Δείπνησα απρόθυμα παρέα με την κυρία ΜακΜίλιαν, με το μυαλό μου αλλού, σε μία άλλη καλύτερη παρέα. Σκεφτόμουν ότι θα το ανακτούσα το επόμενο πρωί, επιστρέφοντας σε εκείνον, εκεί που το άφησα. Κάτι μου έλεγε ότι η καλόπιστη καρδιά μου δεν το είχε εμπιστευθεί σε καλά χέρια.
Από την αποψινή συζήτηση με την οικονόμο, θυμάμαι πολύ λίγα. Μιλούσε μόνη της, ασταμάτητα. Φαινόταν να είναι στον έβδομο ουρανό, που επιτέλους είχε κάποιον να μιλήσει. Ή ακόμα περισσότερο, που είχε κάποιον να την ακούει. Εγώ ήμουν τέλεια σε αυτό. Είχα πολλή ευγένεια για να την διακόψω, πολύ σεβασμό για να φανερώσω την έλλειψη ενδιαφέροντος, πολύ απασχολημένη για να σκεφτώ κάτι άλλο, για να την ενημερώσω ότι είχα ανάγκη να μείνω μόνη. Τόσο πολύ τον σκεφτόμουν.
Στο δωμάτιό μου, μία ώρα αργότερα, καθισμένη βολικά στο κρεβάτι, με το κεφάλι ακουμπισμένο στα μαξιλάρια, άνοιξα το βιβλίο και βυθίστηκα στην ανάγνωση. Στη δεύτερη σελίδα ήμουν ήδη τρομοκρατημένη, με αξιοθρήνητο τρόπο, αν σκεφτεί κανείς ότι ήταν απλώς ένα βιβλίο.
Παρά το καλό γούστο το οποίο διέθετε θεωρητικά, η ατμόσφαιρα στο δωμάτιο είχε γίνει ασφυκτική και η επιθυμία για μία ανάσα αέρα έγινε επείγουσα.
Με γυμνά τα πόδια, διέσχισα το δωμάτιο μέσα στο σκοτάδι και άνοιξα διάπλατα το παράθυρο. Κάθισα στο περβάζι και βυθίστηκα στη ζεστή νύχτα της αρχής του καλοκαιριού, με την ησυχία να σπα μόνο από τον ήχο του γρύλου κι από την απάντηση μίας κουκουβάγιας. Ήταν ωραία να είμαι εδώ, έτη φωτός μακριά από την φρενίτιδα του Λονδίνου, από τους πιεστικούς του ρυθμούς, πάντα στα πρόθυρα της υστερίας. Η νύχτα ήταν ένα μαύρο πάπλωμα, εκτός από το λευκό φως μερικών αστεριών εδώ κι εκεί. Μου άρεσε η νύχτα και σκέφτηκα νωθρά ότι απολάμβανα να είμαι ένα πλάσμα της νύχτας. Το σκοτάδι ήταν ο σύμμαχός μου. Χωρίς φως, όλα είναι μαύρα κι η εκ γενετής ανικανότητά μου να διακρίνω τα χρώματα μίκραινε, έχανε τη σπουδαιότητά της. Το βράδυ τα μάτια μου ήταν πανομοιότυπα με τα μάτια κάποιου άλλου ανθρώπου. Γι’ αυτό, τότε, δεν αισθανόμουν διαφορετική. Μία σίγουρη, στιγμιαία ανακούφιση, μα αναζωογονητική, όπως το νερό πάνω στο ζεσταμένο κορμί.
Το επόμενο πρωί, ξύπνησα με τον ήχο του ξυπνητηριού κι έμεινα για λίγο στο κρεβάτι, ακίνητη. Μετά από μία αρχική έκπληξη, θυμήθηκα τι είχε συμβεί την προηγούμενη ημέρα και αναγνώρισα το δωμάτιο.
Όταν ντύθηκα, κατέβηκα τις σκάλες, πολύ φοβισμένη από την βαθιά ησυχία γύρω μού. Η θέα της Μίλισεντ ΜακΜίλιαν, χαρούμενη και φλύαρη όπως πάντα, διέλυσε τα σύννεφα και ξανάφερε την ηρεμία στο ταραγμένο μου μυαλό.
