«Χαίρετε, είστε ο Ντάριο Μπανιάρα;», είπε πρώτος ο Τζαμάνι.
«Ναι, εγώ είμαι».
«Χαίρομαι που σας γνωρίζω. Ονομάζομαι Τζαμάνι…Στέφανο».
«Καλημέρα σας. Πώς μπορώ να σας βοηθήσω;», ρώτησε ο κτηματομεσίτης. «Για μένα ήταν βαρύ πλήγμα. Είμαι, ακόμη, σοκαρισμένος. Θα είναι χαρά μου να σας βοηθήσω, στον βαθμό μου μπορώ».
«Ευχαριστώ», είπε ο Τζαμάνι, «Καταρχήν, θα μπορούσατε να μου πείτε, πώς γνωρίζατε τη Λουτσία Μιστρόνι και πόσο καιρό γνωριζόσαστε;».
«Πολύ καιρό», απάντησε ο Μπανιάρα, «ήμαστε συμμαθητές στο Λύκειο».
«Καταλαβαίνω. Οπότε, μπορώ να φανταστώ ότι γνωριζόσαστε αρκετά καλά».
«Ναι, φυσικά».
«Και, όταν τελειώσατε το Λύκειο; Συνεχίσατε να βλέπεστε συχνά;»
«Ναι, αν και δεν ήταν με σταθερή συχνότητα. Οργανώναμε καμία βραδιά φίλων, μαζί. Εγώ, εκείνη και η Λούνα, μία άλλη συμμαθήτριά μας από το Λύκειο. Θα έλεγα ότι η συχνότητα με την οποία βλεπόμαστε δεν ήταν σταθερή γιατί, τουλάχιστον από τότε που αρραβωνιάστηκε με τον Πάολο, συνέβαινε συχνά να βγαίνουν μόνοι οι δυο τους».
«Πότε ειδωθήκατε, για τελευταία φορά;»
«Την προηγούμενη εβδομάδα. Ήμαστε οι τρεις μας. Γενικά, όταν συναντιόμαστε, δεν ήταν ο Πάολο».
«Πώς έτσι;», ρώτησε ο Επιθεωρητής.
«Ήταν κοινή απόφαση. Ήθελε να είναι μία έξοδος με φίλους, χωρίς αρραβωνιαστικιές και αρραβωνιαστικούς».
«Κι ο Πάολο…Καρνεβάλι, συμφωνούσε; Συμμεριζόταν κι εκείνος αυτή την άποψη;»
«Ναι, τη συμμεριζόταν. Στην αρχή, δεν ήταν πολύ σύμφωνος με το γεγονός ότι θα βρισκόμαστε μόνοι οι τρεις μας ίσως από ζήλια…δεν ξέρω να σας πω. Ωστόσο, τελικά, φαίνεται ότι μετά συμφώνησε, χωρίς προβλήματα».
«Καταλαβαίνω. Νωρίτερα αναφέρατε τη…Λούνα;»
«Ναι, τη Λούνα Παλτρινιέρι. Μιλήσατε και μαζί της;»
«Όχι, ακόμη, αλλά έχω ραντεβού μαζί της σε μία ώρα, στο μπαρ που εργάζεται».
Ο Ντάριο Μπανιάρα συγκατένευσε.
«Κι εκείνη είναι πολύ έντιμη κοπέλα».
Εκείνη τη στιγμή μπήκε μία υποψήφια πελάτισσα, που ρώτησε αν μπορούσε να μιλήσει με κάποιον κτηματομεσίτη. Ήθελε να αγοράσει ένα διαμέρισμα.
«Δώστε μου μία στιγμή και θα είμαι κοντά σας», απάντησε ο Μπανιάρα και, απευθυνόμενος στον Τζαμάνι, είπε: «Αν θέλετε, μπορώ να ζητήσω στην κυρία να επιστρέψει, αργότερα».
«Μην σας προβληματίζει, κάνετε με την ησυχία σας τη δουλειά σας. Θα τα ξαναπούμε, σύντομα».
Ο κτηματομεσίτης ευχαρίστησε τον Τζαμάνι και, καθώς έβγαινε ο Επιθεωρητής, ζήτησε από την πελάτισσα να περάσει.
Την καθορισμένη ώρα, ο Στέφανο Τζαμάνι έφτασε στο μπαρ της Λούνα Παλτρινιέρι, στην οδό Αντρέα Κόστα, σχετικά κοντά στο κτηματομεσιτικό γραφείο, όπου δούλευε ο Μπανιάρα.
