<Άνταμς! Έτοιμος να κατέβω!>, η κλήση έφτασε δυνατή και καθαρή στα ακουστικά του πιλότου.
Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, ο ουραίος έλικας σταμάτησε, για μία ακόμη φορά, αλλά εκείνος επανέφερε αμέσως τη θέση του αεροσκάφους, ενώ απαντούσε:
<Έτοιμος, κύριε!>
Κάτω από το ελικόπτερο, μέσα στη λεκάνη που σχημάτιζε η δίνη του έλικα στο δύσοσμο νερό, τρεις φιγούρες, σε ευθεία παράταξη, σαρώνονταν από την κυκλική ροή του αέρα, που έπεφτε με βία πάνω τους.
Ο Ταγματάρχης Κάμντεν πυροβολούσε ασταμάτητα προς το δάσος με το μυδραλιοβόλο, που το κρατούσε το με τα χέρια, παρά την απαγορευτική ένδειξη. Το όπλο ήταν καυτό και πολύ βαρύ. Ο στρατιωτικός έτριζε τα δόντια, ενώ το έσφιγγε και με τα χέρια του που έκαιγαν, το δάχτυλο κλειδωμένο στη σκανδάλη, με μάτια ερεθισμένα που εξέφραζαν πολύ δυνατό, ακατάσβεστο πόνο, που μετατρεπόταν σε ένα χείμαρρο από σφαίρες που ξέρναγε η μαύρη κάνη αυτού του εργαλείου του θανάτου. Ο Κάμντεν, ήταν καλυμμένος με αίμα, από την κορυφή ως τα νύχια, εν μέρει από μερικά επιφανειακά τραύματα στο θώρακα και στα χέρια, αλλά κυρίως, από το αίμα των τραυματισμένων συντρόφων του, τους οποίους έπρεπε να βοηθήσει και να σύρει μέχρι τον τόπο συλλογής.
<Ταγματάρχα!>
Ο Κάμντεν μόλις που άκουσε την κοπέλα που ούρλιαζε για να ξεπεράσει τον ακατάπαυστο σφυροκόπημα του πολυβόλου. Εκείνη, με τα πόδια σταθερά καρφωμένα στη λάσπη του έλους, κρατούσε υποβασταζόμενο, έναν αναίσθητο νεαρό, με σκούρο δέρμα, που είχε γείρει με το πρόσωπο προς τα πάνω και ο μισός είχε βυθιστεί στο νερό. Το κεφάλι του κρεμόταν αδρανές, το στόμα του μισάνοιχτο, το μάτια κλειστά. Από ένα βαρύ τραύμα στην κοιλιακή χώρα, έβγαινε μέρος από τα σωθικά του.
Η κοπέλα κοίταζε με απελπισία το δάσος, μετά το τραυματισμένο αγόρι, μετά τον Ταγματάρχη, που συνέχιζε να πυροβολεί. Είχε φτάσει στο αποκορύφωμα των δυνάμεών του, τα μαύρα μαλλιά του ήταν κολλημένα στο κεφάλι του από τον ιδρώτα και τη βρώμα που κάλυπταν με ένα καφετί χρώμα όλο του το κορμί, στο οποίο είχαν κολλήσει ρούχα ποτισμένα από τη δύσοσμη λάσπη.
<Ταγματάρχα!> φώναξε πάλι, με μία υστερική κραυγή.
O Κάμντεν της απάντησε με τη σειρά του με μία κραυγή, χωρίς να σταματά να ξερνά φωτιά προς το δάσος.
<Τώρα έχουμε αρκετό πλεονέκτημα για να μπορέσουμε να προσγειώσουμε το ελικόπτερο! Άνταμς! Τώρα!
<Ρότζερ
1
Ο Άνταμς ξεκίνησε την κατάβαση, αλλά μόλις έφτασε περίπου στα έξι μέτρα ύψος, ο ουραίος έλικας έβγαλε ένα στριγκό ήχο και το ελικόπτερο ξεκίνησε να περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του. Ο πιλότος προσπαθούσε μάταια να επανεκκινήσει τον έλικα, κάνοντας μανούβρες, προσπαθώντας να ανέβει και πάλι προς τα πάνω.
