Επέκτεινα το βήμα μου, για να μη χάσω την οικονόμο, που ήταν γρήγορη σαν γατόπαρδος.
«Το σπίτι είναι πάρα πολύ μεγάλο», φλυάρησα, επωφελούμενη από μία παύση στον μακρύ της μονόλογο.
Μου έριξε μία ματιά, πάνω από τον ώμο της. «Όντως είναι, δεσποινίς Μπρούνο. Ωστόσο, το μισό είναι κλειστό. Μας εξυπηρετεί καλύτερα το ισόγειο ή ο πρώτος όροφος. Είναι εξαιρετικά μεγάλο, για έναν άνθρωπο μόνο και κουραστικό, για την υποφαινόμενη, να το φροντίζει. Εκτός από τις μεγάλες καθαριότητες, για τις οποίες έχει προσλάβει ένα εξωτερικό συνεργείο καθαρισμού, εδώ είμαι μόνο εγώ. Κι εσείς, τώρα».
Επιτέλους, σταμάτησε μπροστά σε μία πόρτα και την άνοιξε διάπλατα.
Την έφτασα, με την ανάσα λίγο ξέπνοη. Ήδη, ήμουν κουρασμένη, εξαντλημένη.
Με οδήγησε στο εσωτερικό του δωματίου, με ένα φιλόξενο χαμόγελο στα χείλη.
«Ελπίζω να σας αρέσει, δεσποινίς Μπρούνο. Παρεμπιπτόντως…προφέρεται Μπρούνο ή Μπρουνό;»
«Μπρούνο. Ο πατέρας μου ήταν ιταλικής καταγωγής», απάντησα, με τα μάτια μου διάπλατα ανοικτά, από τη θέα του δωματίου.
Η κυρία ΜακΜίλιαν άρχισε πάλι να φλυαρεί, αναφέροντάς μου διάφορα περιστατικά από τη σύντομη παραμονή της, όταν ήταν νέα, στην Ιταλία, τη Φλωρεντία, όπως και επόμενες περιπέτειές της ως φοιτήτρια Ιστορίας της Τέχνης, πολέμια της αυστηρής τοπικής γραφειοκρατίας.
Την πρόσεχα στα μισά από όσα είπε, καθώς ήμουν πολύ συγκινημένη, για να προσποιηθώ ενδιαφέρον. Εκείνο το δωμάτιο, το οποίο εκείνη χαρακτήρισε ως «απλό», ήταν τριπλάσιο από εκείνη την τρύπα που έμενα στο Λονδίνο! Οι αρχικές μου αμφιβολίες είχαν πια χαθεί. Ακούμπησα τη βαλίτσα μου στο κομό και θαύμασα ξανά το μεγάλο κρεβάτι με τον θόλο, παλιό όπως και τα υπόλοιπα έπιπλα. Ένα γραφείο, μία ντουλάπα, ένα κομοδίνο, ένα χαλάκι στο ξύλινο πάτωμα, ένα μισάνοικτο παράθυρο. Πήγα προς εκείνη την κατεύθυνση και το άνοιξα διάπλατα, απολαμβάνοντας το εκπληκτικό πανόραμα που με περιέβαλε. Στο βάθος φαινόταν το χωριό, από το οποίο μόλις που περάσαμε, στη διαδρομή με το λεωφορείο, οχυρωμένο προς τον λόφο, μία λωρίδα ποταμού που χανόταν στα δεξιά μου, κρυμμένη από την πλούσια βλάστηση, και ο κήπος από κάτω, περιποιημένος και γεμάτος φυτά.
«Λατρεύω να ασχολούμαι με τον κήπο», συνέχισε απτόητη η οικονόμος, πλησιάζοντάς με. «Αγαπώ, ιδιαίτερα, τα τριαντάφυλλα. Όπως βλέπετε, έχω κόψει ένα ματσάκι για εσάς».
Γύρισα και, μόνο τότε, πρόσεξα το βάζο πάνω στο κομό, ένα μάτσο που ξεχείλιζε, γεμάτο από τριαντάφυλλα. Κάλυψα εν ριπή οφθαλμού την απόσταση που με χώριζε από αυτά και βύθισα τη μύτη μου μέσα στα παχιά τους πέταλα. Το άρωμα με μάγεψε αμέσως, σχεδόν με τρέλανε, προκαλώντας που μία ελαφριά ζάλη.
Για πρώτη φορά, στα 22 μου χρόνια, αισθανόμουν να είμαι σπίτι μου. Σαν να προσγειώθηκα, επιτέλους, σε ένα λιμάνι ασφαλές και φιλόξενο.
