Rosette Rosette - Το Κορίτσι Από Το Απαγορευμένο Ουράνιο Τόξο стр 3.

Шрифт
Фон

Πήρα μία βαθιά ανάσα. Σαν η διαμονή μου σε αυτό το σπίτι να έμελλε να είναι σύντομη, τόσο που δεν άνοιξα τις βαλίτσες μου. Δεν ήθελα να χάσω χρόνο.

Περιπλανήθηκα στο δωμάτιο, δύσπιστη ακόμα. Έμεινα μπροστά στον καθρέφτη που κρεμόταν πάνω από το κομό, και κοίταξα λυπημένα το πρόσωπό μου. Τα μαλλιά μου ήταν κόκκινα, βέβαια. Το ήξερα γιατί μου το είχαν πει άλλοι, εγώ δεν ήμουν σε θέση να διακρίνω χρώματα. Ζούσα μία ασπρόμαυρη ζωή, δέσμια κι εγώ, όπως ο κύριος ΜακΛέιν. Όχι σε αναπηρική καρέκλα, αλλά με τον τρόπο μου ήμουν ατελής. Πέρασα το δάχτυλό μου πάνω από μία ασημένια βούρτσα, ένα εξαίσιο αντικείμενο αξίας, το οποίο ήταν στη διάθεσή μου με γενναιοδωρία που όμοιά της δεν είχα ξαναδεί.

Τα μάτια συνάντησαν το μεγάλο ρολόι τοίχου και μου θύμισαν, με μοχθηρία, το ραντεβού με τον ιδιοκτήτη του σπιτιού.

Δεν γινόταν να αργήσω.

Όχι στην πρώτη μας συνάντηση.

Που, ίσως, να ήταν και η τελευταία, αν δεν κατάφερνα να…Πώς το είχε πει η κυρία ΜακΜίλιαν. Α, ναι. «Να το θυμάστε». Μία λέξη για την πριγκίπισσα «κότα». Η αγαπημένη μου λέξη, που τη χρησιμοποιούσα συχνά ήταν το «συγγνώμη», που το έλεγα, ανάλογα με τις συνθήκες, είτε «με συγχωρείτε» είτε «με συγχωρείς». Αργά ή γρήγορα θα ζητούσα συγγνώμη και που υπήρχα. Ίσιωσα την πλάτη μου, πηδώντας με τόλμη. Θα πουλούσα ακριβά το τομάρι μου. Θα κέρδιζα το δικαίωμα, την ευχαρίστηση του να είμαι σε αυτό το σπίτι, σε αυτό το δωμάτιο, σε αυτή τη γωνιά του κόσμου.

Στο κεφαλόσκαλο, κατεβαίνοντας τις σκάλες, οι πλάτες μου έκαναν και πάλι καμπύλη, το μυαλό άρχισε να ουρλιάζει, η καρδιά να χτυπά γρήγορα. Η ηρεμία μου κράτησε…πόσο; Ένα λεπτό;

Σχεδόν ρεκόρ.

Δεύτερο Κεφάλαιο

Όταν έφτασα στο αίθριο, είχα καταλάβει την αναπόφευκτη άγνοιά μου. Πού ήταν το γραφείο; Πώς θα κατάφερνα να το βρω και, αν κατάφερνα να φτάσω οριακά; Προτού βυθιστώ στα άδυτα της απελπισίας, με έσωσε η προνοητική παρέμβαση της κυρίας ΜακΜίλιαν, με ένα πλατύ χαμόγελο στο λεπτό της πρόσωπο.

«Δεσποινίς Μπρούνο, τώρα ερχόμουν να σας ειδοποιήσω…». Έριξα μία γρήγορη ματιά στο εκκρεμές στον τοίχο. «Τι ακρίβεια! Είστε πραγματικά σπάνιος θησαυρός! Είστε σίγουρη ότι έχετε ιταλική καταγωγή και όχι ελβετική;» γέλασε μόνη της με το αστείο.

Χαμογέλασα ευγενικά, συντονίζοντας το βήμα μου με το δικό της, ενώ ανέβαινα και πάλι τη σκάλα. Προσπεράσαμε την πόρτα του δωματίου μου, κατευθυνθήκαμε στο βάθος του διαδρόμου, προς μία βαριά πόρτα.

Χωρίς να βγάλει άχνα, χτύπησε ελαφρά την πόρτα τρεις φορές και την άνοιξε.

Έμεινα από πίσω της, με πόδια που έτρεμαν, ενώ εκείνη προηγήθηκε στο εσωτερικό του δωματίου.

«Κύριε ΜακΛέιν…είναι η δεσποινίς Μπρούνο».

«Καιρός ήταν. Έχει αργήσει». Η φωνή ακούστηκε τραχιά κι αγενής.

Η οικονόμος χαμογέλασε ψυχρά, συνηθισμένη στη δυσαρέσκεια του ιδιοκτήτη του σπιτιού.

