Rosette Rosette - Το Κορίτσι Από Το Απαγορευμένο Ουράνιο Τόξο стр 12.

Шрифт
Фон

Τον κοίταξα με δέος. «Μα, η κυρία ΜακΜίλιαν…»

«Ούτε ο Κάιλ έχει ρεπό», μου θύμισε, με ένα πονηρό χαμόγελο. Είχα την έντονη εντύπωση ότι διασκέδαζε λίγο.

«Δεν έχει σταθερό ωράριο σαν τη δικό μου», είπα ενοχλημένη. Είχα μια τρελή επιθυμία να εξερευνήσω το χωριό και τα περίχωρα του σπιτιού, και θύμωνα που χρειαζόταν να αγωνιστώ για το δικαίωμά μου.

Ο ίδιος δεν χαμήλωσε το βλέμμα. «Είναι πάντα στη διάθεσή μου."

«Τότε, πότε μπορώ να βγω;» ρώτησα, υψώνοντας τη φωνή μου. «Το βράδυ ίσως; Είμαι ελεύθερη από την δύση ως την ανατολή του ηλίου ... Αντί να κοιμηθώ, θα μπορούσα να πάω για έναν περίπατο; Σε αντίθεση με τον Κάιλ, εγώ μένω εδώ, εγώ δεν επιστρέφω στο σπίτι μου το βράδυ».

«Μην τολμήσεις να βγεις έξω το βράδυ. Είναι επικίνδυνο».

Τα υπαινικτικά του λόγια αποτυπώθηκαν στη συνείδηση μου, προκαλώντας ένα αμυδρό τρεμόπαιγμα οργής. «Είμαστε σε αδιέξοδο», είπα, με φωνή ψυχρή όπως η δική του. «Θέλω να επισκεφτώ το χωριό, όμως, δεν μου δίνετε ρεπό για να το κάνω. Από την άλλη πλευρά, όμως, με συμβουλεύετε απειλητικά να μην βγω έξω το βράδυ, χαρακτηρίζοντάς το επικίνδυνο. Τι πρέπει να κάνω;»

«Είσαι ακόμα πιο όμορφη όταν είσαι θυμωμένη, Μελισσάνθη Μπρούνο», παρατήρησε ανάρμοστα. «Ο θυμός δίνει στα μάγουλά σου μία υπέροχη ροζ απόχρωση».

Χάρηκα για μία στιγμή απολαμβάνοντας την φιλοφρόνηση, αλλά μετά η οργή επανήλθε. «Λοιπόν; Θα έχω ρεπό;»

Μου χάρισε ένα στραβό χαμόγελο και η οργή μου υποχώρησε. Αντικαταστάθηκε από έναν ενθουσιασμό διαφορετικό και αδιανόητο.

«Εντάξει, πήγαινε την Κυριακή», συμφώνησε τελικά.

«Την Κυριακή;» Είχε υποκύψει τόσο γρήγορα για να με ζαλίζει. Ήταν τόσο γρήγορος στις αποφάσεις του, που αμφιβάλλω ότι ήμουν σε θέση να τον ακολουθήσω. «Αλλά είναι επίσης το ρεπό της κυρίας ΜακΜίλιαν ... Είστε σίγουρος...;»

«Η Μίλισεντ έχει ελεύθερο μόνο το πρωί. Μπορείς να έχεις το απόγευμα».

Έγνεψα, ελάχιστα πεπεισμένη. Για την ώρα έπρεπε να είμαι ευχαριστημένη. «Εντάξει».

Έδειξε τον δίσκο. «Θέλεις να τον πας στην κουζίνα, σε παρακαλώ;»

Είχα ήδη φτάσει στην πόρτα, όταν μια σκέψη με χτύπησε, με τη δύναμη ενός μετεωρίτη. «Γιατί την Κυριακή;»

Γύρισα να τον κοιτάξω. Είχε την έκφραση ενός κροταλία και τα κατάλαβα όλα στην στιγμή.

«Επειδή σήμερα είναι Κυριακή και θα πρέπει να περιμένω επτά ημέρες» Η πύρρειος νίκη. Ήμουν τόσο εξοργισμένη που μπήκα στον πειρασμό να του πετάξω τον δίσκο.

«Θα περάσει γρήγορα», με μαλάκωσε διασκεδάζοντας. «Α! Μην βροντήξεις την πόρτα, βγαίνοντας».

Μπήκα στον πειρασμό να το κάνω, αλλά με εμπόδιζε ο δίσκος. Θα έπρεπε να στρέψω τον δίσκο προς τα κάτω και εγκατέλειψα. Μάλλον θα το απολάμβανε ακόμη περισσότερο.

