τις ευχές μου, Μελισσάνθη με τα κόκκινα μαλλιά. Θα τις χρειαστείς».
Του έριξα μία έντονη ματιά κι έτρεξα προς την πόρτα, στο βάθος του διαδρόμου. Ήταν μισάνοιχτη κι ένας δακτύλιος καπνού έβγαινε από μέσα.
Ο Σεμπάστιαν ΜακΛέιν ήταν καθισμένος πίσω από το γραφείο του, όπως την προηγούμενη μέρα, με ένα τσιγάρο ανάμεσα στα δάχτυλα, με πρόσωπο βλοσυρό.
«Κλείστε την πόρτα, σας παρακαλώ. Και, μετά, ελάτε να καθίσετε. Χάσαμε αρκετό χρόνο, όσο εσείς γνωριζόσαστε με το υπόλοιπο προσωπικό». Ο τόνος του ήταν οξύς, προσβλητικός.
Μία επαναστατική τάση με ώθησε να απαντήσω, ένα τρομαγμένο πρόβατο, μπροστά στο τσεκούρι.
«Ήταν, απλώς, φυσιολογική ευγένεια. Ή θα προτιμούσατε, ίσως, μία γραμματέα χωρίς τρόπους. Σε αυτή την περίπτωση, μπορώ και να φύγω. Αμέσως».
Η αυθόρμητη απάντησή μου τον έπιασε απροετοίμαστο. Το βλέμμα του έλαμψε από την έκπληξη, ίσως την ίδια που απέπνεα κι εγώ. Ποτέ δεν ήμουν αναιδής.
«Κι εγώ που σας είχα βάλει την ετικέτα, ως ‘σκυλί που δεν δαγκώνει’….Βιάστηκα…Βιάστηκα, πραγματικά».
Κάθισα μπροστά του, τα πόδια μου δεν τα αισθανόμουν πια, μετανιωμένη για την ξαφνική μου ειλικρίνεια. Και φοβισμένη για τις ενδεχόμενες εκρηκτικές συνέπειες.
Ο εργοδότης μου δεν φαινόταν να έχει προσβληθεί, όμως. Χαμογελούσε. «Ποιος είναι το μικρό σας όνομα, δεσποινίς Μπρούνο;»
«Μελισσάνθη», απάντηση μηχανικά.
«Από τον Ντεμπισί, φαντάζομαι. Οι γονείς σας είχαν πάθος με τη μουσική. Μήπως ήταν μουσικοί;»
«Ο πατέρας μου ήταν ανθρακωρύχος», ομολόγησα επιφυλακτικά.
«Μελισσάνθη… βαρύγδουπο όνομα για την κόρη ενός ανθρακωρύχου», παρατήρησε, με τη φωνή του να δονείται από ένα γέλιο που συγκρατούσε. Με κορόιδευε και, παρά τις προθέσεις της προηγούμενης μέρας, δεν ήμουν σίγουρη ότι ήθελα να τον αφήσω. Αλλιώς, θα γινόταν η αγαπημένη του συνήθεια.
Ίσιωσα την πλάτη μου, προσπαθώντας να ανακτήσω τη χαμένη μου ψυχραιμία. «Και το Σεμπάστιαν γιατί; Ίσως από τον Άγιο Σεβαστιανό; Πραγματικά, ακατάλληλη επιλογή».
Εκείνος δέχτηκε το χτύπημα και, για μία στιγμή, ζάρωσε τη μύτη του. «Μπήγετε βαθιά τα νύχια, Μελισσάνθη Μπρούνο. Δεν είμαι σε πόλεμο μαζί σου. Αν ήμουν, δεν θα είχες ελπίδες να κερδίσεις. Ποτέ. Ούτε στα πιο τρελά σου όνειρα».
«Ποτέ δεν βλέπω όνειρα, κύριε», απάντησα όσο πιο αξιοπρεπώς μπορούσα.
Εκείνος φάνηκε να ταράζεται από την απάντησή μου, που έσφυζε από ειλικρίνεια. «Τότε, είστε τυχερή. Τα όνειρα είναι πάντα μία απάτη. Αν είναι εφιάλτες, διαταράσσουν τον ύπνο σου. Αν είναι ωραία, όταν ξυπνάς η πίκρα είναι διπλή. Τελικά, καλύτερα να μην ονειρεύεται κανείς». Τα μάτια του δεν έφευγαν από πάνω μου, σαν να με υπνώτιζε. «Είσαι ενδιαφέρουσα προσωπικότητα, Μελισσάνθη. Σπίνος, αλλά διασκεδαστική», πρόσθεσε τραγουδιστά.
«Πού όμως έχεις τη χαρά να έχεις τα απαιτούμενα προσόντα, για αυτή τη δουλειά», σχολίασε ειρωνικά..
Βασάνιζα το εσωτερικό των χειλιών μου με τα δόντια μου, παρασυρμένη και πάλι από τη μεταμέλεια. Τι μου συνέβαινε; Δεν είχα αντιδράσει ποτέ με τόσο άθλιο αυθορμητισμό. Θα έπρεπε να το περιορίσω, προτού χάσω εντελώς τον έλεγχο.