«Χαίρετε, είστε η Λούνα;», ρώτησε ο Τζαμάνι, όταν δεν υπήρχαν πελάτες μέσα.
«Ναι, εγώ είμαι».
«Επιθεωρητής Τζαμάνι».
«Χαίρομαι που σας γνωρίζω. Θα θέλατε έναν καφέ;»
«Μετά χαράς, σας ευχαριστώ».
Η κοπέλα του έφτιαξε τον καφέ και του τον σέρβιρε με ένα φακελάκι λευκή ζάχαρη, ένα φακελάκι καστανή ζάχαρη και ένα κουτάκι μέλι.
Πίνοντας τον καφέ του σκέτο, ο Τζαμάνι είπε: «Πρέπει να μιλήσω μαζί σας για τη Λουτσία Μιστρόνι».
«Θα κάνω το παν, για να σας βοηθήσω».
«Σας ευχαριστώ. Καταρχήν, μπορείτε να μου πείτε πώς ήταν η σχέση σας με την κοπέλα; Ξέρω ότι ήσαστε συμμαθήτριες στο Λύκειο».
«Σωστά. Από πού το ξέρετε, αν επιτρέπετε;».
«Μιλούσα, μέχρι πριν λίγο, με τον κύριο Μπανιάρα. Εκείνος μου είπε ότι όλοι σας ήσαστε μαζί στο σχολείο. Ελπίζω να μην υπάρχει πρόβλημα.»
«Καταλαβαίνω. Ωστόσο, όχι, δεν υπάρχει πρόβλημα».
Ο Τζαμάνι ήπιε την τελευταία γουλιά του καφέ του κι η σερβιτόρα, αφού τακτοποίησε το φλιτζάνι, το πιατάκι και το κουταλάκι στο πλυντήριο πιάτων, διηγήθηκε στον Επιθεωρητή ότι, πράγματι, οι τρεις τους ήταν συμμαθητές στο σχολείο, τα είχαν βρει από την αρχή της σχολικής χρονιάς και διατήρησαν τη φιλία τους, ακόμη και μετά τις τελικές εξετάσεις. Ο καθένας είχε τη δική του δουλειά. Κατάφερναν, ωστόσο, να βλέπονται, τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα, μέσα στο Σαββατοκύριακο.
«Μια και αναφέρατε τη δουλειά, ξέρετε να μου πείτε πού εργαζόταν η δεσποινίς Μιστρόνι; Η μητέρα της δεν μπόρεσε να μας πει με ακρίβεια».
Του είπε το όνομα της εταιρίας και ότι δούλευε ως υπεύθυνη του γραφείου εξωτερικού μάρκετινγκ και, στη συνέχεια, πρόσθεσε: «Να με συγχωρείτε, απλά, το να μιλώ για εκείνη, τώρα, με θλίβει πάρα πολύ».
Και άρχισε να κλαίει.
«Σας καταλαβαίνω και, προφανώς, λυπάμαι για αυτό που συνέβη. Εμείς, ωστόσο, πρέπει να συνεχίσουμε να κάνουμε τη δουλειά μας και να βρούμε τον ένοχο».
«Το ξέρω», είπε η κοπέλα, συγκατενεύοντας. «Ελπίζω, να τον βρείτε σύντομα».
«Το εύχομαι».
«Ευχαριστώ»
«Παρακαλώ», είπε ο Τζαμάνι. «Μπορούμε να βασιζόμαστε στη βοήθειά σας, ανά πάσα στιγμή;»
«Φυσικά».
«Τέλεια», την ευχαρίστησε ο Επιθεωρητής. «Για την ώρα, θα έλεγα ότι αρκεί. Θα ξαναπεράσω, όταν χρειαστώ και πάλι να μιλήσω μαζί σας».
«Θα σας περιμένω».
Ο Τζαμάνι χαιρέτησε την κοπέλα με ένα χαμόγελο και βγήκε από το μπαρ με ζωντανή, ακόμη, την ελπίδα ότι θα βρει τη λύση στην υπόθεση.
Του απέμενε, ακόμη, να μιλήσει με δύο φίλους της Λουτσία Μιστρόνι και, στο μεταξύ, είχε αποκτήσει ακόμη μία πληροφορία: έπρεπε, άμεσα, να επισκεφθεί και τον εργοδότη της.
Στη διαδρομή με το αυτοκίνητο προς το γραφείο, ο Στέφανο Τζαμάνι αναρωτήθηκε πώς να πήγαινε η αναζήτηση πληροφοριών του πράκτορα Φινόκι.
