«Σας ευχαριστώ».
Ο υπεύθυνος του ταχυδρομείου, ξεπρόβαλε στην πόρτα του δωματίου, που βρισκόταν στο πίσω μέρος του ταχυδρομείου. «Φούλβιο;».
Ο άντρας γύρισε και είπε: «Νομίζω είναι ώρα να γυρίσω στη θέση μου».
«Σύμφωνοι», είπε ο Τζαμάνι, καταλαβαίνοντας την κατάσταση. «Σας ζητώ να παραμείνετε στη διάθεσή μας και να μην διστάσετε να επικοινωνήσετε μαζί μας, σε περίπτωση που σας έρθει στο μυαλό κάτι που μπορεί να μας φανεί χρήσιμο».
«Κανένα πρόβλημα», είπε ο υπάλληλος του ταχυδρομείου.
Ο Επιθεωρητής συγκατένευσε και μετά χαιρέτισε και βγήκε και πάλι στο δρόμο.
Τώρα, έμενε μόνο να ακούσει τι είχε να πει ο εργοδότης της δεσποινίδας Μιστρόνι και, μετά, θα είχε αρκετό υλικό, πάνω στο οποίο θα μπορούσε να κάνει κάποιες υποθέσεις και κάποιες σκέψεις.
XI
Ο Νταβίντε Παλιαρίνι πάσχιζε να βγάλει από το μυαλό του αυτό το γεγονός. Το έβλεπε στον ύπνο του το βράδυ, σαν επαναλαμβανόμενο εφιάλτη και, σίγουρα, δεν ήθελε να συμβεί.
«Βλάκας», επαναλάμβανε στον εαυτό του, «είμαι ένας βλάκας, σκότωσα ένα παιδί!»
Περίμενε την ετυμηγορία, ελπίζοντας ότι με έναν καλό δικηγόρο, θα καταφέρει να μειώσει, τουλάχιστον, την ποινή. Στο μεταξύ, ζούσε μέσα στις τύψεις.
Στα μισά εκείνης της ημέρας, χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού.
«Ποιος είναι;», ρώτησε από το θυροτηλέφωνο.
«Ένα συστημένο. Πρέπει να υπογράψετε».
Ο ταχυδρόμος.
Ο Παλιαρίνι κατέβηκε στην είσοδο της πολυκατοικίας, υπέγραψε, πήρε το φάκελο και ανέβηκε ξανά στο διαμέρισμά του.
Αποστολέας ήταν το Δικαστήριο της Μπολόνια.
Θέμα: Ειδοποίηση για δικαστική παράσταση.
Άνοιξε το φάκελο και έμαθε ότι, ακριβώς σε δύο εβδομάδες, στις 10, θα έπρεπε να παρουσιαστεί στο δικαστήριο και ότι αν δεν έβρισκε συνήγορο υπεράσπισης, θα οριζόταν κάποιος από το κράτος.
Ακούμπησε το φάκελο στο τραπεζάκι του σαλονιού και σχημάτισε τον αριθμό τηλεφώνου του έμπιστου δικηγόρου του.
«Φτάσαμε στο τέλος», είπε ο Παλιαρίνι, αφού η υπάλληλος γύρισε τη γραμμή στο γραφείο του δικηγόρου.
«Αρκεί να παραμείνουμε ψύχραιμοι και θα δείτε ότι θα τη γλυτώσουμε».
Ο δικηγόρος ήξερε, ήδη, όλα τα γεγονότα, αφού του τα είχε πει όλα ο ίδιος ο Παλιαρίνι, την επομένη του δυστυχήματος.
«Θα με καταδικάσουν», είχε πει, «δεν έχω κανένα καλό χαρτί στα χέρια μου, για να αθωωθώ».
Ο δικηγόρος και τότε είχε προσπαθήσει να ηρεμήσει τον πελάτη του, λέγοντάς του ότι είχε βρει κάτι που θα τον βοηθούσε να επιτύχει, τουλάχιστον μειωμένη ποινή, αν όχι απλή πληρωμή ενός προστίμου. Αν και είχε υπόψη ότι δεν θα ήταν ευχάριστο να συναντήσει τους γονείς του θύματος.
«Θα τα καταφέρουμε», του επανέλαβε ο δικηγόρος, «θα δείτε ότι θα τα καταφέρουμε».
