<Ωραία, Μαρρόν>, είπε ψυχρά ο Ντρου, <πήγαινε την K22 στο μηδέν και μετά στα 1123,08V>. Στο μεταξύ, επανατοποθέτησε τυχαία το κομμάτι του ψωμιού.
Ο Μαρρόν ακολούθησε τις εντολές και, πάλι, το υλικό εξαφανίστηκε.
Δοκίμασαν να πάνε την K22 στα 1123,079V, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
<Τώρα, ξέρουμε ότι η K22 παράγει αυτό το αποτέλεσμα, αν φτάσει απευθείας την κρίσιμη τιμή. Δεν υπάρχει σταδιακή εμφάνιση του φαινομένου, ούτε για τιμές πολύ κοντά στην κρίσιμη τιμή. Φαίνεται ότι είμαστε μπροστά σε κάτι ξεκάθαρο, το οποίο είτε εμφανίζεται είτε δεν εμφανίζεται καθόλου, βάσει της τιμής που δίνουμε στην παράμετρο. Ωραία, τώρα, θα δοκιμάσουμε με τις άλλες παραμέτρους. Προχώρησε με τη σειρά, ξεκινώντας από την πρώτη, διαφοροποιώντας την σταδιακά, όπως κάναμε με την K22>.
Ο Μαρρόν παρενέβη:
<Καθηγητά, έχει απομείνει λίγο ψωμί. Θεωρώ ότι πρέπει να δοκιμάσουμε με κάποιο άλλο υλικό, προτού περάσουμε στις άλλες παραμέτρους>.
<Μμμ, έχεις δίκιο.>
Ο Ντρου πήρε ένα κομμάτι τεφλόν από έναν κοντινό πάγκο και το ακούμπησε πάνω στην πλάκα.
Διαφοροποιώντας την K22, έκαναν να εξαφανιστεί ένα κομμάτι και από αυτό. Το ίδιο αποτέλεσμα αποκόμισαν και με ένα κομμάτι ξύλο, με ένα πρίσμα, ένα πλακίδιο μολύβδου και το σπόγγο σβησίματος του πίνακα. Εξακρίβωσαν ότι το πάχος του υλικού που αφαιρούταν ήταν περίπου μισό εκατοστό.
Ήταν δέκα το βράδυ. όταν ξεκίνησαν να διαφοροποιούν τις άλλες παραμέτρους. Είχαν σβήσει όλα τα φώτα, εκτός από μία λάμπα πάνω από τον πάγκο. Το απόκοσμο φως του φεγγαριού έμπαινε από το κοντινό παράθυρο, φωτίζοντας τις πλάτες των δύο ανδρών που ήταν σκυμμένοι πάνω από έναν φθαρμένο πάγκο ενός συνηθισμένου εργαστηρίου Φυσικής. Δούλευαν αθόρυβα, σαν να ήταν σε μοναστήρι. Ο φοιτητής ακολουθούσε τον δάσκαλο κι ο δάσκαλος αντλούσε καινούργια δύναμη από τις ιδέες του νέου, μα οξυδερκή, φοιτητή. Αρκούσαν λίγες λέξεις, κάποιες μόνο χειρονομίες οι οποίες μόλις που διακρίνονταν, γιατί συνεννοούνταν αμέσως, και συνέχιζαν απόλυτα συντονισμένοι στην ανάλυση ενός φαινομένου αξιοθαύμαστου όσο και άπιαστου.
<Πρέπει να υπάρχει κάποια ανταλλαγή>, παρατήρησε ο Ντρου, κατά τη διάρκεια των προσπαθειών.
Ο Μαρρόν τον κοίταζε με απορία.
<Αν το υλικό μετακινείται ή αφαιρείται, στη θέση του θα παραμείνει το κενό και ο αέρας που το περιβάλλει θα το ξαναγεμίσει αμέσως, παράγοντας έναν ξερό ήχο, σαν κρότο. Εφόσον ο θόρυβος δεν ακούγεται, πιστεύω ότι το υλικό, που εξαφανίζεται από εδώ, πάει σε ένα άλλο σημείο κι εκεί αντικαθιστά μία ποσότητα αέρα η οποία, αντίθετα, μεταφέρεται εδώ. Η ανταλλαγή θα πρέπει να είναι στιγμιαία και ταυτόχρονη>.