Το χαμόγελό του, τώρα, έφτανε ως τα αυτιά του, διασκεδάζοντας όσο δεν πήγαινε. «Όντως, τα έχεις. Είμαι σίγουρος ότι θα τα πάμε καλά. Μία γραμματέας που δεν ονειρεύεται, όπως και το αφεντικό της. Υπάρχει μία εκλεκτική συνάφεια μεταξύ μας, Μελισσάνθη. Ψυχική, κατά μία έννοια. Σαν κάποιος από εμάς να μην είχε πια ψυχή και, μάλιστα, εδώ και καιρό…»
Προτού μπορέσω να ερμηνεύσω τα σκοτεινά του λόγια, σοβαρεύτηκε, τα μάτια του έγιναν και πάλι ψυχρά, απόμακρά, χωρίς ζωή.
«Πρέπει να στείλεις με φαξ στον εκδότη μου τα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου μου. Ξέρεις πώς να το κάνεις;»
Συγκατένευσα και με πόνο διαπίστωσα ότι ήδη μου έλειπε η λεκτική μας μονομαχία. Θα ήθελα να κρατήσει για πάντα. Με είχε τραβήξει εκείνη η ανταλλαγή λόγων, σαν μία μαγική πηγή, γεμίζοντάς με ορμητική ζωντάνια, με μία ενέργεια που για μένα δεν είχε προηγούμενο.
Οι επόμενες δύο ώρες πέταξαν. Έστειλα διάφορα φαξ, άνοιξα την αλληλογραφία, έγραψα γράμματα απόρριψης σε διάφορες προσκλήσεις και τακτοποίησα το γραφείο. Εκείνος, σιωπηλός, έγραφε στον υπολογιστή, με το μέτωπο συνοφρυωμένο, τα χείλη ίσια, τα χέρια λευκά και λεπτά πέταγαν πάνω στο πληκτρολόγιο. Περίπου στην ώρα του μεσημεριανού, ξαναζήτησε την προσοχή μου, με μία κίνηση του χεριού του.
«Μπορείς να κάνεις διάλειμμα, Μελισσάνθη. Ίσως να φας κάτι, να κάνεις έναν περίπατο».
«Σας ευχαριστώ, κύριε».
«Άρχισες να διαβάζεις το βιβλίο μου που σου έδωσα;» Το βλέμμα του ακόμη απόμακρο, ακίνητο, ωστόσο είδα μία λάμψη καλής διάθεσης, μέσα σε εκείνα τα μαύρα μάτια.
«Είχατε δίκιο, κύριε. Δεν είναι ακριβώς το είδος μου;» ομολόγησα με κάθε ειλικρίνεια.
Τα χείλη του έγειραν ελαφρά, σε ένα λοξό χαμόγελο, που ήταν σε θέση να τρυπήσει την πανοπλία της άμυνάς μου. Πανοπλία που θεωρούσα πιο δυνατή κι από ατσάλι.
«Δεν είχα αμφιβολία. Στοιχηματίζω ότι είσαι πιο πολύ ο τύπος του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας». Δεν υπήρχε ειρωνεία στη φωνή του, απλά περιοριζόταν στο να κάνει μία διαπίστωση.
«Όχι, κύριε». Το να αντικρούσω μου φαινόταν φυσιολογικό, σαν να γνωριζόμαστε από πάντα και να μου επιτρεπόταν να είμαι ο εαυτός μου, εξ ολοκλήρου, χωρίς υπεκφυγές και προσωπεία. «Εγώ αγαπώ μόνο της ιστορίες με καλό τέλος. Η ζωή είναι πολύ πικρή, για να ενισχύω τη δόση με ένα βιβλίο. Εφόσον δεν ονειρεύομαι τη νύχτα, θέλω να το κάνω τουλάχιστον την ημέρα. Αν δεν μου επιτρέπεται να ονειρεύομαι στη ζωή, θέλω τουλάχιστον να το κάνω με ένα βιβλίο».
Σκέφτηκα προσεκτικά τα λόγια μου, τόσο πολύ που σκέφτηκα ότι δεν θα μου απαντούσε. Όταν ετοιμαζόμουν να τον χαιρετίσω με σταμάτησε.
«Σου εξήγησε η κυρία ΜακΜίλιαν, το όνομα αυτού του σπιτιού;»
«Πρέπει να το έκανε», παραδέχτηκα μισοχαμογελώντας. «Όμως φοβάμαι ότι άκουσα μόνο τα μισά».
«Μπράβο σου, εγώ χάνομαι μετά την 10η λέξη», συμπλήρωσε χωρίς ειρωνεία. «Ποτέ δεν είχα το πνεύμα της αυτοθυσίας. Είμαι εγωιστής, πάει και τελείωσε».
«Κάποιες φορές, χρειάζεται να είσαι», είπα χωρίς να το σκεφτώ. «Αλλιώς θα σε συνθλίψουν οι προσδοκίες των άλλων. Και θα καταλήξεις να ζεις μία ζωή που δεν είναι δική σου, αλλά μία ζωή που οι άλλοι επέλεξαν για σένα».
«Πολύ σοφή, Μελισσάνθη Μπρούνο. Έχεις βρει, μόλις στα 22 σου χρόνια, το κλειδί της πνευματικής ηρεμίας. Δεν το καταφέρνουν όλοι».
«Ηρεμία;», επανέλαβα με πικρία. «Όχι. Η σοφία της κατανόησης κάποιου πράγματος δεν υπονοεί, απαραίτητα, ότι το αποδέχεσαι. Η σοφία γεννιέται στο μυαλό, η ψυχή ακολουθεί τα δικά της μονοπάτια, που είναι ανεξάρτητα κι επικίνδυνα. Και έχει την τάση να κάνει θανάσιμες παρακάμψεις».