Εκείνο το βράδυ, για πρώτη φορά στη ζωή μου, ονειρεύτηκα.

Πέμπτο κεφάλαιο

Έμοιαζα σαν ένα πνεύμα, σχεδόν σαν φάντασμα με το νυχτικό μου να κυματίζει στον αόρατο άνεμο. Ο Σεμπάστιαν ΜακΛέιν με κρατούσε στο χέρι, απαλά. «Θα χορέψεις μαζί μου, Μελισσάνθη Μπρούνο;»

Στεκόταν ακίνητος στην άκρη του κρεβατιού μου. Καμία αναπηρική καρέκλα. Η εικόνα του τρεμόπαιζε, ήταν θολή, έχοντας την υφή των ονείρων. Κάλυψα την απόσταση που μας χώριζε, γρήγορα όπως ένα πεφταστέρι.

Εκείνος χαμογέλασε γοητευτικά, όπως κάποιος που δεν αμφισβητεί την ευτυχία σου, επειδή αντανακλούσε τη δική του.

«Κύριε ΜακΛέιν ... Μπορείτε να περπατήσετε ...» Η φωνή μου ακουγόταν παιδιάστικη, όπως ενός μικρού κοριτσιού.

Εκείνος ανταπέδωσε το χαμόγελό μου, με μάτια λυπημένα και σκοτεινά. «Τουλάχιστον στα όνειρα, ναι. Δεν θες να με λες Σεμπάστιαν, Μελισσάνθη; Τουλάχιστον στα όνειρα;»

Ήμουν σε δύσκολη θέση, αντιδρούσα στο να αφήσω τον πληθυντικό, ακόμη και σε αυτή την φανταστική και εξωπραγματική συγκυρία.

«Εντάξει ... Σεμπαστιάν».

Τα χείλη του μου πολιορκούσαν τη ζωή, σφιχτά και παιχνιδιάρικα. «Ξέρεις χορό, Μελισσάνθη;»

«Όχι».

«Επίτρεψέ μου λοιπόν να σε καθοδηγήσω. Νομίζεις ότι μπορείς να το καταφέρεις;» Τώρα, με κοίταξε καχύποπτα.

«Πιστεύω πως όχι», παραδέχτηκε με ειλικρίνεια.

Εκείνος συγκατένευσε, χωρίς να ενοχληθεί καθόλου από την ειλικρίνεια μου. «Ούτε στα όνειρα;»

«Δεν ονειρεύομαι ποτέ», είπα δύσπιστα. Όμως, το έκανα. Ήταν ένα αναμφισβήτητο γεγονός, σωστά; Δεν θα μπορούσε να είναι αληθινό. Εγώ με νυχτικό, στην αγκαλιά του, η γλυκύτητα των ματιών του, η απουσία της αναπηρικής καρέκλας.

«Ελπίζω να μην ξυπνήσεις απογοητευμένη», είπε σκεπτικά.

«Γιατί να γίνει αυτό;» διαμαρτυρήθηκα.

«Θα είμαι αντικείμενο του πρώτου ονείρου της ζωής σου. Είσαι απογοητευμένη;» με κοίταξε σοβαρά, αμφίβολα.

Τραβήχτηκε πίσω κι εγώ φύτεψα τα δάχτυλά μου στα μπράτσα του, με δύναμη. «Όχι, μείνε μαζί μου. Σε παρακαλώ».

«Σίγουρα με θες στο όνειρό σου;»

«Δεν θα ήθελα κανέναν άλλο,» είπα με θάρρος. Ονειρευόμουν, επανέλαβα στον εαυτό μου. Μπορούσα να πω ό, τι περνούσε από το μυαλό μου, χωρίς το φόβο των συνεπειών.

Εκείνος μου χαμογέλασε και πάλι, πιο όμορφα από ποτέ. Με γύρισε, επιταχύνοντας τον ρυθμό και σιγά-σιγά έμαθα τα βήματα. Ήταν ένα αληθοφανές όνειρο με τρομακτικό τρόπο. Τα δάχτυλά μου ένιωθαν στις άκρες τους την απαλότητα του κασμιρένιου πουλόβερ του κι ακόμα και από κάτω, τη σφριγηλότητα των μυών του. Σε κάποια στιγμή, αντιλήφθηκα ένα θόρυβο σαν το εκκρεμές ενός ρολογιού.

Μου ξέφυγε ένα γέλιο. «Κι εδώ;»

Ο θόρυβος του ρολογιού δεν μου ήταν ιδιαίτερα ευχαριστημένος, ήταν ένα οδυνηρός, θλιβερός, παλιός ήχος.

Ο Σεμπάστιαν τραβήχτηκε μακριά μου, τα φρύδια του συνοφρυωμένα. «Πρέπει να φύγω».

