Rosette Rosette - Το Κορίτσι Από Το Απαγορευμένο Ουράνιο Τόξο

Шрифт
Фон

Πρωτότυπος τίτλος:

La ragazza dagli arcobaleni proibiti

Ιταλική έκδοση:

Youcanprint

Τίτλος: Το κορίτσι από το απαγορευμένο ουράνιο τόξο

Συγγραφέας: Rosette

Μετάφραση: Αθανασία Σερεπίσου

Εκδόσεις:

Tecktime

Με πάσα επιφύλαξη κάθε νομίμου δικαιώματος - Rosette © copyright 2015/2017

Για τον άντρα μου Luca Raggi που είναι η ζωντανή απόδειξη ότι δεν χρειάζεται ποτέ να είσαι συμβιβάζεσαι και ότι πρέπει να ξέρεις να περιμένεις το σωστό άτομο.

Και ότι οι κυνικοί είναι η πλειοψηφία, αλλά οι ρομαντικοί είναι αυτοί που πάντα κερδίζουν μακροπρόθεσμα.

Πρώτο κεφάλαιο

Σήκωσα το πρόσωπο προσφέροντάς το στον γαλήνιο ουρανό. Εκείνο το ελαφρύ αεράκι μου φαινόταν ευοίωνο, σχεδόν φιλικό, ένα σημάδι ότι η ζωή μου άλλαζε ρότα και, αυτή τη φορά, με επιτυχία.

Έσφιξα το χέρι πιο γερά στη βαλίτσα και συνέχισα να περπατώ με ανανεωμένη πίστη.

Ο προορισμός μου δεν ήταν μακριά, κρίνοντας από τις καθησυχαστικές οδηγίες του οδηγού του λεωφορείου και ήλπιζα ότι ήταν ειλικρινείς και όχι, απλώς, αισιόδοξες.

Φτάνοντας στην κορυφή του λόφου, στάθηκα ακίνητη, εν μέρει για να ανακτήσω την αναπνοή μου, εν μέρει γιατί δεν πίστευα στα μάτια μου.

Ταπεινό σπίτι; Έτσι μου το είχε ορίσει η κυρία ΜακΜίλιαν στο τηλέφωνο, με την χαρακτηριστική ευθύτητα των ανθρώπων που έχουν συνηθίσει να ζουν στην επαρχία.

Προφανώς, αστειευόταν. Δεν μπορούσε να μιλά σοβαρά, δεν μπορεί να ήταν τόσο αφελής με όλο τον κόσμο.

Το σπίτι υψωνόταν επιβλητικό και αρχοντικό σαν παλάτι νεραϊδών. Αν η επιλογή αυτής της θέσης είχε παρακινηθεί από την επιθυμία να την καμουφλάρει ανάμεσα στην πυκνή και ζωηρή βλάστηση που το περιέβαλε, τότε…η προσπάθεια είχε αποτύχει παταγωδώς.

Ξαφνικά ένιωσα δέος και ξανασκέφτηκα τον ενθουσιασμό με τον οποίο είχα αντιμετωπίσει το ταξίδι από το Λονδίνο ως τη Σκωτία και από το Εδιμβούργο ως εκείνο το γραφικό, απόμερο και ήσυχο χωριό των Χάιλαντς. Εκείνη η προσφορά για δουλειά είχε σκάσει σαν βόμβα, ως Μάννα εξ Ουρανού, σε μία στιγμή ζοφερή και χωρίς ελπίδες. Είχα βαρεθεί να περνώ από το ένα γραφείο στο άλλο, το ένα πιο απρόσωπο και πιο άθλιο από το προηγούμενο, κάνοντας κάθε δουλειά, προορισμένη να ζω με ψευδαισθήσεις. Μετά, η απλή ανάγνωση μίας αγγελίας και ένα τηλεφώνημα από το οποίο κατοχυρώθηκε αυτή η ριζική αλλαγή κατοικίας, μία μετακόμιση ξαφνική, μα πάρα πολύ επιθυμητή. Μέχρι λίγα λεπτά νωρίτερα έχανα αυτή τη μαγεία…Τι άλλαξε, τελικά;

Ξεφύσηξα και πίεσα τα πόδια μου να ξεκινήσουν πάλι. Αυτή τη φορά, ο βηματισμός μου δεν ήταν τόσο θριαμβευτικός, όπως πριν λίγα λεπτά. Αντίθετα, ήταν αδέξιος και διστακτικός. Η πραγματική Μελισσάνθη επανεμφανίστηκε, πιο δυνατή, από τα έρμα με τα οποία μάταια είχα προσπαθήσει να την πνίξω.