Το κατάλαβε αμέσως: εκείνη η μέρα πλησίαζε κι ο Νταβίντε Παλιαρίνι ήταν πολύ προβληματισμένος, παρά τα λόγια του δικηγόρου του.
Όταν ο Παλιαρίνι κι ο δικηγόρος συναντήθηκαν στο γραφείο του τελευταίου, έκαναν καταρχάς μία νέα σύνοψη του γεγονότος.
«Είχα βγει από τη ντισκοτέκ. Όταν βρέθηκα στην οδική αρτηρία του περιφερειακού της Μπολόνια, ήμουν σε ευφορία, πάτησα τέρμα το γκάζι, χωρίς να καταλαβαίνω την ταχύτητα με την οποία πήγαινα. Φτάνοντας σε μία διασταύρωση όπου το φανάρι ήταν πράσινο, χτύπησα ένα παιδί που περνούσε τη διάβαση».
«Το άτομο εκείνο περνούσε το δρόμο, ενώ γνώριζε ότι δεν έπρεπε να το κάνει, εκείνη την ώρα. Φαντάζομαι ότι το φανάρι για τους πεζούς ήταν κόκκινο».
Ο Παλιαρίνι συγκατένευσε, ελπίζοντας να θυμάται καλά και η μνήμη του να μην είχε θολώσει από τα ναρκωτικά».
«Ορίστε, βλέπετε; Ήδη, βρήκαμε ένα στοιχείο υπέρ μας».
«Σύμφωνοι», είπε ο Παλιαρίνι, «αλλά πως θα αντιμετωπίσουμε το γεγονός ότι οδηγούσα ενώ είχα πάρει εκείνα τα καταραμένα τα χάπια; Ανάθεμά με, δεν θα τα έπαιρνα ποτέ, με ξεγέλασε εκείνος ο τύπος μέσα, που μου τα έδωσε. Μου είπε :‘Θα δεις ότι θα νιώσεις καλύτερα’. Και με έπεισε».
Ο δικηγόρος σκέφτηκε για λίγο.
«Το ζήτημα με τα χάπια δεν είναι υπέρ σας», είπε τελικά, «αλλά θα τα καταφέρουμε, με κάποιο τρόπο. Πρέπει να με εμπιστευτείτε».
«Ας ελπίσουμε. Και τι μπορώ να κάνω αυτές τις μέρες; Κάτι συγκεκριμένο; Εξυπηρετεί κάποια δήλωσή μου;»
«Για την ώρα, όχι. Θα τα πείτε όλα στο δικαστήριο. Προσπαθήστε να παραμείνετε ήρεμος και θα δείτε πως όλα θα λυθούν».
«Βασίζομαι στην εμπειρία σας».
«Πολύ καλά. Τώρα, γυρίστε στο σπίτι και χαλαρώστε. Θα επικοινωνήσω εγώ μαζί σας με κάποιο τρόπο».
«Σας υπερευχαριστώ».
«Παρακαλώ. Η δουλειά μου είναι».
Αφού χαιρετήθηκαν, ο δικηγόρος άρχισε να σκέφτεται πώς να χειριστεί αυτή την υπόθεση στο δικαστήριο κι ο Νταβίντε Παλιαρίνι γύρισε σπίτι. Ακολούθησε τη συμβουλή που του έδωσε ο δικηγόρος: απόλυτη χαλάρωση, μέχρι την ημέρα της ακροαματικής διαδικασίας.
XII
Νωρίς το πρωί, εκείνης της ημέρας, η Μαριολίνα Σπατζέζι άκουσε να χτυπά το κουδούνι, πήγε στο θυροτηλέφωνο και ρώτησε ποιος ήταν.
Η απάντηση που πήρε ήταν: «Κάποια λουλούδια για σας, κυρία».
«Ανεβείτε», είπε η γυναίκα, αρχίζοντας να κάνει υποθέσεις για τον πιθανό αποστολέα αυτού του ευχάριστου δώρου.
Όταν είδε τον ανθοπώλη να κρατά την ανθοδέσμη, άλλαξε έκφραση.
«Πε..περάστε, παρακαλώ», είπε τραυλίζοντας, στον άντρα που είχε μπροστά της. Της φαινόταν ότι τον είχε ξαναδεί, ίσως ήταν ο ανθοπώλης που είχε το μαγαζί λίγο πιο κάτω από το σπίτι της, πάνω στον ίδιο δρόμο.
«Ακουμπήστε τα εκεί πάνω, παρακαλώ».