«Κοιμηθήκατε καλά, δεσποινίς Μπρούνο;» αναφώνησε.
«Καλύτερα από ποτέ», απάντησα εκπλήσσοντας και τον εαυτό μου από αυτό το νέο. Είχαν περάσει χρόνια που δεν αφηνόμουν τόσο ήσυχα στον ύπνο, με τις αρνητικές σκέψεις να με περιτριγυρίζουν, για τουλάχιστον για μία ώρα.
«Θέλετε καφέ ή τσάι;»
«Τσάι, παρακαλώ», την παρακάλεσα, ενώ καθόμουν στο τραπέζι της κουζίνας.
«Παρακαλώ, περάστε στο σαλόνι. Θα σας σερβίρω εκεί».
«Προτιμώ να πάρω πρωινό μαζί σας», είπα πνίγοντας ένα χασμουρητό.
Η γυναίκα φάνηκε δυσαρεστημένη και άρχισε να περιφέρεται στην κουζίνα. Ανέκτησε το φλύαρο στυλ της κι εγώ ήμουν ελεύθερη να σκεφτώ τη Μονίκ. Τι να έκανε εκείνη την ώρα; Θα είχε ετοιμάσει ήδη το πρωινό; Η σκέψη της αδελφής μου επανέφερε το βάρος στις λεπτές μου πλάτες και δέχτηκα με χαρά την άφιξη του φλιτζανιού με το τσάι.
«Ευχαριστώ, κυρία ΜακΜίλιαν». Ρούφηξα με ευχαρίστηση το ζεστό υγρό με το ευχάριστο άρωμα, ενώ η οικονόμος σέρβιρε φρυγανισμένο ψωμί και μία σειρά από μπολ γεμάτα με ελκυστικές μαρμελάδες.
«Πάρτε τη μαρμελάδα από σμέουρα. Είναι ονειρεμένη».
Άπλωσα το χέρι μου προς τον δίσκο, νιώθοντας ένα τσίμπημα στην καρδιά. Η διαφορετικότητά μου επέστρεψε, για να με καλύψει με λάσπη, σκούρα και δύσοσμη. Γιατί σε μένα; Κι υπήρχαν άλλοι στον κόσμο σαν εμένα; Ή ήμουν μία μεμονωμένη ανωμαλία, ένα τερατώδες αστείο της φύσης;
Πήρα τυχαία ένα μπολ, ελπίζοντας η ηλικιωμένη γυναίκα να ήταν τόσο συγκεντρωμένη στο να μιλά, για να αντιληφθεί κάποιο λάθος μου. Οι μαρμελάδες ήταν πέντε, έτσι είχα μία στις πέντε πιθανότητες, δύο στις δέκα και είκοσι στις εκατό, να διαλέξω τη σωστή με την πρώτη προσπάθεια.
Εκείνη βιάστηκε να με διορθώσει, λιγότερο απορροφημένη από ό,τι νόμιζα. «Όχι, δεσποινίς. Αυτή είναι πορτοκάλι». Χαμογέλασε μην έχοντας αντιληφθεί καθόλου την αναστάτωση που μου δημιουργούσε μέσα μου και το μέτωπό μου που είχε γεμίσει ιδρώτα. Μου πέρασε ένα μπολάκι. «Ορίστε, είναι εύκολο να τη μπερδέψεις με τη φράουλα».
Δεν κατάλαβε το πιεσμένο μου χαμόγελο και συνέχισε την αφήγηση των ερωτικών της περιπετειών με έναν νέο από τη Φλωρεντία, που τέλειωσε με εκείνον να την παρατά για κάποια Νοτιαμερικανή.
Έφαγα απρόθυμα, ακόμα με την ένταση από το προηγούμενο περιστατικό κι έχοντας ήδη μετανιώσει που δεν δέχτηκα την προσφορά να φάω μόνη μου. Αν το είχα κάνει δεν θα υπήρχαν τέτοια προβλήματα. «Να αποφεύγεις τις καταστάσεις όπου υπάρχει επικριτικότητα»: αυτό ήταν το μότο μου. Από πάντα. Δεν έπρεπε να αφήσω την εξαιρετική ατμόσφαιρα εκείνου του σπιτιού να με οδηγήσει σε απερίσκεπτες πράξεις, ξεχνώντας την απαραίτητη προσοχή. Η κυρία ΜακΜίλιαν φαινόταν μία ικανή γυναίκα, έξυπνη και καλοκάγαθη, ωστόσο ήταν πάρα πολύ κουτσομπόλα. Δεν μπορούσα να βασιστώ στη διακριτικότητά της.