Τινάχτηκα, σαν να χτυπήθηκα από μια σφαίρα. «Αλήθεια πρέπει;»

«Πρέπει, Μελισσάνθη. Ακόμα και τα όνειρα τελειώνουν». Στα απαλά του λόγια του υπήρχε θλίψη, από την γεύση του αποχαιρετισμού.

«Θα γυρίσεις;» δεν μπορούσα να τον αφήσω να φύγει έτσι, χωρίς να παλέψω.

Με παρατήρησε προσεκτικά, όπως έκανε πάντα κατά τη διάρκεια της ημέρας, στην πραγματικότητα. «Πώς θα μπορούσα να μη γυρίσω, τώρα που έμαθες να ονειρεύεσαι;»

Εκείνη η ποιητική υπόσχεση ηρέμησε τον κτύπο της καρδιάς μου, που είχε ήδη απορρυθμιστεί στην σκέψη ότι δεν θα τον ξαναέβλεπα πια. Όχι έτσι, τουλάχιστον.

Το όνειρο έσβησε, όπως η φλόγα ενός κεριού. Το ίδιο έκανε κι η νύχτα.

Το πρώτο πράγμα που είδα, ανοίγοντας τα μάτια του, ήταν η οροφή με τα φανερά δοκάρια.

Στη συνέχεια, το παράθυρο μισάνοιχτο, λόγω της ζέστης.

Είχα ονειρευτεί για πρώτη φορά.

Η Μίλισεντ ΜακΜίλιαν μου χάρισε ένα ευγενικό χαμόγελο όταν με είδε να εμφανίζομαι στην κουζίνα. «Καλημέρα, αγαπητή μου. Κοιμηθήκατε καλά;»

«Όπως ποτέ άλλοτε στη ζωή μου», απάντησα λακωνικά. Η καρδιά κόντευε να βγει από το στήθος μου, στη θύμηση του ήρωα του ονείρου μου.

«Χαίρομαι γι’αυτό», δήλωσε η οικονόμος, χωρίς να γνωρίζει σε τι αναφερόμουν. Ξεκίνησε έναν λεπτομερή απολογισμό της ημέρας που πέρασε στο χωριό. Για την εκκλησία, για τη συνάντηση με ανρθώπους των οποίων τα ονόματα δεν μου έλεγαν τίποτα. Όπως πάντα, την άφησα να μιλά, με το μυαλό απασχολημένο σε πιο ευχάριστες ονειροπολήσεις, με τα μάτια πάντα στο ρολόι, αναμένοντας πυρετωδώς να τον ξαναδώ.

Ήταν παιδιάστικο να πιστεύω ότι θα ήταν μια διαφορετική μέρα, ότι εκείνος θα μου συμπεριφερόταν διαφορετικά. Ήταν ένα όνειρο, τίποτα περισσότερο.

Αλλά άπειρη όπως ήμουν στο θέμα αυτό, είχα την ψευδαίσθηση ότι θα μπορούσε να συνεχιστεί και στην πραγματική ζωή.

Όταν έφτασα στο γραφείο, άνοιγε τα γράμματα με ένα ασημένιο χαρτοκόπτη. Σήκωσε το βλέμμα, μόλις εμφανίστηκα.

«Κι άλλη επιστολή από τον εκδότη μου. Έκλεισα το κινητό, για να μην πρέπει να τον υποστώ! Μισώ τους ανθρώπους χωρίς φαντασία ... Δεν έχουν καμία ιδέα για τον κόσμο του καλλιτέχνη, για τον χρόνο, το χώρο του ...», το νευρικό ύφος του με προσγείωσε. Κανένας χαιρετισμός, καμία ειδική προσφώνηση, κανένα γλυκό βλέμμα. Καλώς ήρθατε και πάλι στην πραγματικότητα, με χαιρέτησα μέσα μου. Πόσο ανόητη ήμουν που σκέφτηκα διαφορετικά! Γι’αυτό ποτέ πριν δεν κατάφερα να ονειρευτώ. Επειδή δεν πίστευα, δεν περίμενα, δεν τολμούσα να ελπίζω. Έπρεπε να ξαναγίνω η Μελισσάνθη που ήμουν, πριν έλθω σε αυτό το σπίτι, πριν από αυτή την γνωριμία, πριν από την ψευδαίσθηση.

Ваша оценка очень важна

0
Шрифт
Фон

Помогите Вашим друзьям узнать о библиотеке

Скачать книгу

Если нет возможности читать онлайн, скачайте книгу файлом для электронной книжки и читайте офлайн.

fb2.zip txt txt.zip rtf.zip a4.pdf a6.pdf mobi.prc epub ios.epub fb3