«Σας αρέσουν τα λευκά τριαντάφυλλα, δεσποινίς; Μήπως τα προτιμάτε πορτοκαλί ή κόκκινα. Κίτρινα, ίσως…»
Ξαναγύρισα στη Γη, καθώς με τράβηξε απότομα εκείνη η ύπουλη ερώτηση, αν και ειπώθηκε με πολύ αθώο τρόπο και με άγνοια, από εκείνη την ευγενική γυναίκα.
«Μου αρέσουν όλα. Δεν έχω προτίμηση», μουρμούρισα, κλείνοντας τα μάτια.
«Στοιχηματίζω ότι σας αρέσουν τα κόκκινα. Σε όλες τις γυναίκες αρέσουν τα κόκκινα. Αλλά δεν μου φάνηκαν κατάλληλα…Θέλω να πω…Θα έπρεπε να δοθούν μόνο από κάποιον εραστή…Είστε αρραβωνιασμένη, δεσποινίς Μπρούνο;»
«Όχι». Η φωνή μου ήταν λίγο πιο δυνατή από ανάσα, με τον κουρασμένο τόνο του ανθρώπου που δεν είχε δώσει ποτέ διαφορετική απάντηση.
«Τι κρίμα. Προφανώς, δεν είστε. Αν ήσαστε, δεν θα ερχόσαστε εδώ, σε αυτό το απόμακρο σημείο, μακριά από την αγάπη σας. Εδώ, αμφιβάλλω αν θα γνωρίσετε κάποιον…»
Άνοιξα και πάλι τα μάτια. «Δεν ψάχνω κάποιον για να αρραβωνιαστώ».
Η έκφρασή της γαλήνεψε και πάλι. «Λοιπόν, μην αυταπατάστε. Εδώ είναι πρακτικώς αδύνατον να κάνετε γνωριμίες. Είναι όλοι δεσμευμένοι. Αρραβωνιάζονται, κυριολεκτικά, από την κούνια ή, το αργότερο, στα θρανία του νηπιαγωγείου…Ξέρετε πως είναι οι μικρές επαρχιακές κοινωνίες, κλειστές στο καινούργιο και το διαφορετικό».
Κι εγώ ήμουν διαφορετική. Ανεπανόρθωτα διαφορετική.
«Όπως σας είπα, δεν θα είναι πρόβλημα για μένα», είπα με αποφασιστικό τόνο.
«Τα μαλλιά σας έχουν εκπληκτικό κόκκινο χρώμα, δεσποινίς Μπρούνο. Αξιοζήλευτο, θα έλεγα. Χαρακτηριστικό μίας Σκωτσέζας, αν κι εσείς δεν είστε Σκωτσέζα».
Μου πέρασε αφηρημένα το χέρι της ανάμεσα στα μαλλιά μου κι ένα θλιμμένο χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό της. Δεν απάντησα, καθώς ήμουν συνηθισμένη σε τέτοιου είδους σχόλια.
Εκείνη συνέχισε να φλυαρεί κι εγώ αφαιρέθηκα ξανά, το μυαλό γεμάτο από δηλητηριώδεις αναμνήσεις, που αργούν να απορροφηθούν, να εξασθενήσουν, μα που τις αναπολείς πολύ γρήγορα.
Για να μην κοπώ πάλι από τα κοφτερά βέλη της μνήμης, διέκοψα άλλη μία αφήγηση ενός περιστατικού.
«Ποιο θα είναι το ωράριο εργασίας μου;»
Η γυναίκα έκανε ένα νεύμα επιδοκιμασίας, ανακαλύπτοντας την αφοσίωσή μου στη δουλειά. «Από τις 9 π.μ. ως τις 5:00 μ.μ., δεσποινίς. Προφανώς, θα έχετε και διάλειμμα για το μεσημεριανό. Με την ευκαιρία, σας ενημερώνω ότι ο κύριος ΜακΛέιν προτιμά να παίρνει τα γεύματά του στο δωμάτιο, σε απόλυτη απομόνωση. Φοβάμαι ότι δεν θα είναι πολύ καλή παρέα». Έκανα έναν μορφασμό δυσαρέσκειας και ο τόνος της έγινε απολογητικός. «Είναι πολύ πικραμένος άνθρωπος. Ξέρετε…λόγω της τραγωδίας… Είναι σαν το λιοντάρι στο κλουβί και πιστέψτε με…όταν βρυγχάται, θα θέλετε να τα παρατήσετε όλα και να φύγετε…Όπως έκαναν άλλες τρεις γραμματείς, πριν από εσάς…». Τα μάτια της φαίνονταν να με επεξεργάζονται, ορθάνοιχτα σαν μεγεθυντικοί φακοί. «Φαίνεστε να έχετε κοινή λογική και πρακτικό πνεύμα…Ελπίζω να αντέξετε περισσότερο καιρό, σας το εύχομαι από καρδιάς…»
«Παρά τη λεπτή και εύθραυστη εμφάνιση, έχω το χάρισμα της απεριόριστης υπομονής, κυρία ΜακΜίλιαν. Σας εγγυώμαι ότι θα βάλω τα δυνατά μου, για να σταθώ στο ύψος των περιστάσεων», υποσχέθηκα, με όλη την αισιοδοξία που κατάφερα να μαζέψω.