Διέσχισα τον υπόλοιπο δρόμο με απελπιστικά αργό ρυθμό και ήμουν βαθιά ευχαριστημένη που ήμουν μόνη, με την έννοια ότι κανείς δεν θα μπορούσε να μαντέψει τον πραγματικό λόγο για τον οποίο αμφιταλαντευόμουν. Η αμηχανία μου, ρούχο προστατευτικό που μου έδωσε η αυτόνομη ζωή, παρόλο που επαναλάμβανα τις αποτυχημένες προσπάθειες να αποκοπώ από αυτήν, επέστρεψε δυναμικά στο προσκήνιο, θυμίζοντάς μου ποια ήμουν.

Πώς μπόρεσα να το ξεχάσω;

Έφτασα στην καγκελόπορτα, που είχε ύψος τουλάχιστον τρία μέτρα, κι εκεί είχα άλλον έναν δισταγμό που με παρέλυε. Δάγκωσα το χείλος μου, σκεπτόμενη τις εναλλακτικές που είχα στη διάθεσή μου. Λίγες, για να πω την αλήθεια.

Το να γυρίσω πίσω δεν το συζητούσα. Είχα προπληρώσει για τα έξοδα στο χωριό και τα χρήματα που μου είχαν μείνει ήταν λίγα.

Ελάχιστα, για να πω την αλήθεια.

Κι έπειτα, τι με περίμενε στο Λονδίνο; Τίποτα. Το απόλυτο κενό. Ακόμη κι η συγκάτοικός μου στο δωμάτιο, δυσκολευόταν να θυμηθεί το όνομά μου ή, στην καλύτερη των περιπτώσεων, το έλεγε λάθος.

Η σιωπή μέσα μου ήταν απόλυτη αλλά και βροντερή, μέσα στην απόλυτη ακινησία της, και έσπαγε μόνο από τους ισχνούς χτύπους της καρδιάς μου.

Ακούμπησα τη βαλίτσα στο πλακόστρωτο, αγνοώντας τυχόν λεκέδες από το γρασίδι. Ούτως ή άλλως, για μένα δεν είχε καμία σημασία. Ήμουν εξόριστη σε ένα ασπρόμαυρο σύμπαν, χωρίς κανένα τόνο χρώματος.

Και δεν το λέω μεταφορικά.

Έβαλα το ένα μου χέρι στο δεξί μου κρόταφο και άσκησα μία μικρή πίεση με τα ακροδάχτυλα. Κάπου είχα διαβάσει ότι αυτό επιβράδυνε την πίεση και, παρόλο που το θεωρούσα χαζό και απόλυτα ανούσιο, ακολούθησα υπάκουα μία διαδικασία στην οποία δεν πίστευα καθόλου, μόνο από σεβασμό μίας πάγιας συνήθειας. Ήταν ευχάριστα ενθαρρυντικό να έχεις συνήθειες. Είχα ανακαλύψει ότι συνέβαλλε στο να με γαληνεύει και δεν απογοητευόμουν ποτέ από καμία τους. Τουλάχιστον, μέχρι εκείνη την ώρα.

Στράφηκα γρήγορα προς μία κατεύθυνση αντίθετη από την κανονική, πηγαίνοντας κατηφορικά, και τώρα θα έπρεπε να κάνω πολύ δρόμο, για να γυρίσω πίσω.

Ήθελα το δωμάτιό μου στο Λονδίνο, μικρό σαν καμπίνα πλοίου, το διαταραγμένο χαμόγελο της συγκατοίκου μου, τα πειράγματα του παχουλού γάτου της και, τέλος, τους τοίχους με την ξεφτισμένη μπογιά.

Από τη μία μεριά, χωρίς ειδοποίηση, το χέρι μου γύρισε για να αρπάξει τη δερμάτινη βαλίτσα κι από την άλλη απομακρύνθηκα από την καγκελόπορτα, από την οποία είχα γραπωθεί, χωρίς να το καταλάβω.

Δεν ήξερα τι να κάνω – να πήγαινα μπρος-πίσω ή να χτυπούσα του κουδούνι – αλλά δεν υπήρξε ποτέ τρόπος να το ανακαλύψω, γιατί εκείνη τη δεδομένη στιγμή, συνέβησαν ταυτόχρονα δύο πράγματα.