«Μόνο κατά ένα λεπτό, κύριε. Μην ξεχνάτε ότι είναι καινούργια στο σπίτι. Εγώ την καθυστέρησα γιατί…»

«Να της πεις να περάσει, Μίλισεντ». Η διακοπή ήταν απότομη σαν μαστίγιο και πήγα στη θέση της γυναίκας που, ατάραχη, γύρισε και με κοίταξε σταθερά.

«Ο κύριος ΜακΛέιν σας περιμένει, δεσποινίς Μπρούνο. Παρακαλώ, περάστε».

Η γυναίκα παραμέρισε, κάνοντάς μου νόημα να μπω. Της έριξα μία τελευταία προβληματισμένη ματιά. Εκείνη για να με ενθαρρύνει, μου ψιθύρισε: «Καλή επιτυχία».

Ορίστε, κατάφερα το αντίθετο. Το κεφάλι μου είχε κρεμάσει σαν μία υγρή μάζα, χωρίς λογική ή επίγνωση του χώρου και του χρόνου. Επιχείρησα ένα ντροπαλό βήμα στο εσωτερικό του δωματίου. Προτού δω κάποιον, άκουσα τη φωνή από πριν, που έδιωχνε κάποιον.

«Μπορείς να πηγαίνεις, Κάιλ. Τα λέμε αύριο. Να είσαι στην ώρα σου, σε παρακαλώ. Δεν θα ανεχτώ άλλες καθυστερήσεις».

Ένας άντρας ήταν όρθιος, λίγα βήματα απόσταση από εμένα, ψηλός και σωματώδης. Με κοίταξε επίμονα και με χαιρέτησε με ένα νεύμα του κεφαλιού, ενώ στα μάτια του υπήρξε ένας αστραπιαίος και σιωπηλός θαυμασμός, ενώ περνούσε δίπλα μου».

«Καλησπέρα».

«Καλησπέρα», ανταπάντησα, κοιτώντας τον πιο επίμονα από το επιτρεπτό, για να αναβάλλω τη στιγμή που θα με γελοιοποιούσε, δεν είχα λάβει υπόψη τις απόψεις της κυρίας ΜακΜίλιαν και τις φρούδες ελπίδες μου.

Η πόρτα έκλεισε πίσω μου και θυμήθηκα τους καλούς μου τρόπους.

«Καλησπέρα, κύριε ΜακΛέιν. Ονομάζομαι Μελισσάνθη Μπρούνο, έρχομαι από το Λονδίνο και…»

«Δεν χρειάζομαι τη λίστα των προσόντων σας, δεσποινίς Μπρούνο. Τα οποία είναι και λίγα, εκτός των άλλων». Η φωνή, τώρα, ήταν ενοχλημένη.

Τα μάτια μου σηκώθηκαν ψηλά, έτοιμα να συναντήσουν τον συνομιλητή μου. Και, όταν το έκαναν, δόξασα τον Θεό που το πρώτο που έκανα ήταν να τον χαιρετήσω. Γιατί, τώρα, δυσκολευόμουν να θυμηθώ και το όνομά μου ακόμη.

Ήταν καθισμένος πίσω από το γραφείο, στην αναπηρική καρέκλα, με το ένα χέρι στην άκρη της για να απολαύσει το ξύλο και στο άλλο έπαιζε με ένα στυλό, τα μάτια του ήταν σκούρα, καρφωμένα στα δικά μου, χωρίς να μπορώ να τα καταλάβω. Για άλλη μία φορά, και τελευταία, μετάνιωνα που δεν μπορούσα να διακρίνω τα χρώματα. Θα έδινα χρόνο από τη ζωή μου, για να διακρίνω το χρώμα των ματιών και των μαλλιών του. Αλλά δεν θα μου δινόταν αυτή η χαρά. Στη λάμψη του φωτός σκέφτηκα ότι ήταν ωραίος έτσι: πρόσωπο με μία αφύσικη ωχρότητα, μαύρα μάτια που τα σκίαζαν οι μακριές βλεφαρίδες, μαύρα μαλλιά, κυματιστά και πυκνά.

«Μήπως είστε μουγκή; Ή κωφή;»

Ξαναπάτησα στη Γη, πέφτοντας από ιλιγγιώδες ύψος. Μου φαινόταν σαν να άκουσα το χτύπημα των μελών μου στο έδαφος. Ένας κρότος βροντερός και δυσοίωνος, ακολουθούμενος από έναν τρομακτικό και συντριπτικό τριγμό.

«Με συγχωρείτε, αφαιρέθηκα», μουρμούρισα, κοκκινίζοντας στο λεπτό.