Η γυναίκα μού χάρισε ένα πλατύ χαμόγελο, κατακτημένη από την επισημότητα της δήλωσής μου. Μου ευχήθηκε να μη βιαστώ να βγάλω συμπεράσματα.
Η γυναίκα έφτασε στην πόρτα, χαμογελώντας ακόμη. «Ο κύριος ΜακΛέιν θα σας περιμένει σε μία ώρα στο γραφείο του, δεσποινίς Μπρούνο. Μην τον κάνετε να περιμένει. Να το θυμάστε, είναι ο μόνος τρόπος για να τα καταφέρετε στην πρώτη γνωριμία».
Έκλεισα τα χείλη, που είχαν ανοίξει από την αρχική αναστάτωση. «Του αρέσει να φέρνει σε δύσκολη θέση το προσωπικό;».
Εκείνη σοβαρεύτηκε. «Είναι σκληρός άνθρωπος, αλλά δίκαιος. Θα έλεγα ότι δεν εκτιμά τις «κότες» και τις κάνει μία χαψιά. Το πρόβλημα είναι ότι πολλές «τίγρεις» γίνονται «κότες», όταν εμφανίζεται…»
Με χαιρέτισε με ένα χαμόγελο και έφυγε από το δωμάτιο, αγνοώντας των κυκλώνα που επικρατούσε στο μυαλό μου, προερχόμενος από την τελευταία κουβέντα.
Επέστρεψα στο παράθυρο. Το αεράκι είχε χαθεί από μία ασυνήθιστα αποπνικτική ζέστη, χαρακτηριστικό της ηπειρωτικής χώρας και όχι τόσο εκείνης της περιοχής.
Κουρασμένη, έβαλα το μυαλό μου σε αναμονή, απελευθερώνοντάς το από τις βλαβερές σκέψεις. Ήταν και πάλι μία λευκή σελίδα, ανέπαφη, καινούργια, ελεύθερη από κάθε προβληματισμό.
Με την έντονη σιγουριά όποιου γνωρίζει τον εαυτό του, ήξερα ότι η γαλήνη ήταν σχετική, εφήμερη όπως ένα χνάρι στην άμμο, έτοιμο να σβηστεί από την παλίρροια που επέστρεφε.
Η υποδοχή της κυρίας ΜακΜίλιαν, δεν μπορούσε να με εξαπατήσει.Εκείνη ήταν μία απλή υπάλληλος, τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από μένα. Ήταν ευχάριστη, πολύ καθώς το καλοσκεφτόμουν, ήταν με το μέρος μου και μου είχε προσφέρει συμμαχία με τόσο αυθορμητισμό. Ωστόσο, δεν μπορούσα να ξεχάσω ότι ο εργοδότης μου ήταν άλλος. Η μονιμότητά μου σε αυτό το σπίτι, που ήταν τόσο ευχάριστο και τόσο διαφορετικό από κάθε άλλο μέρος που γνώρισα ποτέ, εξαρτιόταν εξ ολοκλήρου από εκείνον. Ή ακόμη περισσότερο από την εντύπωση που θα του έκανα. Εγώ. Μόνο εγώ. Ήξερα λίγα για εκείνον, ώστε να χαλαρώσω. Ένας άντρας μόνος, καταδικασμένος σε μία φυλακή που ήταν χειρότερη κι από τον θάνατο, που ζούσε μισή ζωή, ένας μοναχικός συγγραφέας με τον χείριστο χαρακτήρα… Σύμφωνα με τις πολλές νύξεις της ξεναγού μου, επρόκειτο για έναν άντρα που αντλούσε ευχαρίστηση από το να φέρνει σε δύσκολη θέση τον κόσμο, ίσως και να του άρεσε να ξεσπά την τάση για εκδίκηση στους άλλους, ανήμπορος να τα βάλει με τον μοναδικό εχθρό του: το πεπρωμένο. Τυφλός, με παρωπίδες, αδιάφορος για τα δεινά που συνέβαιναν γύρω του, δημοκρατικός κατά μία έννοια.