<Κίνδυνος, κίνδυνος! Φύγετε από εκεί!> ούρλιαξε ο Άνταμς.
O Κάμντεν είδε με την άκρη του ματιού του το ανεξέλεγκτο ελικόπτερο και ανέλαβε αμέσως την κατάσταση. Δεν υπήρχε χρόνος να ξεφύγουν και, σε κάθε περίπτωση, ήταν προτιμότερο να συνθλιβούν από το ελικόπτερο που έπεφτε, σε σχέση με το αποτρόπαιο πεπρωμένο, που τους πλησίαζε από το δάσος. Στο πρόσωπό του είχε διαγραφεί ένα ειρωνικό χαμόγελο και το βλέμμα του έλαμπε με ένα σατανικό φως, η έκφραση ενός άντρα, που έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με το θάνατό του και τον προκαλεί. Συνέχιζε με βία να πυροβολεί μέσα στο σκοτάδι, χωρίς να αισθάνεται πλέον ούτε τον πόνο από το πυρακτωμένο σίδερο ούτε το βάρος του όπλου.
Κι η κοπέλα κατάλαβε.
<Όχι!> φώναξε απελπισμένη, με όλη την ενέργεια που της απέμενε.
<Όχι, όχι, όχι! Όχι τώρα!> Έκλαιγε αναστατωμένη. <Τόσο κοντά, τόσο κοντά...γιατί;! Γιατί;>
Χαμήλωσε το βλέμμα στο τραυματισμένο αγόρι, κι ένα τεράστιο βάρος έπεσε στην ψυχή της. Ήταν, πλέον, ένα βήμα πριν το θάνατο.
Η καρδιά του χτυπούσε.
Και σε αυτή τη φρικτή στιγμή, ενώ υποβάσταζε τον αγόρι της, με το ελικόπτερο που μπορούσε να τη συνθλίψει από στιγμή σε στιγμή, με τον ήχο του πολυβόλου, που την τάραζε, και με τα πόδια ως τη μέση βυθισμένα στο δύσοισμο νερό, η σκέψη της πήγε σε αυτό που είχε αποκλείσει εδώ και καιρό, στριμώχνοντάς το σε μία σκοτεινή γωνιά της μνήμης της.
Σήκωσε το πρόσωπό της στον ουρανό, και με δάκρυα που κυλούσαν στα μάγουλα, που τα μαστίγωνε ο δυνατός αέρας που δημιουργούσε το χαλασμένο ελικόπτερο, άρχισε να προσεύχεται:
<Πάτερ ἡμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς,ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου,ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου,γενηθήτω τὸ θέλημά σου,ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς…>
Πρώτο Μέρος
“Σε νιώθουμε κοντά μας, Ριού,
σε νιώθουμε κοντά μας.
Κάθε βράδυ, θα σε επισκεπτόμαστε στη σκοτεινή θάλασσα,
και θα ξέρουμε ότι μας περιμένεις εκεί
με τα δυνατά σου χέρια..
Θα ανέβεις στη βάρκα σαν τον αφρό της θάλασσας
και δίπλα μας, μαζί μας θ a τραβάς τα δίχτυα,
όπως εκείνες τις νύχτες παλιά,
όταν τα μάτια και το χαμόγελό σου
μας έκαναν να αντιμετωπίζουμε ευτυχισμένοι την καταιγίδα.”
Noboru
Κεφάλαιο Ι
Όλα ξεκίνησαν απλά, όπως γίνεται συχνά, σε αυτές τις περιπτώσεις.
Ο φοιτητής Μαρρόν, ξεκινούσε να τακτοποιήσει τον εξοπλισμό πάνω σε ένα πάγκο, σε ένα από τα εργαστήρια Φυσικής του Πανεπιστημίου του Μάντσεστερ, μουρμουρίζοντας πολύ ενοχλημένος, γιατί αυτό του το είχε επιβάλλει ο καθηγητής Ντρου, όταν έφευγε για να γυρίσει σπίτι του.
<Τακτοποίησε το πείραμά μου, προτού φύγεις, Μαρρόν, έτσι δε λειτουργεί!>, είχε διατάξει.