Ο άντρας διέσχισε το διαμέρισμα, ακολούθησε τις οδηγίες που του δόθηκαν και, μετά, χαιρέτησε βιαστικά, λέγοντας ότι έπρεπε να γυρίσει γρήγορα στο μαγαζί, γιατί ήταν μόνος και είχε αφήσει μόνο μία ειδοποίηση στην πόρτα της εισόδου, για να καταλάβουν οι πελάτες ότι θα επέστρεφε σε λίγα λεπτά.
Η Μαριολίνα Σπατζέζι έκλεισε ξανά την πόρτα και κατευθύνθηκε γρήγορα στην ανθοδέσμη, που μόλις της είχε παραδοθεί.
Μία ανθοδέσμη με χρυσάνθεμα; σκέφτηκε.
Είδε ότι πάνω στη μεμβράνη που τύλιγε τα λουλούδια, ήταν καρφιτσωμένος ένας φάκελος που έγραφε «ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΡΙΟΛΙΝΑ».
Τον άνοιξε και μέσα βρήκε μόνο μία επαγγελματική κάρτα από χαρτόνι.
ΜΑΣΙΜΟ ΤΡΟΒΑΪΟΛΙ
Διευθυντής Μάρκετινγκ
Tecno Italia Ε . Π.Ε
Η γυναίκα ένιωσε τάση για λιποθυμία και έπρεπε, κυριολεκτικά, να καθίσει για να αποφύγει να πέσει.
Γύρισε την κάρτα και είδε ότι από πίσω έγραφε «ΤΑ ΛΕΜΕ ΣΥΝΤΟΜΑ!» με στυλό διαρκείας.
Μετά από λίγο σηκώθηκε από την καρέκλα, πήρε ένα ποτήρι και το γέμισε, δύο φορές, με νερό. Είχε ανάγκη να πιει νερό.
Το έπλυνε και μετά πήγε στο μπάνιο, για να δροσίσει το πρόσωπό της.
Πώς ήταν δυνατόν;
Από μία κοινή πεποίθηση που, κατά κάποιο τρόπο, είχε περάσει και στην ίδια, πάντα είχε συνδεδεμένα τα χρυσάνθεμα με τους πεθαμένους και ο Μάσιμο Τροβαϊόλι…
Πήρε το τηλέφωνο και κάλεσε την Άμεσο Δράση.
«Με…καταδιώκουν…», είπε μετά βίας, όταν κάποιος απάντησε από την άλλη μεριά της γραμμής.
«Ηρεμήστε, κυρία», είπε ο υπάλληλος του τηλεφωνικού κέντρου «κι εξηγήστε μου καλύτερα».
«Με…καταδιώκει…ένας νεκρός».
«Αυτό δεν είναι δυνατόν. Είστε σίγουρα καλά;»
«Ναι. Καλά είμαι», είπε εκείνη. «Με καταδιώκει…ένας νεκρός!» ούρλιαξε.
«Πού μένετε;» ρώτησε ο τηλεφωνητής, προσπαθώντας να συντομεύσει τη διαδικασία «Σας στέλνω κάποιον».
Η γυναίκα έδωσε τη διεύθυνσή της και έκλεισε το τηλέφωνο, ικετεύοντάς τους να κάνουν γρήγορα.
Όταν έφτασαν οι δύο πράκτορες, που ήταν σε περιπολία, βρήκαν τη Μαριολίνα Σπατζέζι σε κατάσταση πανικού.
«Προσπαθήστε να ηρεμήσετε, κυρία. Θέλουμε να θυμηθείτε καλά τι συνέβη», της εξήγησε ο ένας από τους δύο πράκτορες.
Η γυναίκα τους είπε για τον φάκελο που έλαβε, πριν λίγες ημέρες και για τα λουλούδια που έλαβε εκείνο το πρωί.
«Ποιος είναι ο Μάσιμο Τροβαϊόλι;», ρώτησε ο ένας πράκτορας.
«Ο πρώην σύντροφός μου».
«Κι εκείνος έχει κάτι εναντίον σας; Πώς χωρίσατε, συνέβη με άσχημο τρόπο;»
«Έχει…πεθάνει!», ούρλιαξε η γυναίκα. «Έχει…πεθάνει…αυτός που με καταδιώκει!»
Η Σπατζέζι συνέχισε να ουρλιάζει, κάνοντας πάντα μία παύση στη λέξη «πεθάνει», κάθε φορά που την πρόφερε.