IX
Ο πράκτορας Φινόκι είχε αναλάβει να μιλήσει με τους συγγενείς της Λουτσία Μιστρόνι.
Η μητέρα της είχε σημειώσει μόνο τον αδελφό Άτος, έναν θείο και μία ξαδέλφη.
Αποδείχτηκε πως όλοι είχαν ενημερωθεί για το δυστυχές γεγονός, από την κυρία Μπαλτζάνι και, όταν ο πράκτορας κατάφερε να μιλήσει με τον αδελφό, εκείνος άρχισε να κλαίει, λέγοντας ότι δεν είχε σταματήσει από την ώρα που το έμαθε.
Έμενε μόνος στην οδό Σαν Φελίτσε, σε ένα μικρό, μα λειτουργικό, διαμέρισμα.
«Μπορώ να σας μιλήσω για την αδελφή σας, τη Λουτσία;», ρώτησε ο Μάρκο Φινόκι, αφού συστήθηκε.
«Φυσικά, καθίστε».
Κάθισαν στο σαλόνι, με το φως της ημέρας που φώτιζε το χώρο, μέσα από το τζάμι του παραθύρου.
«Πώς ήταν οι σχέσεις μεταξύ σας;», θέλησε να μάθει ο πράκτορας.
«Άψογες, θα έλεγα, παρόλο που, τώρα τελευταία δεν βλεπόμαστε συχνά, γιατί ήμουν συνέχεια στο δρόμο, με τη δουλειά».
«Καταλαβαίνω. Τι δουλειά κάνετε, αν επιτρέπετε;»
«Εγκαταστάσεις αυτόματων μηχανημάτων. Συχνά, κινούμαι εκτός πόλης και κάθε φορά, είμαι μακριά από το σπίτι για, τουλάχιστον, μία εβδομάδα».
«Θα πρέπει να είναι πολύ ενδιαφέρουσα δουλειά, τουλάχιστον επειδή ταξιδεύετε συχνά και βλέπετε πολλά καινούργια μέρη».
«Έτσι θα ήταν, αν είχα λίγο περισσότερο καιρό να τα γυρίσω και όχι να είμαι κλεισμένος μέσα σε μία εταιρία, συναρμολογώντας αυτόματα μηχανήματα, τη νύχτα. Η μόνη διασκέδαση που έχουμε είναι το βράδυ, όταν πάμε για φαγητό και δοκιμάζουμε την τοπική γαστρονομία».
«Σίγουρα είναι μία απαιτητική δουλειά», συγκατένευσε ο Φινόκι. «Πότε ειδωθήκατε, για τελευταία φορά, με την αδελφή σας;»
«Περίπου, πριν δύο εβδομάδες».
«Ήταν κάποια συγκεκριμένη περίσταση;»
«Όχι. Μόλις είχα γυρίσει από ένα επαγγελματικό ταξίδι και την Κυριακή, είχαμε αποφασίσει να δειπνήσουμε μαζί. Μία πίτσα, για να πούμε τα νέα μας».
«Και πώς σας είχε φανεί εκείνη την ημέρα; Ήρεμη, ή είχε κάτι που σας παραξένευε; Την απασχολούσε κάτι, ενδεχομένως;»
«Μου είπε για τα τηλεφωνήματα που δεχόταν. Τη φόβιζαν γιατί, εκτός των άλλων, δεν μπορούσε να καταλάβει ποιος μπορεί να ήταν».
«Δεν είχε την παραμικρή ιδέα ποιος μπορεί να ήταν;»
«Όχι».
«Δεν είχε κάνει καταγγελία στην αστυνομία;»
«Δεν γνωρίζω».
«Καταλαβαίνω».
«Μπορώ να σας ρωτήσω πώς βρίσκεστε στο σπίτι, τέτοια ώρα; Συνήθως, δουλεύετε αυτή την ώρα».
«Αυτή είναι μία αρκετά ήρεμη εβδομάδα, χωρίς ταξίδια και, όταν δουλεύω εδώ, δουλεύω με βάρδιες. Μέχρι την Παρασκευή δουλεύω από τις δύο το μεσημέρι ως τις δέκα το βράδυ».
«Ωραία. Θα σας ζητήσω να παραμείνετε στη διάθεσή μας, στην περίπτωση που χρειαστούμε τη βοήθειά σας με κάτι».
«Θα κάνω ό, τι χρειαστεί για να σας βοηθήσω να βρείτε τον ένοχο».