Έκανε μία μικρή παύση, για να πιει το τσάι της, την οποία εκμεταλλεύτηκα για να της κάνω μία ερώτηση: «Δουλεύετε πολλά χρόνια για τον κύριο ΜακΛέιν;»
Εκείνη έλαμψε, ευτυχισμένη που θα μπορούσε να ξεκινήσει την αφήγηση νέων ιστοριών. «Είμαι εδώ 15 χρόνια. Έφτασα, λίγους μήνες μετά από το ατύχημα του κυρίου ΜακΛέιν. Εκείνο όπου…Καταλάβατε. Οι προηγούμενοι υπηρέτες είχαν απολυθεί. Φαίνεται ότι ο κύριος ΜακΛέιν ήταν ένας πολύ πρόσχαρος άντρας, γεμάτος όρεξη για ζωή, πάντα ευχάριστος. Τώρα, δυστυχώς, τα πράγματα άλλαξαν».
«Πώς έγινε; Εννοώ…το ατύχημα; Δηλαδή…συγχωρείστε την αδιακρισία μου, είναι ασυγχώρητη». Δάγκωσα τα χείλη μου, φοβούμενη ότι θα με παρεξηγούσε.
Εκείνη κούνησε το κεφάλι της. «Είναι φυσιολογικό να κάνετε τέτοιες ερωτήσεις, είναι στην ανθρώπινη φύση. Για την ακρίβεια, δεν γνωρίζω πώς συνέβη. Στο χωριό μου είπαν ότι ο κύριος ΜακΛέιν θα παντρευόταν μία μέρα μετά το αυτοκινητιστικό ατύχημα και αυτό δεν έγινε ποτέ. Κάποιοι λένε ότι ήταν μεθυσμένος, αλλά κατά την άποψή μου, αυτές οι πληροφορίες είναι ανυπόστατες. Εκείνο που ξέρω σίγουρα είναι ότι κατέληξε να βγει από το δρόμο, για να αποφύγει ένα παιδί».
Η περιέργειά μου αναζοπυρώθηκε, τροφοδοτούμενη από τις λέξεις της. «Ένα παιδί; Διάβασα στο ιντερνέτ ότι το ατύχημα έγινε βράδυ».
Εκείνη σήκωσε τους ώμους. «Όντως, φαίνεται ότι ήταν ο γιος του φαρμακοποιού. Το είχε σκάσει από το σπίτι γιατί είχε στο μυαλό του να μπει στην ομάδα του τσίρκου, που έκανε περιοδεία στην περιοχή.»
Αναλογίστηκα την είδηση. Εξηγούσε τις ξαφνικές αλλαγές διάθεσης του κυρίου ΜακΛέιν, τη συνεχή κακοδιαθεσία του, τη δυστυχία. Πώς να μην τον καταλάβω; Ο κόσμος του είχε καταρρεύσει, είχε γίνει κομμάτια, από ένα ολέθριο πεπρωμένο. Ένας άνδρας νέος, πλούσιος και όμορφος, επιτυχημένος συγγραφέας , έτοιμος να πραγματοποιήσει το όνειρο της αγάπης του…Και στο διάστημα λίγων δευτερολέπτων χάνει μεγάλο μέρος από όσα είχε. Εγώ δεν είχα ζήσει ποτέ μία τέτοια ατυχία. Μπορούσα μόνο να το φανταστώ. Δεν μπορείς να χάσεις κάτι που δεν έχεις. Η μόνη μου παρέα ήταν πάντα το Τίποτα.
Μία γρήγορη ματιά στο ρολόι χειρός, μου επιβεβαίωσε ότι ήταν ώρα να πηγαίνω. Η πρώτη μου μέρα στη δουλειά. Η καρδιά μου επιτάχυνε και σε μία αναλαμπή, αναρωτήθηκα αν αυτό οφειλόταν στη νέα μου δουλειά ή στον μυστηριώδη ιδιοκτήτη εκείνου του σπιτιού.