Εκείνος με περιεργάστηκε με μία προσοχή που μου φαινόταν υπερβολική. Φαινόταν σαν να απομνημόνευε κάθε γραμμή του προσώπου μου, σταματώντας στον λαιμό μου. Κοκκίνισα, ακόμη περισσότερο. Για πρώτη φορά, ήθελα διακαώς να μοιραζόμουν το εκ γενετής ελάττωμά μου με κάποιον άλλον άνθρωπο. Θα ήταν λιγότερο ντροπιαστικό, να σκέφτομαι ότι ο κύριος ΜακΛέιν με την αριστοκρατική και θριαμβευτική του ομορφιά, δεν θα μπορούσε να παρατηρήσει το κοκκίνισμα που γέμιζε ορμητικά κάθε εκατοστό ακάλυπτου δέρματος.

Ταλαντευόμουν πάνω στα πόδια μου, καθώς ντρεπόμουν με αυτή την αναίσχυντα εμφανή οπτική εξέταση. Εκείνος συνέχισε την εξέτασή του, περνώντας στα μαλλιά μου.

«Θα πρέπει να βάψετε τα μαλλιά σας. Αλλιώς θα καταλήξουν να τα περνάνε για φωτιά. Δεν θα ήθελα να καταλήξουν κάτω από την επιδρομή εκατοντάδων πυροσβεστήρων». Η απαθής έκφραση ζωντάνεψε λίγο και μία υποψία διασκέδασης έλαμψε στα μάτια του.

«Δεν διάλεξα εγώ αυτό το χρώμα», είπα, μαζεύοντας όση αξιοπρέπεια μπορούσα. «Αλλά, ο Θεός».

Σήκωσε το ένα φρύδι του. «Είστε θρησκευόμενη, δεσποινίς Μπρούνο;»

«Εσείς, κύριε;»

Ακούμπησε το στυλό πάνω στο γραφείο, χωρίς να πάρει τα μάτια του από πάνω μου. «Δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι υπάρχει Θεός».

«Ούτε ότι δεν υπάρχει», απάντησα με τόλμη, θαυμάζοντάς με, για τον στόμφο με τον οποίο μίλησα.

Τα χείλη του σχημάτισαν την καμπύλη ενός ειρωνικού χαμόγελου, μετά μου έδειξε μία πολυθρόνα με κάλυμμα. «Καθίστε». Μου φάνηκε σαν εντολή, παρά σαν πρόσκληση. Παρόλα αυτά υπάκουσα, αμέσως.

«Δεν απαντήσατε στην ερώτησή μου, δεσποινίς Μπρούνο. Είστε θρησκευόμενη;»

«Είμαι πιστή, κύριε ΜακΛέιν», επιβεβαίωσα χαμηλόφωνα. «Ωστόσο, δεν πηγαίνω πολύ συχνά στην εκκλησία. Καθόλου για την ακρίβεια».

«Η Σκωτία είναι από τις λίγες αγγλοσαξονικές χώρες που εξασκούν τον καθολικισμό με ασύγκριτο ζήλο και αφοσίωση». Η ειρωνεία του ήταν σαφής. «Εγώ είμαι η εξαίρεση στον κανόνα… Όπως λέει κι έκφραση. Θα έλεγα ότι πιστεύω μόνο σε μένα και σε ό,τι μπορώ να αγγίξω».

Ακούμπησε ήρεμα στην πλάτη της αναπηρικής πολυθρόνας, ενώ χτυπούσε ρυθμικά τα ακροδάχτυλά του στα μπράτσα της. Ωστόσο, δεν σκέφτηκα ούτε για ένα δέκατο του δευτερολέπτου ότι ήταν ευάλωτος ή εύθραυστος. Είχε την έκφραση κάποιου που είχε γλιτώσει από τις φλόγες και που δεν θα φοβόταν να ξαναπέσει σε αυτές, αν το θεωρούσε απαραίτητο. Ή, απλώς, αν το ήθελε. Πήρα με δυσκολία τα μάτια μου από το πρόσωπό του. Ήταν λαμπερό, σχεδόν σαν πέρλα, ένα λαμπερό και φωτεινό λευκό, διαφορετικό από τα συνήθη πρόσωπα που είχα γύρω μου. Ήταν κουραστικό να τον κοιτώ και να ακούω τη φωνή του που με υπνώτιζε. Ένα γοητευτικό ερπετό, κάθε γυναίκα θα ήταν πρόθυμη να υποστεί το ξόρκι, τα μυστικά μαγικά λόγια που έρχονταν από εκείνον, από εκείνο το τέλειο πρόσωπο, από το ειρωνικό του βλέμμα.

Ваша оценка очень важна

0
Шрифт
Фон

Помогите Вашим друзьям узнать о библиотеке

Скачать книгу

Если нет возможности читать онлайн, скачайте книгу файлом для электронной книжки и читайте офлайн.

fb2.zip txt txt.zip rtf.zip a4.pdf a6.pdf mobi.prc epub ios.epub fb3