Μα δεν μπορούσε να περιμένει το επόμενο πρωί; Τώρα, ήταν αργά το βράδυ. Ποιος διάολος θα ερχόταν να ελέγξει αν το εργαστήριο είχε τακτοποιηθεί;
<Ουφ!>, αναστέναξε παραιτημένος ο Μαρρόν, <Ο δρόμος της Φυσικής περνά και μέσα από τη σχολαστικότητα των ηλικιωμένων καθηγητών.>
Είχε ακουμπήσει το σάντουίτς του με προσούτο πάνω σε μία μεταλλική πλάκα, που αποτελούσε μέρος του πειράματος, γιατί είχε πετάξει το περιτύλιγμα αμέσως πριν την τακτοποίηση του Ντρου κι αυτή η πλάκα φαινόταν, προς στιγμήν, το πιο καθαρό πράγμα, σε εκείνο το εργαστήριο.
Ήταν έτοιμος να αρπάξει τον εξοπλισμό, όταν ο γάτος του εργαστηρίου, ένα σκασμένο πορτοκαλί και τριχωτό γατί, με ένα αστραπιαίο άλμα, ανέβηκε στον πάγκο, περπάτησε πάνω στο πληκτρολόγιο του υπολογιστή, άρπαξε το πάνω μέρος από το σάντουιτς, άλλαξε με τα πόδια του κάποιες μικρομετρικές ρυθμίσεις και, στο τέλος, πήδηξε στο πάτωμα. Όλο αυτό σε μερικά δέκατα του δευτερολέπτου.
Ο Μαρρόν έβγαλε μία στριγκή κραυγή και άρχισε να κυνηγά το γάτο, ο οποίος στη στιγμή βρήκε καταφύγιο στο πιο ψηλό ράφι του εργαστηρίου.
Ο φοιτητής έφτασε έξαλλος κάτω από το ράφι, κουνώντας τις γροθιές του προς την κατεύθυνση του γάτου και κάνοντάς τον αντικείμενο όχι πολύ επιεικών φιλοφρονήσεων. Μετά, ως λογικός άνθρωπος που ήταν, εκτίμησε ότι η ενέργεια που απαιτούσε η αβέβαιη προσπάθεια για να ξαναπάρει το κλοπιμαίο, ήταν πολύ μεγαλύτερη από την ενέργεια που θα έπαιρνε από αυτό, έτσι παρηγορήθηκε και τα παράτησε σκεπτόμενος ότι, κατά κάποιο τρόπο, έτσι κέρδιζε. Έριξε μία τελευταία ματιά αποδοκιμασίας στον γάτο και επέστρεψε στον πάγκο.
Όταν βρέθηκε μπροστά στα απομεινάρια του καημένου του σάντουίτς του και το παρατήρησε, ξαφνικά σταμάτησε και, σιγά-σιγά η συνείδηση που κατηύθυνε το μυαλό του, μπήκε σταδιακά σε ένα είδος λήθαργου, με τα μάτια ορθάνοιχτα, ζωηρά, καρφωμένα πάνω στο σάντουιτς. Κρύος ιδρώτας ξεκινούσε από το μέτωπό του και έσταζε άφθονος κατά μήκος του λαιμού του, που ήταν ήδη πια πολύ βρεγμένος, τα ρούχα του μουσκεμένα, χέρια που έτρεμαν, οι πνεύμονες σπαρταρούσαν στην απέλπιδα αναζήτηση αέρα.
Προς το κέντρο του σάντουιτς, κάπως προς τα δεξιά, έλειπε ένα μέρος κι αυτό το μέρος δεν ήταν μίας οποιασδήποτε μορφής, γεγονός που θα τον έκανε φυσιολογικά να σκεφτεί ότι ο γάτος το αφαίρεσε μαζί με το υπόλοιπο. Όχι, ήταν ένα κομμάτι μήκους, περίπου τεσσάρων εκατοστών, με πλάτος περίπου ένα εκατοστό και κυματοειδές, με τρόπο παράλληλο στα μακριά τμήματά του, τα οριζόντια.