«Ποιος ξέρει πού θα καταλήξει αυτό το πράγμα», αναρωτήθηκε ο Μαρρόν, «πού να στοχεύει το όργανο;»
Κάποια στιγμή έσβησαν και τη μοναδική λάμπα που είχε μείνει ανοιχτή και την οθόνη του υπολογιστή, για να παρατηρήσουν τυχόν οπτικά εφέ που σχετίζονταν με το πείραμα.
Το εσωτερικό του εργαστηρίου ήταν σκοτεινό, εκτός από το σεληνόφως, το οποίο φώτιζε διακριτικά τον περιβάλλοντα χώρο.
Κανένας θόρυβος, εκτός από τον ανεμιστήρα του υπολογιστή, ο οποίος φυσούσε απαλά, και το ήσυχο βουητό της γεννήτριας υψηλής τάσης.
Ο Μαρρόν ένιωσε την παρόρμηση να κοιτάξει έξω από το παράθυρο και παρατήρησε κάτι παράξενο: το πρόσωπο που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε, όταν κοιτάζουμε το φεγγάρι, τώρα φαινόταν να τον κοιτάζει έκπληκτο, σαν αυτό που έκαναν οι δυο τους, να μην έπρεπε να γίνεται.
Ή, ίσως, όχι ακόμα.
Ο Μαρρόν ανατρίχιασε για λίγο, αλλά επανήλθε αμέσως κι ενεργοποίησε την ανταλλαγή. Το εργαστήριο βυθίστηκε στο απόλυτο σκοτάδι. Ο φοιτητής, ξαφνικά, πάγωσε
.
<Καθηγητά…>, μουρμούρισε.
Σαν απάντηση, άκουσε μόνο ένα δυνατό κλικ. Δεν τόλμησε να κινηθεί. Ο ιδρώτας αυξανόταν.
Ο χρόνος φαινόταν να είχε σταματήσει σε εκείνο το εργαστήριο.
Πάντα σκοτεινά, με ένα σκοτάδι συντριπτικό σαν ένα μεγάλο χέρι να να το έκανε ακόμη πιο έντονο.
Η ένταση ήταν, πλέον, αβάσταχτη.
Πέρασε μισό λεπτό ακόμη, μετά ο άνεμος έδιωξε μακριά το σύννεφο που κάλυπτε το φεγγάρι, εν αγνοία των δυο τους, κι εκείνο φώτισε ψυχρά το σκηνικό.
Ο Μαρρόν κοίταξε τον Καθηγητή.
Ο ηλικιωμένος καθηγητής είχε ορθάνοιχτα τα μάτια του, το πρόσωπό του ήταν άσπρο σαν πανί και τα χέρια ήταν γραπωμένα στον πάγκο και τον έσφιγγαν δυνατά, με τις αρθρώσεις άσπρες από την πίεση. Αυτό το σφίξιμο παρήγαγε το δυνατό κρότο που άκουσε ο φοιτητής, λίγο πριν. Η σιγουριά και ο αυτοέλεγχος του Ντρου είχαν φύγει και, εκείνη την στιγμή, ο άνθρωπος εξέφραζε μόνο ένα πράγμα: φόβο.
<Καθηγητά…>, προσπάθησε πάλι ο Μαρρόν.
O Ντρου φαινόταν να συνέρχεται αργά.
<Άναψε το φως, Μαρρόν>, είπε ασθμαίνοντας από κούραση.
Το αγόρι αναζήτησε τον διακόπτη και άναψε τη λάμπα. Ένα ζωντανό φως φώτισε τον πάγκο. Χωρίς να πει λέξη, πήγε στον τοίχο και άναψε όλα τα φώτα του εργαστηρίου.
Φαινόταν σαν να επέστρεψε η ζωή, ότι εκείνες οι στιγμές τρόμου έσβησαν ταχύτατα από αυτό το φως. Ο Ντρου σηκώθηκε από την καρέκλα κι έκανε λίγα βήματα. Σκούπισε το μέτωπό του με ένα μαντήλι.
Ο Μαρρόν επέστρεψε στον πάγκο και παρατήρησε την πλάκα του πειράματος. Το υλικό είχε εξαφανιστεί, όπως πάντα. Τίποτα δεν ήταν διαφορετικό. Ο φοιτητής κοίταξε τον Καθηγητή, ο οποίος στο μεταξύ, επέστρεφε στη θέση του. Τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν και ήξεραν και οι δύο, ότι εκείνη τη δραματική στιγμή αισθάνονταν το ίδιο.