Σήκωσα το βλέμμα, γιατί μου το τράβηξε μία κίνηση, μακριά, από ένα παράθυρο στον πρώτο όροφο κι οραματίστηκα μία λευκή κουρτίνα να πέφτει στη θέση της. Και μετά, άκουσα μία γυναικεία φωνή. Ίδια με αυτή που άκουσα λίγες μέρες πριν στο τηλέφωνο. Η φωνή της Μίλισεντ Μακ Μίλιαν, τρομακτικά κοντά.

«Δεσποινίς Μπρούνο! Είστε στ’ αλήθεια εσείς;»

Στράφηκα στην κατεύθυνση της φωνής, ξεχνώντας την κίνηση στο παράθυρο του πρώτου ορόφου.

Μία γυναίκα μέσης ηλικίας, νευρώδης και ήπιων τόνων, συνέχισε να μιλά σαν χείμαρρος. Αυτό με συγκλόνισε.

«Μα, σίγουρα είστε εσείς! Ποιος άλλος θα μπορούσε να είναι;Δεν είχαμε πολλές επισκέψεις εδώ στην οικία Midnight Rose κι, έπειτα, σας περιμέναμε! Είχατε καλό ταξίδι, δεσποινίς; Βρήκατε εύκολα το σπίτι; Πεινάτε; Διψάτε; Θέλετε να ξεκουραστείτε, υποθέτω…Θα φωνάξω, αμέσως, τον Κάιλ, να μεταφέρει τις βαλίτσες σας στο δωμάτιό σας… Διάλεξα ένα χαριτωμένο δωμάτιο, απλό μα γουστόζικο, στον πρώτο όροφο…».

Προσπάθησα, μάταια, να απαντήσω τουλάχιστον σε κάποιες ερωτήσεις, αλλά η κυρία ΜακΜίλιαν, δεν σταμάτησε την αδιάκοπη ροή του λόγου της.

«Προφανώς είστε στον πρώτο όροφο, όπως κι ο κύριος ΜακΛέιν …Θεέ μου, αυτός δεν χρειάζεται τη βοήθειά σας. Έχει ήδη τον Κάιλ, για νοσοκόμο...Είναι στην κυριολεξία πολυτεχνίτης…Και οδηγός…Για ποιον δεν ξέρω, καθώς ο κύριος ΜακΛέιν δεν βγαίνει ποτέ… Αχ, πόσο χαίρομαι που είστε εδώ! Αισθανόμουν έντονα την έλλειψη της γυναικείας συντροφιάς… Αυτό το σπίτι είναι λίγο καταθλιπτικό. Τουλάχιστον, το εσωτερικό του… Εδώ, στον ήλιο, όλα φαίνονται θαυμάσια… Βρίσκετε; Σας αρέσει το χρώμα; Είναι παράτολμο το ξέρω… Όμως, αρέσει στον κύριο ΜακΛέιν».

Ορίστε, σκέφτηκα με πικρία. Μία ερώτηση στην οποία χαιρόμουν που δεν χρειαζόταν να απαντήσω.

Ακολούθησα τη γυναίκα στο εσωτερικό του προαυλίου και μετά στο τεράστιο αίθριο του σπιτιού. Δεν σταμάτησε στιγμή να φλυαρεί, με τον δυνατό ήχο μίας καμπάνας. Περιορίστηκα στο να συγκατανεύω στο ένα ή το άλλο, ρίχνοντας καμία βιαστική ματιά στο φυσικό περιβάλλον, καθώς περνούσαμε.

Το σπίτι ήταν, πράγματι, τεράστιο επαλήθευσα με έκπληξη. Περίμενα μία πιο ολιγαρκή, λακωνική και αρρενωπή διακόσμηση, αναλογιζόμενη ότι ο ιδιοκτήτης, ο νέος μου εργοδότης, ήταν ένας άνδρας που ζούσε μόνος του. Προφανώς, τα γούστα του απείχαν κατά πολύ από το να είναι μινιμαλιστικά. Τα έπιπλα μεγαλοπρεπή, πολυτελή και παλιά. «Του 18ου αιώνα», σκέφτηκα αν και δεν ήμουν ειδική στις αντίκες.

Ваша оценка очень важна

0
Шрифт
Фон

Помогите Вашим друзьям узнать о библиотеке

Скачать книгу

Если нет возможности читать онлайн, скачайте книгу файлом для электронной книжки и читайте офлайн.

fb2.zip txt txt.zip rtf.zip a4.pdf a6.pdf mobi.prc epub ios.epub fb3