<Ένδειξη. Μόνο ένδειξη. Είναι νύχτα, είμαστε κουρασμένοι και παλεύουμε με δύσκολα προβλήματα. Μπορεί να πετύχει...>, ο Ντρου μιλούσε, αβέβαιος, προσπαθώντας να ανακτήσει τον αυτοέλεγχό του.
<Ναι, βέβαια. Έτσι πρέπει να πάει>, ενέκρινε ο Μαρρόν, όχι πολύ πεπεισμένος, αλλά ως λογικό άτομο που θεωρούσε ότι ήταν, πίστευε ότι έπρεπε να είναι όπως τα έλεγε ο καθηγητής, που ήταν πιο μεγάλος και πιο σοφός.
Οι δύο τους συνέχισαν τη δουλειά τους, όχι χωρίς έναν αρχικό δισταγμό, ωστόσο.
Οι παράμετροι στον υπολογιστή ήταν 28 και, στις δύο τη νύχτα, ο Μαρρόν και ο Ντρου τελείωναν τις δοκιμές. Είχαν καταγράψει τα πάντα, είχαν σώσει όλα τα δεδομένα που είχαν χρησιμοποιήσει, τα μάτια τους, διευρυμένα από την ένταση, με μαύρους κύκλους και γεμάτα αίμα από την καταπόνηση , εξέφραζαν μία κούραση, που δεν περιγραφόταν με λόγια και συνάμα ένα φως ενός θριάμβου, που λίγες φορές καταφέρνει ένας άνθρωπος να νιώσει στη ζωή του. Το συμβάν είχε ήδη ξεχαστεί.
Κεφάλαιο ΙΙΙ
Βλέποντας την ώρα, ο Ντρου θεώρησε αγένεια να αφήσει τον Μαρρόν να γυρίσει στη φοιτητική εστία, μόνος κι εξαντλημένος, με όλα αυτά που κατάφερε το αγόρι και για τους δύο τους.
<Μαρρόν, τι θα έλεγες να έρθεις να κοιμηθείς σπίτι μου; Η αδελφή μου είναι σε μία φίλη της στο Λιντς, για μερικές ημέρες, και θα μπορούσες να χρησιμοποιήσεις το δωμάτιό της>.
<Ευχαριστώ, Καθηγητά, νομίζω θα δεχτώ, ευχαρίστως>, απάντησε με ευγνωμοσύνη το εξαντλημένο αγόρι.
Για να αποφύγει το ενδεχόμενο κάποιος να πειράξει, έστω άθελά του, το πείραμα την επόμενη ημέρα, ο Ντρου κόλλησε στο εξωτερικό μέρος της πόρτας εισόδου του εργαστηρίου, ένα χαρτί, πρόχειρα γραμμένο στη στιγμή, το οποίο έλεγε: «ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΕΧΕΙ ΜΟΛΥΝΘΕΙ ΑΠΟ ΚΑΤΣΑΡΙΔΕΣ. ΜΗΝ ΕΙΣΕΡΧΕΣΤΕ!», μετά μπήκαν στο αυτοκίνητο του Ντρου και, σύντομα, ήταν στην εξοχική κατοικία, η οποία βρισκόταν μόλις έξω από την περίμετρο του Πανεπιστημίου.
«Δόξα τω Θεώ, μένει κοντά...» σκέφτηκε ο Μαρρόν, τόσο γιατί ο Καθηγητής μπόρεσε να φτάσει γρήγορα στο εργαστήριο εκείνο το βράδυ, όσο και γιατί αισθανόταν τόσο κουρασμένος, που έκλειναν τα μάτια του. Είχε απόλυτη ανάγκη να κοιμηθεί.
Ανέβηκαν το δρομάκι που οδηγούσε στην είσοδο και ο Ντρου χασομέρησε λίγο με τα κλειδιά κι, επιτέλους, ήταν μέσα.
Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού οδήγησε τοΝ φοιτητή στο δωμάτιο της αδελφής του και του έδωσε τις απαραίτητες οδηγίες, όσον αφορά τις διάφορες ανέσεις και την κουζίνα, και μετά πρότεινε: